fbpx

Όσα μάθαμε ψάχνοντας για εργασία

Διήγημα: Ένα εργασιακό όραμα

στo Χαρτοφύλακας

Θέλω να λαμβάνω τα νέα άρθρα του IforINTERVIEW με e-mail.

Στείλε μας την ιστορία σου

Βάδιζε ξανά ακόμα μια φορά, άλλη μια μέρα, άλλο ένα από τα αμέτρητα πρωινά, μια στροφή πριν απ’ το δρόμο, την τελική ευθεία, που οδηγούσε στο χώρο της δουλειάς του, βιαστικός από το φόβο της αργοπορίας, σκυφτός από το βάρος της αδιαθεσίας και της ανορεξίας, σφιγμένος από το άγχος του αγνώστου που τον περίμενε σε ένα ακόμα εργασιακό ωράριο μιας ακόμα εργάσιμης μέρας που θα ξεκινούσε σε λίγα λεπτά, χωρίς να μπορεί στιγμή να ξεχάσει πως έπρεπε να αισθάνεται ευγνώμων για το φόβο, το βάρος και το άγχος που διατηρούνταν, σε πείσμα της αδράνειας, της αγωνίας και της απελπισίας της ανεργίας που ανά πάσα ημέρα και στιγμή απειλούσαν να πάρουν τη θέση τους. Και ο φόβος και το βάρος και το άγχος όμως δεν τον εμπόδισαν να θυμηθεί να σηκώσει ψηλά το κεφάλι του μόλις έστριψε στον τελευταίο δρόμο, τη στενή ευθεία οδό που σε κάποιο σημείο της, στο τέρμα του δικού του καθημερινού πρωινού δρομολογίου, βρισκόταν η είσοδος του κτηρίου της εργοδότριας επιχείρησης.

Και πάντα κάνοντας αυτή την κίνηση, σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά κάθε πρωινό εργάσιμης μέρας σ’ εκείνο το σημείο της διαδρομής, μετά την τελευταία στροφή, δεν μπορούσε να μη θυμηθεί μια άλλη ατελείωτη αλληλουχία πρωινών εργάσιμων ημερών, πολλά χρόνια πριν, στην προηγούμενη εργασία του στον προηγούμενο εργοδότη, όταν, στρίβοντας και μπαίνοντας στον τελευταίο δρόμο, στη μεγάλη ευθεία κατηφορική λεωφόρο που οδηγούσε στην είσοδο εκείνης της επιχείρησης, χαμήλωνε το βλέμμα που μέχρι τότε ατένιζε οριζόντια και όχι σκυφτό από φόβο, βάρος και άγχος γιατί η αδράνεια, η αγωνία και η απελπισία της ανεργίας δεν απειλούσε καθημερινά να πάρει τη θέση τους τότε – μέχρι που ξαφνικά μια μέρα, μετά από μια σύντομη ταραγμένη περίοδο την πήρε – χαμήλωνε λοιπόν το σηκωμένο, ξένοιαστο βλέμμα που μέχρι τότε κοίταζε ευθεία και δεξιά κι αριστερά τα κτήρια, τα οχήματα, τα δέντρα, τα πεζοδρόμια, την άσφαλτο και τους ανθρώπους να αστράφτουν και να γυαλίζουν στο πρωινό φως που εξαΰλωνε προσωρινά τη σκόνη, τη βρωμιά, τη λίγδα, τα σκουπίδια και την αιθαλομίχλη που βασίλευαν βέβαια εκεί όλη την υπόλοιπη μέρα, χαμήλωνε το βλέμμα μπαίνοντας στη μεγάλη φαρδιά κατωφερή λεωφόρο για να αντικρίσει στο τέρμα της, πέρα από εκεί που τέλειωνε η λεωφόρος και τα σπίτια και τα κτήρια και η ξηρά, το στραφταλίζον και παιχνιδίζον στον πρωινό ήλιο αχνό γαλάζιο της θάλασσας που κάλυπτε όλο τον χώρο ανάμεσα στα όρια της ξηράς και το σημείο που ενωνόταν με τη θάλασσα ο ουρανός στο τέρμα του ορίζοντα, μεταρσιώνοντας το τοπίο της έναρξης άλλης μιας μονότονης, κουραστικής εργάσιμης μέρας σε υπόσχεση ενός επέκεινα γεμάτου διακοπές, ξεκούραση, διασκέδαση, ευτυχία, θυμόταν λοιπόν πάντα φευγαλέα εκείνο το πρωινό όραμα της μακράς περιόδου της προηγούμενης εργασίας του που ακολουθήθηκε από μια επίσης μακρά περίοδο ανεργίας που αντικαταστάθηκε από την – ευτυχώς ακόμα σε ισχύ – περίοδο της παρούσας απασχόλησής του, το θυμόταν κάθε πρωί που στρίβοντας στη στενή και μακριά ευθεία οδό που οδηγούσε στην είσοδο του κτηρίου του τωρινού του εργοδότη σήκωνε ψηλά το βλέμμα του για να κοιτάξει πάνω από τα κτήρια, τα οχήματα, τα δέντρα, τα πεζοδρόμια, την άσφαλτο και τους ανθρώπους, που σε αυτό το σημείο της πόλης όπου βρισκόταν η τωρινή του εργασία, το πρωινό φως δεν μπορούσε να εξαϋλώσει αλλά αντίθετα τόνιζε και επιβάρυνε τη σκόνη, τη βρωμιά, τη λίγδα, τα σκουπίδια και την αιθαλομίχλη που βασίλευαν εκεί και όλη την υπόλοιπη μέρα, ύψωνε το βλέμμα για να αντικρίσει στο βάθος, πάνω και πέρα και από τα πιο ψηλά σπίτια και κτήρια τη γνωστή και οικεία από βιβλία και φωτογραφίες και εικόνες και την τηλεόραση μπροστινή όψη του Παρθενώνα, που σαν κάτι εξωπραγματικό και παράταιρο δέσποζε πάνω από την πρωινή μιζέρια δίνοντας έναν τόνο παράδοξου στην πρωινή εικόνα της κοινότυπης εργάσιμης μέρας, έως και αταίριαστου, έως και γελοίου, παρ’ όλο που η μπροστινή αυτή όψη καθώς και οι πλαϊνές καθώς και η πίσω όψη αυτού του κτίσματος βασιλεύουν πριν και πάνω και πέρα από κάθε άλλη όψη κάθε άλλου κτίσματος και κατασκευής και έργου που στέκεται σήμερα σε οποιοδήποτε σημείο της έκτασης αυτής της απέραντης πόλης.

Και ήταν αυτή η όψη, που κάθε πρωινό, κάθε εργάσιμης μέρας τον τελευταίο καιρό, από τότε που έπιασε εκεί δουλειά δεν ξεχνούσε να σηκώσει τα μάτια του και να αντικρίσει, σαν μια υπόσχεση, που ερχόταν από τα βάθη των αιώνων και της ιστορίας, ελπίδας και δικαιοσύνης και δικαίωσης δικής του και του δρόμου που βάδιζε και της πόλης που ζούσε και του κόσμου ολόκληρου, μια υπόσχεση παρηγορητική μιας δικαίωσης που δεν θ’ αργούσε να ’ρθεί και να τερματίσει κάθε πόνο και κάθε δυστυχία.

Δεν ήταν κάθε μέρα όμως η ίδια υπόσχεση γιατί δεν αντίκριζε κάθε μέρα την ίδια εικόνα. Ανάλογα με την ατμόσφαιρα και τις καιρικές συνθήκες, ανάλογα, θα ’λεγε κανείς με τις διαθέσεις του κάθε πρωινού, η μπροστινή όψη του Παρθενώνα προσάρμοζε την εικόνα της και εμφανιζόταν όχι σε συμφωνία με αυτή την ατμόσφαιρα και τις συνθήκες και τις διαθέσεις αλλά σε πλήρη αντίθεσή μαζί τους. Λες και ήθελε ο Παρθενώνας να εναντιωθεί και να χλευάσει την υποκείμενη καθημερινότητα των τωρινών κατοίκων της πόλης του, λες και ήθελε με αυτή του την αντίθεση να τους ξυπνήσει, να τους ευαισθητοποιήσει, να τους ταρακουνήσει, να τους κινητοποιήσει και να τους αλλάξει.

Με αποτέλεσμα τις μέρες που ο ήλιος έλαμπε ανέφελος κι ελεύθερος, είτε τον χειμώνα είτε το καλοκαίρι, είτε με κρύο είτε με ζέστη και που τόνιζε με το φως του τις όψεις και τις λεπτομέρειες κάθε επιφάνειας κάθε κτίσματος και αντικειμένου από κάτω του, σπιτιών, εργοστασίων, αποθηκών, δρόμων, οχημάτων και ανθρώπων, η μπροστινή όψη του Παρθενώνα να είναι θαμπή, θολή, σκιασμένη, σαν να συστήνει, ευρισκόμενη σε διαλογική συζήτηση μαζί του, στο περιβάλλον της να μην αναθαρρεί, να μην ξεθαρρεύει και να μην αισιοδοξεί με την απαστράπτουσα ηλιοφάνεια αλλά να προσέχει, να αμφιβάλλει και να συνεχίσει να προσπαθεί γιατί η τελική επικράτηση του φωτός δεν έχει έρθει ακόμα.

Και τις μέρες που ήταν κρυμμένος και σκεπασμένος από σύννεφα, είτε χειμώνα είτε καλοκαίρι, με κρύο ή με ζέστη και που η όψη και οι λεπτομέρειες κάθε επιφάνειας, κάθε κτίσματος και αντικειμένου από κάτω του, σπιτιών, εργοστασίων, αποθηκών, δρόμων, οχημάτων και ανθρώπων καλύπτονταν με μουντό πέπλο που αποχρωμάτιζε και σκίαζε κάθε ζωντάνια και κάθε έξαρση, εκείνη η μπροστινή όψη του Παρθενώνα που σαν ψεύτικη προβολή, σαν διαφημιστική αφίσα, χωρίς κανένα πλαϊνό κομμάτι, μόνο τους πρόσθιους κίονες, τα κιονόκρανα, το επιστύλιο, τη ζωοφόρο, το γείσο και το αέτωμα, εκείνη, στεκόταν σαν κάδρο κρεμασμένο πάνω από το δρόμο που οδηγούσε στην είσοδο της εργασίας του, να αστραποβολεί και να λάμπει καθαρή και φωτεινή σαν ένα βήμα πριν την εξαΰλωση, σαν το φως του ήλιου να ξέφευγε από μια πίσω πόρτα των σύννεφων για να πέσει όλο πάνω της λες για να την βοηθήσει να δηλώσει πως πάνω απ’ το σκοτάδι και το έρεβος της πόλης υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα ονειρική και μακρυσμένη αλλά και μόνο ένα άπλωμα του χεριού κι ένα δρασκέλισμα του ποδιού μακριά, πως υπάρχει ελπίδα και φως στην άκρη ενός τούνελ που κάποτε θα τελειώσει.

Σήμερα όμως κάνοντας αυτή την κίνηση, να σηκώσει ψηλά το κεφάλι και το βλέμμα μόλις έστριψε στον τελευταίο δρόμο, τη στενή ευθεία που οδηγεί στην είσοδο της δουλειάς του, τον περίμενε μια άλλη εικόνα. Ενώ ο ήλιος κάλυπτε ανεμπόδιστος τα πάντα χωρίς ακόμα να τα πυρακτώνει όπως ασφαλώς θα έκανε σε λίγες ώρες, το μεσημέρι αυτής της ζεστής καλοκαιρινής μέρας, η μπροστινή όψη του Παρθενώνα απέναντι στα μάτια του δεν ήταν, όπως κάθε άλλη ηλιόλουστη μέρα, θαμπή, θολή και σκιασμένη, ούτε όμως έλαμπε καθαρή και φωτεινή πράγμα το οποίο θα έκανε αν για πρώτη φορά συμπορευόταν με τη λάμψη του ηλιακού δίσκου, παρά είχε επιλέξει έναν τρίτο δρόμο, ενδιάμεσο κι ουδέτερο, εμφανιζόμενη αχνή και ξεθωριασμένη σαν έτοιμη να σκοτεινιάσει, να σβήσει, να εξαφανιστεί, σαν να υποχωρεί παρατώντας τη μάχη, κατεβάζοντας τα όπλα, αποσυρόμενη στο παρασκήνιο.

Ήταν ένα σοκ για τον εργαζόμενο, λίγο πριν ξεκινήσει την εργάσιμη μέρα να χάνει από το οπτικό του πεδίο την εικόνα που τον ανύψωνε, τον αναπτέρωνε, τον στήριζε κατά ένα τρόπο στις κουραστικές ώρες που ακολουθούσαν με το να δημιουργεί στο μυαλό του τη σκέψη και στην καρδιά του την ελπίδα πως μια άλλη πραγματικότητα υπάρχει που τη διαφύλαγε και την υποσχόταν ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες του περιβάλλοντος η κρυπτική όψη του Παρθενώνα και που τώρα αυτή η άλλη προοπτική υποχωρούσε και χανόταν με την οπισθοχώρηση της όψης του ναού στο φόντο, στο παρασκήνιο της πρωινής καλοκαιρινής θεατρικής σκηνής της πόλης.

Ανησυχία και άγχος, ανασφάλεια και φόβος κυριάρχησαν μέσα του καθ’ όλη τη διάρκεια του ωραρίου και ερωτήματα αναπάντητα αναφύονταν στη σκέψη του που λοξοδρομούσε και παραστρατούσε και μπόρεσε να ισορροπήσει προσωρινά, μόνο όταν συμφώνησε με τον εαυτό του να αναβάλλει, να μεταθέσει, να καθυστερήσει τις διαπιστώσεις, τα οριστικά συμπεράσματα και τις αποφάσεις για τη στιγμή που, έχοντας τελειώσει την εργάσιμη μέρα, έχοντας χτυπήσει την κάρτα και απομακρυνθεί με τα κουρασμένα μα απελευθερωμένα βήματα του σχολάσματος από την έξοδο του εργασιακού χώρου κι έχοντας διασχίσει τη στενή ευθεία οδό που ξεκινά πέρα από αυτή την έξοδο, θα ετοιμαστεί να στρίψει στην πρώτη στροφή του δρόμου. Εκεί που ερχόμενος το πρωί αντικρίζει την εικόνα του Παρθενώνα να μετεωρίζεται πάνω απ’ την πόλη, πάνω κι απ’ τον ίδιο το βράχο της Ακρόπολης ακόμα, θα κάνει κάτι που ποτέ στο δρόμο της επιστροφής δεν έκανε. Θα γυρίσει πίσω το κεφάλι με μια κίνηση αιφνιδιαστική κι αναπάντεχη, μια κίνηση που ο Παρθενώνας δεν την περιμένει γιατί ποτέ στην διάρκεια της παρούσας εργασιακής απασχόλησής του δεν την έχει κάνει και θα σηκώσει τα μάτια για να αντικρίσει την μπροστινή του όψη εκτεθειμένη στην καλοκαιρινή μεσημεριάτικη λάβρα και τότε, ήταν σίγουρος, η πραγματική εικόνα του ναού θα εμφανιστεί μπροστά του, ακάλυπτη και ανυπόκριτη και θα αποκαλύψει την ουσία και την αλήθεια του που τόσο καιρό κάθε πρωί την υπέκρυπτε και τη φυγάδευε μεταχειριζόμενος όλες τις προφάσεις και τις αναβολές που οι αυξομειώσεις της ουράνιας φωτεινότητας του παρείχαν.

Αυτό που αντίκρισε όμως όταν, με ολοένα αυξανόμενους καρδιακούς παλμούς, βγήκε από την έξοδο του εργασιακού χώρου, περπάτησε στη στενή ευθεία οδό και λίγο πριν στρίψει γύρισε το κεφάλι και το σώμα και σήκωσε τα μάτια ψηλά προς την όψη του Παρθενώνα, ήταν η όψη αυτή άγρια διαχωρισμένη και διχασμένη ανάμεσα στη λευκότητα και τη λάμψη του περιγράμματος που οριοθετούσαν οι ακραίοι κίονες και το επιστέγασμα του αετώματος από τη μία, και στο σκοτάδι και το έρεβος που αυτό το περίγραμμα περιέκλεινε από την άλλη, και που κατάπινε και εξαφάνιζε μέσα του τους εσωτερικούς κίονες καθώς και τα κενά ανάμεσά τους μαζί με τα κιονόκρανα, το επιστύλιο, τη ζωοφόρο, το γείσο και το αέτωμα, τα απορροφούσε και τα παρέδιδε στο χάος, και ο εργαζόμενος, αναστατωμένος και τρομοκρατημένος από αυτή την εικόνα της καταστροφής, απελπισμένος από τη μεσημεριανή κατάληξη του πρωινού οράματός του, υποψιαζόμενος πως όλες οι προηγούμενες πρωινές ενοράσεις του της παραμυθένιας πρωινής εικόνας είχαν την ίδια εφιαλτική μεσημεριάτικη κατάληξη, έμεινε μετέωρος και χαμένος κι αναποφάσιστος ως προς το τι θα έκανε τώρα που όλες οι προσδοκίες φαίνονταν να διαψεύδονται, αν θα γύριζε πίσω στο σπίτι του ακολουθώντας τον ίδιο συνηθισμένο δρόμο της επιστροφής χωρίς όμως αυτή τη φορά κάτι να ελπίζει και να περιμένει όπως τις προηγούμενες, και αποφάσισε πως όχι, δεν θα πήγαινε στο σπίτι, θα έμπαινε στο τρένο αλλά δεν θα επέστρεφε στο σπίτι του, δεν θα κατέβαινε στο συνηθισμένο σταθμό, αλλά θα άλλαζε πορεία, θα έπαιρνε άλλα τρένα που θα τον οδηγούσαν στην Ακρόπολη και θα ανέβαινε στον Παρθενώνα για να σταθεί ο ίδιος μπροστά, κατάμπροστα στην μπροστινή του όψη και να μετρήσει μόνος του, επί τόπου και με τα ίδια του τα μάτια το μέγεθος της καταστροφής χωρίς τη διαμεσολάβηση, την παραμόρφωση και τη διάθλαση των αυξομειώσεων του ηλιακού φωτός, για να μπορέσει μόνος του να εκτιμήσει αυτό που βαθιά μέσα του δεν μπορούσε (άνθρωπος ήταν) να σταματήσει να προσδοκά: την πιθανότητα να υπάρξει σωτηρία.

 

* Ο Παναγιώτης Φάμελλος γεννήθηκε το 1970 και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και εργάζεται σε τράπεζα. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογές διηγημάτων, περιοδικά και διαδικτυακές ιστοσελίδες. Έχει μεταφράσει το δοκίμιο «Γάτες και Σκύλοι» του H. P. Lovecraft. Η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Μια πτώση πριν το τέλος», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Παράξενες Μέρες».

Πηγή: Fractal

© I for Interview team

Σε περίπτωση που επιλέξατε να αναδημοσιεύσετε κάποιο κείμενό μας στο δικό σας site, σας ευχαριστούμε ιδιαίτερα εκ των προτέρων για την προτίμηση! Ωστόσο,  να σας υπενθυμίσουμε το πόσο ευχάριστο και δίκαιο είναι να ακολουθούνται οι δεοντολογικοί κανόνες που ορίζουν τη σωστή και λειτουργική αναφορά στην αρχική  πηγή ( δλδ. αναγραφή πλήρους ονόματος του site μας και ενεργό link που ανακατευθύνει στο πρωτότυπο άρθρο). Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζετε τον κόπο και τη δουλειά μας και σας ευχαριστούμε διπλά!

1 Comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.

*

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Φρέσκα άρθρα στο Χαρτοφύλακας

Στην Κορυφή