Βρωμιάρηδες!

στo Mind Opener

Θέλω να λαμβάνω τα νέα άρθρα του IforINTERVIEW με e-mail.

Στείλε μας την ιστορία σου

 

Η ελληνική σημαία ανέμιζε στο μπαλκόνι κάθε πρωί, ήταν εκεί να θυμίζει σε όποιον την έβλεπε στη γειτονιά τη θέση του. Μια γειτονιά στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, όμως τόσο γεμάτη από διάφορες φυλές και πολιτισμούς. Μια γειτονιά αγκάθι στην καρδιά του μεσήλικα του τρίτου ορόφου, στην πολυκατοικία στο νούμερο 68 στην οδό Αμαζόνων. Δεν ήξερε τι επιθυμούσε περισσότερο, να φύγουν Εκείνοι ή να φύγει ο ίδιος.

Κάθε μέρα αναγκαζόταν να ξυπνάει αρκετά πρωί για να καταφέρει να αποφύγει τη συναναστροφή με Εκείνους. Στα μαγαζιά της γειτονιάς ούτε λόγος να ψωνίσει, σε όλα δούλευαν Εκείνοι. Ακόμη και στο καφενείο είχαν γεμίσει τα τραπέζια με Εκείνους. Σιχτίριζε τη μοίρα του και έφτυνε επιδεικτικά στο πεζοδρόμιο, κάθε φορά που κάποιος από Εκείνους περνούσε δίπλα του. Αν τύχαινε και τον ακουμπούσε κανένας από Εκείνους ούρλιαζε δίχως τελειωμό. «Να φύγετε, μην μ’ ακουμπάτε, βρωμιάρηδες!»

Τον είχαν μάθει πια Εκείνοι, δεν έδιναν σημασία, δεν ενοχλούνταν. Κατά καιρούς φώναζε της αστυνομία, πάντοτε με τις πιο αστείες αφορμές. Στο τέλος και η αστυνομία τον έμαθε και έπαψε να ασχολείται με τα παράπονά του για «Εκείνους που βάζουν μουσική» ή «Εκείνους που κυκλοφορούν με τουρμπάνι στο κεφάλι». Κάθε μέρα κλεινόταν ολοένα και περισσότερο στον εαυτό του, αν δεν ήταν ανάγκη δεν έβγαινε ούτε καν στο μπαλκόνι. Μονάχα για να ελέγξει αν η σημαία είναι στη θέση της, πού και πού.

Τα απογεύματα χρησιμοποιούσε τα στρατιωτικά του κιάλια για να «ελέγχει» τη γειτονίας και Εκείνους. Παρακολουθούσε τις κινήσεις τους, κοίταζε αναιδώς μέσω από τα παράθυρά τους. Μέρα με τη μέρα το μίσος του ολοένα και μεγάλωνε. Εκείνοι ήταν το μεγάλο του πρόβλημα, σχεδόν δεν μπορούσε πλέον να κοιμηθεί ήσυχος τα βράδια. Είχε κλειδαριές ασφαλείας και χειμώνα-καλοκαίρι τα παράθυρά του ήταν κλειστά. Οι βδομάδες περνούσαν και με το ζόρι αντάλλασσε μια κουβέντα με το φούρναρη ή το μανάβη στη δίπλα γειτονιά. Σπάνια πλέον έβγαινε από το σπίτι του. Εκείνοι έφταιγαν για όλα, μουρμούριζε φωναχτά.

Ένα βράδυ, σχεδόν ξημερώματα, κατέβαινε τρέχοντας τις σκάλες για να πετάξει γρήγορα τα σκουπίδια. Το ασανσέρ δεν το χρησιμοποιούσε ποτέ, μύριζε όπως Εκείνοι. Πάνω στη βιάση του στραβοπάτησε –κάπου μεταξύ δευτέρου και πρώτου ορόφου – και βρέθηκε να κουτρουβαλάει τις σκάλες. Σωριάστηκε στο τέλος του διαδρόμου, έκανε να κινηθεί μάταια. Πονούσε ολόκληρος, με το ζόρι ανέπνεε.

Δεν πέρασαν ένα, δυο λεπτά και ένας από Εκείνους έσκυβε από πάνω του. «Είστνε καλά γκίριε;» Έκανε να τραβηχτεί, δεν ήταν δυνατόν να είναι τόσο κοντά με έναν από Εκείνους. Δεν καταδεχόταν ούτε να τους μιλήσει, πόσο μάλλον να τους αγγίξει. Ένιωσε δυο χέρια να εξετάζουν τα πόδια του, «μη βρωμιάρηδες, μη μ’ αγγίζετε» φώναξε, με όση δύναμη είχε. Εκείνοι γελούσαν, όση ώρα Εκείνος σφάδαζε στο πάτωμα. Προσπαθούσε να κινηθεί, να συρθεί λίγο πιο πέρα. «Γκίριος μη γκονιέσε έρχεται το αμπιουλανζ».

Ούτε να σκεφτεί δεν ήθελε ότι θα μείνει στάσιμος δίπλα σε Εκείνους, δίπλα σε αυτή την ανυπόφορη μυρωδιά. Άρχισε να σέρνεται, και ας πονούσε. Ούτε που είδε ότι ήταν δίπλα στο πλατύσκαλο του πρώτου. Με μια απότομη κίνηση, στην προσπάθεια του να αποφύγει Εκείνους, βρέθηκε να κείται νεκρός στο ισόγειο.

Αναδημοσίευση από: Στελλίνα Πιφοπουλου

 

© I for Interview team

Σε περίπτωση που επιλέξατε να αναδημοσιεύσετε κάποιο κείμενό μας στο δικό σας site, σας ευχαριστούμε ιδιαίτερα εκ των προτέρων για την προτίμηση! Ωστόσο,  να σας υπενθυμίσουμε το πόσο ευχάριστο και δίκαιο είναι να ακολουθούνται οι δεοντολογικοί κανόνες που ορίζουν τη σωστή και λειτουργική αναφορά στην αρχική  πηγή ( δλδ. αναγραφή πλήρους ονόματος του site μας και ενεργό link που ανακατευθύνει στο πρωτότυπο άρθρο). Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζετε τον κόπο και τη δουλειά μας και σας ευχαριστούμε διπλά!

Leave a Reply

Your email address will not be published.

*

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.