fbpx

Όσα μάθαμε ψάχνοντας για εργασία

Διήγημα | Εκδοχή ενδεχομένως ενδεχόμενα

στo Lunch break/Mind Opener

Θέλω να λαμβάνω τα νέα άρθρα του IforINTERVIEW με e-mail.

Στείλε μας την ιστορία σου

Παναγιώτης Φάμελλος | Διαβάστε επίσης από τον Παναγιώτη Φάμελλο το Διήγημα: Ένα εργασιακό όραμα

Την ώρα που οι περισσότεροι/ες συνάδελφοι/ισσες έχουν σχολάσει, την απογευματινή ώρα μετά τις 17.00, όταν στις μακριές σειρές των γραφείων του 4ου ορόφου του κτιρίου της εταιρείας παραμένουν ελάχιστοι/ες εργαζόμενοι/ες, για να διεκπεραιώσουν, διορθώσουν, συμπληρώσουν, ετοιμάσουν κάτι έκτακτο ή απλώς για να ολοκληρώσουν το ωράριο, εκείνη την ώρα που το χειμώνα η ησυχία διακόπτεται από αραιούς θορύβους της καρέκλας, του πληκτρολογίου, του ντουλαπιού ή του στυλό κάποιου εναπομείναντα που μεγεθύνονται από την (κάτι σαν) ηχώ που παράγουν οι χώροι όταν από μέσα τους λείπουν μόνο οι (περισσότεροι) απ’ τους ανθρώπους και το καλοκαίρι ο βόμβος του εκτεταμένου συστήματος κλιματισμού καταλαμβάνει το ακουστικό πεδίο που εγκατέλειψε το βουητό των συνομιλιών, των κινήσεων και των θορύβων που παρήγαγε το πλήθος των παρευρισκόμενων,

κάποιοι άλλοι ήχοι, κρότοι, θόρυβοι, τριγμοί πλησιάζουν τον Σ., που συνήθως συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ελάχιστους παραμένοντες καθώς προσπαθεί ν’ αντισταθμίσει τις πρωινές αργοπορίες του με απογευματινές βραδείες αποχωρήσεις, (τακτική που έχει επανειλημμένα ψεχτεί από τη διοίκηση της εταιρείας η οποία του έχει απευθύνει επαναλαμβανόμενες συστάσεις στις οποίες ο ίδιος σπάνια ανταποκρίνεται λόγω της εγγενούς αδυναμίας του να επισπεύδει το πρωινό ξύπνημά του), τον πλησιάζουν αργά, καθώς είναι σκυφτός με τεταμένη προσοχή μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του, ερχόμενοι από το αχανές βάθος των γραφείων του ορόφου που εκτείνονται προς τα δεξιά του καθώς το δικό του γραφείο βρίσκεται κοντά στο αριστερό άκρο του διαδρόμου, διεκδικώντας σταδιακά τη θέση τους στο πεδίο της προσοχής του μέχρι που φτάνουν στο σημείο που δεν μπορεί πια να τους αγνοήσει,

λίγα μέτρα απόσταση από την καρέκλα του,- ήχοι από σκούπα, φαράσι, σφουγγαρίστρα, κουβά, κάδο, σακούλα, ξεσκονόπανο και ότι άλλο μεταφέρει στο πολυμηχάνημα που κουβαλά μαζί του/της ο/η καθαριστής/στρια της απογευματινής βάρδιας ανερχόμενος από τον αμέσως προηγούμενο, τον 3ο ή κατερχόμενος από τον 5ο από τους ορόφους του κτιρίου, ανάλογα με το πως είναι κατανεμημένοι οι τομείς ευθύνης στους εργαζόμενους της εκάστοτε βάρδιας από τους υπεύθυνους της υπηρεσίας καθαρισμού, αλλά σε κάθε περίπτωση προερχόμενος από έναν άλλο (για τον Σ. και τους συναδέλφους του – υπάλληλους γραφείου) εργασιακό πλανήτη με διαφορετικές συντεταγμένες και συνιστώσες, καταναγκασμούς κι αναγκαιότητες που αν και (ίσως) δεν διαφοροποιούνται ως προς την ουσία τους από εκείνες που εγκιβωτίζουν τους εργαζόμενους ενός γραφείου στο δικό τους περίκλειστο κόσμο, ως προς τη μορφή τους συγκροτούν ένα διαφορετικό εργασιακό σύμπαν, ένα από τα άπειρα παράλληλα σύμπαντα που συνυπάρχουν στις αχανείς διαστάσεις του χώρου και του χρόνου της ανθρώπινης εργασίας -και τότε γυρνάει το κεφάλι του προς τον προσερχόμενο καθαριστή/στρια την ώρα που εκείνος/νη τσουλάει το υπερμέγεθες καρότσι του στο διάδρομο…

…και πριν το παρκάρει στην επόμενη στάση του για να επιδοθεί στον καθαρισμό του γραφείου που ακολουθεί στη μακριά σειρά των γραφείων που προηγήθηκαν του/της απευθύνει φιλικό χαιρετισμό, όπως κάνει με κάθε εργαζόμενο/η ανεξαρτήτως εργασιακής ιδιότητας με τον/την οποίο/α διασταυρώνεται στον εργασιακό χώρο κατά τη διάρκεια του ωραρίου (αποσπώντας συνήθως αντίστοιχους χαιρετισμούς, φιλικούς ή αδιάφορους ή – ενίοτε και σπανιότερα – αμίλητη αδιαφορία και απάθεια) και σε απάντηση δέχεται – συνήθως – έναν αντίστοιχα φιλικό αντιχαιρετισμό από τον καθαριστή/στρια της βάρδιας μια και πλέον γνωρίζει όλους/ες όσους/σες εναλλάσσονται σ’ εκείνα τα ωράρια σ’ εκείνους τους ορόφους…

διηγημα

ήταν από τους λίγους, τους ελάχιστους, από τις εξαιρέσεις που το καλάθι που χρησιμοποιούσε δεν ήταν τόσο ξεχειλισμένο και βρώμικο

…όμως σήμερα η Δ. η οποία βρισκόταν στη θέση της καθαρίστριας και την οποία χαιρέτησε τώρα για ακόμα μία φορά, καθώς την είχε συναντήσει ξανά νωρίτερα μέσα στην ημέρα, (χωρίς αρχικά να τη γνωρίσει, κάποια στιγμή κάπου κοντά στο μεσημέρι ήταν, ενώ περνούσε έξω από κάποιο βοηθητικό χώρο σε μικρή απόσταση από το ασανσέρ του 3ου ορόφου μεταφέροντας έγγραφα για κάποιο θέμα σε κάποιον υπάλληλο και την είχε δει με τα πολιτικά της ρούχα και όχι με τη στολή εργασίας, καθισμένη, να μιλάει σε κινητό τηλέφωνο και όλη αυτή η εικόνα και η αδυναμία ταιριάσματος του προσώπου με οτιδήποτε το περιέβαλλε εκείνη τη στιγμή – ρούχα, κάθισμα, τηλέφωνο, διαφορετικός χώρος και όχι στολή, όρθια στάση, σκούπα ή σφουγγαρίστρα και χώρος γραφείων – τον έκανε να κοντοσταθεί ασυναίσθητα για να προσπαθήσει να προσδιορίσει την υπόσταση του προσώπου που έβλεπε, το οποίο ήταν σίγουρος πως γνώριζε αλλά δεν θυμόταν από που και δεν ήθελε να φύγει δίχως να το χαιρετήσει, και χαιρετώντας την και καθώς κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της χαμογελώντας του σε απάντηση ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο, τότε μόνο θυμήθηκε ποια είναι), τώρα η Δ., ενδεδυμένη πλέον τη στολή της και πλήρως αναγνωρίσιμη, ήταν σκεπτική κι αφηρημένη και συνοφρυωμένη τόσο ώστε να μην ανταποκριθεί αντιχαιρετώντας τον για δεύτερη φορά σήμερα και να συνεχίσει να σπρώχνει το καρότσι με τα σύνεργά της και χρειάστηκε να της μιλήσει κι άλλη μια φορά για να την αποσπάσει από τις έγνοιες της κι εκείνη, όταν τον αντιλήφθηκε, απάντησε με θέρμη στο χαιρετισμό του και σταμάτησε το σπρώξιμο, αποσπώντας μια σκούπα από τη φαρέτρα των εργαλείων της και ήρθε να σκουπίσει κοντά στο δικό του γραφείο αδειάζοντας και το καλάθι των αχρήστων που ο Σ. χρησιμοποιούσε και φάνηκε πως αυτή η τελευταία της κίνηση – το άδειασμα του καλαθιού του – της έδωσε όλες τις αφορμές και τις αποδείξεις που χρειαζόταν για να του απευθυνθεί λέγοντάς του με παράπονο και ελεγχόμενη αγανάκτηση πως ήταν από τους λίγους, τους ελάχιστους, από τις εξαιρέσεις που το καλάθι που χρησιμοποιούσε δεν ήταν τόσο ξεχειλισμένο και βρώμικο ώστε να σιχαίνεται να το πιάσει, γεμάτο με κάθε είδους στερεό αλλά και υγρό απόρριμμα, κι όταν ο Σ. εξέφρασε την απορία:

«Μα καλά, τι ρίχνουν μέσα;»

η Δ. αμέσως απάντησε «καφέδες!, το πιστεύεις; πετάνε ποτήρια με καφέδες!», σαν να κουβαλούσε αυτές τις λέξεις κι αυτή τη φράση μέσα της εδώ και ώρα και να βρήκε την ευκαιρία επιτέλους να την ξεφορτωθεί και ν’ απαλλαγεί από την έκπληξη, την αηδία, το θυμό που τα σημαινόμενα της φράσης αυτής της προκαλούσαν, συμπληρώνοντας αμέσως «και όχι μόνο μέσα στα καλάθια, αλλά και απέξω, τους χύνουν κάτω» προκαλώντας με τη σειρά της ακατανοησία στον Σ. που προσπάθησε με διευκρινιστικές ερωτήσεις να καταλάβει πώς και τι ακριβώς έριχναν στα καλάθια και έξω απ’ αυτά (δεν ήθελε να ρωτήσει ποιος ή ποιοι) αλλά κυρίως γιατί, και όταν οι απαντήσεις της Δ. του περιέγραψαν πως ρίχνουν στα καλάθια ποτήρια από τα οποία δεν έχει τελειώσει ο καφές και τα οποία δεν έχουν αδειάσει, ή πως βρίσκει χυμένους καφέδες στο πάτωμα και πως το κάνουν επίτηδες για να κατηγορηθεί ο εκάστοτε καθαριστής/στρια, ο Σ. σταμάτησε να κάνει ερωτήσεις παρά μόνο επανέλαβε μια δυο φορές τη λέξη «επίτηδες» με απορία και δέος και απορροφήθηκε τόσο πολύ από τις σκέψεις του που δεν ξαναμίλησε στη Δ. κι εκείνη αφού συνέχισε για λίγο να δίνει κι άλλες λεπτομέρειες από την εμπειρία της από άλλα γραφεία και άλλους ορόφους, απογοητεύτηκε από την ξαφνική έλλειψη ανταπόκρισης και απομακρύνθηκε επιστρέφοντας ολοκληρωτικά στη βουβή της απασχόληση καθώς είδε πως ο Σ. είχε ολοκληρωτικά κι εκείνος στραφεί στην οθόνη του υπολογιστή του αλλά εκείνο που δεν μπορούσε να δει ήταν πως τα δάχτυλά του δεν πίεζαν τα πλήκτρα ή το ποντίκι και τα μάτια του δεν ακολουθούσαν κάτι συγκεκριμένο στην οθόνη αλλά ήταν ολοκληρωτικά στραμμένα εντός του καθώς αναζητούσε με όλη του την προσοχή την άκρη, την αιτία και τη σημασία της ιστορίας που μόλις άκουσε, γιατί η συμπεριφορά που περιγραφόταν δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή απ’ τη συνείδησή του χωρίς κάποια πειστική αιτιολόγηση γι’ αυτό ανέπτυξε στο μυαλό του εκδοχές για την εκλογίκευση αυτού που η κρίση του απέρριπτε ως παράλογο και για την εξήγηση αυτού που εμφανιζόταν ως ανεξήγητο, καταλήγοντας να περιγράψει τέσσερα διαφορετικά ενδεχόμενα για τη Δ. και την ιστορία της, πως:

1) έλεγε ψέματα, από μια τάση γκρίνιας και μεμψιμοιρίας και μεγέθυνσης των δυσκολιών της δουλειάς της,

2) έλεγε ψέματα με απώτερο στόχο να ενοχοποιήσει κάποιον ή κάποιους συγκεκριμένο/ους εργαζόμενο/ους για δικούς της, αδιευκρίνιστους, ιδιοτελείς σκοπούς,

3) έλεγε αλήθεια, και κάποιος υπάλληλος ήταν πράγματι τόσο κακεντρεχής και στόχευε να κατηγορήσει τη συγκεκριμένη καθαρίστρια ή γενικά το συνεργείο καθαρισμού για δικούς του, αδιευκρίνιστους, ιδιοτελείς σκοπούς,

4) έλεγε αλήθεια, και περισσότεροι από ένας υπάλληλοι για δικούς τους αδιευκρίνιστους, ιδιοτελείς σκοπούς στοχεύουν στο να κατηγορηθεί κάποιος ή κάποιοι από τους καθαριστές ή ολόκληρο το συνεργείο,
και όσο ο Σ. το σκεφτόταν τόσο το μυαλό του ξαναγυρνούσε στην τέταρτη εκδοχή που τον απασχόλησε καθώς έκλεινε το pc του και μάζευε τα πράγματά του και κατέβαινε τους τέσσερις ορόφους του κτιρίου και κατευθυνόταν στο σταθμό του μετρό κι επιβιβαζόταν στο βαγόνι που σταμάτησε μπροστά του, γιατί προσπαθώντας να φανταστεί τους λόγους που μπορεί να έκαναν περισσότερους από ένας υπαλλήλους να στοχεύουν στο να κατηγορηθεί κάποιος ή κάποιοι από τους καθαριστές ή ολόκληρο το συνεργείο δεν μπορούσε να αποφύγει τη σκέψη πως αυτό μπορεί να ήταν σύμπτωμα και δείγμα μιας απρόσωπης, γενικευμένης βαρβαρότητας που εξαπλώνεται σαν ιός και είναι μόνο θέμα χρόνου να κατακλύσει τους πάντες…


…και για πρώτη φορά στη διάρκεια μιας διαδρομής παρατήρησε τόσο έντονα πρόσωπα κι εκφράσεις συνεπιβατών του (ενώ συνήθως κοιτά αόριστα οτιδήποτε άλλο και μόνο φευγαλέα εστιάζεται στα πρόσωπα, όπως οι άγραφοι κανόνες της ευγένειας και της καλής συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της συνταξίδευσης στα ΜΜΜ επιτάσσουν) για να ανιχνεύσει στην όψη τους ενδεχόμενα συμπτώματα της εξάπλωσης ενός τέτοιου ιού, προκαλώντας εχθρικά βλέμματα που δεν τον άφηναν να καταλάβει αν προέρχονταν από τη μόλυνση της βαρβαρότητας ή την ενόχληση που η αδιακρισία του προκαλούσε και συνέχισε την προσπάθεια να εξιχνιάσει τις προθέσεις των ανθρώπων γύρω του καθώς βάδιζε στο δρόμο προς το σπίτι, μέχρι που ξεκλείδωσε την πόρτα ασφαλείας του διαμερίσματος – κατοικίας του και οι όροι και οι συνθήκες ύπαρξής του άλλαξαν με μια απότομη μετάβαση, από τους εξωτερικά επιβαλλόμενους στο σύμπαν πέραν της εξώπορτας σε κείνους που επιβάλλονται από τη σύμπραξη του Σ. και της γυναίκας του εντός του προστατευμένου ιδιωτικού τους χώρου και το μυαλό του κατευθείαν συντονίστηκε με τις υποχρεώσεις, αναγκαιότητες και δεσμεύσεις που δημιουργεί η καθημερινότητα μιας οικογένειας με δύο εργαζόμενους γονείς και δύο παιδιά σε τάξεις του δημοτικού, ξεχνώντας τις, έτσι κι αλλιώς, ανεξιχνίαστες προθέσεις των ανθρώπων κι αναλαμβάνοντας, αμέσως μόλις πλύθηκε, άλλαξε κι έφαγε, τη μετάβαση του ενός εκ των δύο παιδιών, του γιου, στις απογευματινές επιμορφωτικές δραστηριότητες αφήνοντας, μετά από τις συνεννοήσεις για τον από κοινού συντονισμό της δράσης τους, στη γυναίκα του την επίβλεψη και καθοδήγηση της κόρης…


…μα όταν, μετά την περιήγηση στις γονεϊκές υποχρεώσεις εκτός σπιτιού, τις διαδρομές, τις επαφές, τις συζητήσεις με άλλους γονείς, με δάσκαλους κι εκπαιδευτές, με το παιδί, με την προσπάθεια ανταπόκρισης στους αναμενόμενους απ’ αυτόν ρόλους ταυτόχρονα με τον αγώνα του για διατήρηση κι επίδειξη μιας ανεξάρτητης και περήφανης προσωπικότητας εντός, βέβαια, των προκαθορισμένων ορίων, όταν μετά απ’ αυτά γύρισε εξαντλημένος στο σπίτι και επιδόθηκε στις προετοιμασίες της βραδινής κανονικότητας,

κι όταν πριν την εκεχειρία της κατάκλισης ξέσπασε πόλεμος αφού ο γιος τελείωσε το μπάνιο και ο Σ. δεν καθάρισε τα νερά που είχαν τρέξει στο πάτωμα του λουτρού ενώ ήταν δική του ευθύνη η απομάκρυνσή τους, με τη σύζυγο – αντίπαλό του να εκτοξεύει εναντίον του οργισμένες κατηγορίες περί αναισθησίας και ανευθυνότητάς του,

τότε ένιωσε το προσωπικό του οχυρό να κλονίζεται όπως κι άλλες φορές στο παρελθόν, κάθε φορά που η εκτός σπιτιού αναταραχή δεν αντισταθμίζεται από τη γαλήνη των εσωτερικών χώρων, του σπιτικού καταφύγιου, αλλά εξαπλώνεται κι εκεί μέσα και απειλεί να τον πνίξει κι όταν μετά απ’ αυτά ξαναθυμήθηκε την αναρώτησή του περί των ανθρώπινων προθέσεων και την αντίθεση πολιτισμού και βαρβαρότητας, του δημιουργήθηκε μια βαθιά επιθυμία δολιοφθοράς και καταστροφής που θα μπορούσε να εκφραστεί με το να ρίξει περισσότερο νερό, κουβάδες ολόκληρους στο πάτωμα του λουτρού ή να σωριάσει στα υπόλοιπα πατώματα του σπιτιού πιάτα, ποτήρια κι άλλα σκεύη κουζίνας, ράφια, έπιπλα και διακοσμητικά και στολίδια και κάδρα και ότι άλλο έβρισκε πρόχειρο…


αλλά δεν έκανε τίποτα μέχρι το επόμενο πρωί, που σηκώθηκε νωρίτερα απ’ ότι εδώ και πολύ καιρό, και κρατώντας το ποτήρι με τον καφέ, ξημερώματα μόνος στην κουζίνα καθώς ετοιμαζόταν να φύγει πιο νωρίς αυτή τη φορά για τη δουλειά, προσέχοντας να μην ξυπνήσει τους υπόλοιπους πριν από το δικό τους εγερτήριο, και χωρίς να πρέπει να πάει εκείνος κάποιο από τα παιδιά στο σχολείο καθώς η υποχρέωση αυτή καλυπτόταν εξ’ ολοκλήρου από τη σύζυγο, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να δυσκολέψει για εκδίκηση τη ζωή της λίγο παραπάνω με το να γείρει το ποτήρι τόσο ώστε να αφήσει να κυλήσει, να τρέξει, να χυθεί μια ποσότητα καφέ κάτω κι άλλη λίγη στο νεροχύτη και στο σκουπιδοτενεκέ και σύντομα και στη δουλειά, στην οποία έφτασε νωρίτερα, κι αφού διένυσε μια μέρα πιο πιεστική και δύσκολη απ’ τις άλλες, με προϊστάμενους και διευθυντές κακόκεφους έως έξαλλους και ωρυόμενους, και συναδέλφους που ξέσπαγαν όλοι πάνω σε όλους, για τους δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς εκκένωσης της έντασης, επικράτησης, αποφυγής της απόλυσης, επιβίωσης,

στο τέλος κράτησε το ποτήρι με τον τρίτο καφέ της μέρας μισοτελειωμένο

για να μπορέσει στο τέλος του ωραρίου να το πετάξει στο καλάθι των αχρήστων έτσι ώστε διαγράφοντας την πορεία του να χυθεί μια ποσότητα καφέ έξω και η υπόλοιπη μέσα και να ξεσπάσει έτσι ο Σ. καταστρέφοντας κάτι που δεν τον πείραζε πολύ να καταστραφεί

κι αμέσως να μαζέψει τα πράγματά του και να φύγει για να προλάβει πριν τον πλησιάσουν οι ήχοι από σκούπα, φαράσι, σφουγγαρίστρα, κουβά, κάδο, σακούλα, ξεσκονόπανο και ότι άλλο μεταφέρει στο πολυμηχάνημα που κουβαλά μαζί του/της ο/η καθαριστής/στρια της απογευματινής βάρδιας

και στη διαδρομή της επιστροφής δεν κοίταξε ξανά πρόσωπα κι εκφράσεις συνεπιβατών του για να ανιχνεύσει στην όψη τους ενδεχόμενα συμπτώματα της εξάπλωσης του ιού γιατί μπορούσε δα να καταλάβει πότε η γενικευμένη βαρβαρότητα είχε κατακλύσει τους πάντες, ακόμα και τον ίδιο.

Παναγιώτης Φάμελλος

Πρώτη Δημοσίευση: https://www.fractalart.gr/ekdochi-endechomenos-endechomena/

Διαβάστε επίσης από τον Παναγιώτη Φάμελλο το Διήγημα: Ένα εργασιακό όραμα

© I for Interview team

Σε περίπτωση που επιλέξατε να αναδημοσιεύσετε κάποιο κείμενό μας στο δικό σας site, σας ευχαριστούμε ιδιαίτερα εκ των προτέρων για την προτίμηση! Ωστόσο,  να σας υπενθυμίσουμε το πόσο ευχάριστο και δίκαιο είναι να ακολουθούνται οι δεοντολογικοί κανόνες που ορίζουν τη σωστή και λειτουργική αναφορά στην αρχική  πηγή ( δλδ. αναγραφή πλήρους ονόματος του site μας και ενεργό link που ανακατευθύνει στο πρωτότυπο άρθρο). Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζετε τον κόπο και τη δουλειά μας και σας ευχαριστούμε διπλά!

Leave a Reply

Your email address will not be published.

*

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Φρέσκα άρθρα στο Lunch break

Dystopian Greece

Ελλάδα 2200 μ.Χ.

- Αυτός ήταν με τον Μητσοτάκη τον Πρώτο; - Τον Δεύτερο. - Μαλάκα τι
Στην Κορυφή