Θυμάμαι να λέω στον πατέρα μου πως όπου να ‘ναι θα αλλάξω τον κόσμο. Θυμάμαι να ποντάρω με σιγουριά πως θα πιάσω την επιτυχία από τα μαλλιά και θα πετύχω το τρίπτυχο της υπέρτατης ευτυχίας: χρήματα, φήμη, χορτάτη συνείδηση. Θυμάμαι να διαβάζω πολύ, να ξενυχτώ με τόμους μηχανικής, να στύβω το κεφάλι μου για νέες ιδέες. Με θυμάμαι να πρωτοτυπώ στις λύσεις μου, να επαναστατώ στις ιδέες μου, να τολμώ να απαιτώ το κάτι παραπάνω από εμένα.
Μπορώ να με θυμηθώ ενθουσιασμένη με στίχους, ερωτευμένη με ποιήματα, προβληματισμένη με απόψεις. Με θυμάμαι να έχω χρόνο για το τίποτα, το πανάκριβο τίποτα της απραγίας· ώρες ατέλειωτες με την θάλασσα για αγνάντι να ονειροβατώ στο ξύπνιο μου.
Αναλογίζομαι σήμερα πως οι θύμησες μου είναι μακρινές μα τουλάχιστον όχι ξένες. Τα λεφτά τελικά έρχονται και φεύγουν ενώ η φήμη είναι ευκαιριακή. Το μόνο που με δυσκολεύει είναι η ριμάδα η συνείδησή μου, που όλο με κλωτσάει στα καλάμια σαν κωλόπαιδο· με τσαντίζει. Το μόνο που με δυσκολεύει είναι που θέλω όλα εκείνα που «είχα βάλει στο μάτι» στην αρχή, τότε που ακόμα άκουγα Τρύπες και το κεφάλι μου ήταν γεμάτο χρυσάφι.
Το τρίπτυχο διπλώθηκε και έχει γίνει μονοσέλιδο. Τώρα πια, χωρίς χρήματα, χωρίς φήμη, θέλω να περιφέρομαι από δημιουργία σε δημιουργία και να δίνω νόημα στη βιαστική ζωή μου. Μ’ ένα μυαλό που διψάει σαν καμένο χωράφι, το μόνο που ζητώ είναι το παραγόμενο έργο μου να είναι δημιουργικό και όχι αδιάφορο.
Το μόνο που λαχταρώ είναι λίγος χρόνος για την αμαρτία του τίποτα. Αυτό που λαχτάρισε ο Ελύτης, αυτό ακριβώς κυνηγώ. Πήρε να χειμωνιάζει. Πλήθυναν οι άδειες καρέκλες γύρω μου. Έχω πιάσει γωνιά και πίνω καφέδες, φουμέρνοντας αντικρύ στο πέλαγος. Θα μπορούσα να περάσω έτσι μια ζωή ολόκληρη, αν δεν την έχω κιόλας περάσει.
Γράφει η Αμάντα Πατσοπούλου