fbpx

Όσα μάθαμε ψάχνοντας για εργασία

Το “ιδιώνυμο” και το εργατικό κίνημα

στo Χαρτοφύλακας

Θέλω να λαμβάνω τα νέα άρθρα του IforINTERVIEW με e-mail.

Στείλε μας την ιστορία σου

τις 22 Δεκεμβρίου 1928, τέσσερεις μήνες μετά την επικράτηση των Φιλελευθέρων στις εκλογές, κατατέθηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας τω ελευθεριών των πολιτών», το γνωστό «ιδιώνυμο». Οι προβλέψεις του αφορούσαν ποινή φυλάκισης πάνω από έξι μήνες για όποιον, κατά το άρθρο 1, «επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικράτειας ή ενέργεια υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμού».Στην ουσία τιμωρούταν οποιοσδήποτε υποστήριζε δημόσια τον κομμουνισμό και απαγορεύονταν οι κομμουνιστικές συγκεντρώσεις, χαρακτηριζόμενες εκ προοιμίου ως «επικίνδυνες». Αρμόδια για την επιβολή των ποινών φυλάκισης ή εκτόπισης  ήταν τα πλημμελειοδικεία. Η πλειοψηφία των βουλευτών των Φιλελευθέρων και του Λαϊκού Κόμματος υπερψήφισε το νομοσχέδιο, στις 15 Ιουλίου. Το ιδιώνυμο τέθηκε σε εφαρμογή στις 25 Ιουλίου, ποινικοποιώντας στην ουσία το πολιτικό φρόνημα και συγκεκριμένα τις κομμουνιστικές ιδέες, στρεφόμενο κατά του ΚΚΕ.

Ο νόμος αργότερα ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Την αντίθεσή του εξέφρασε ο νομικός κόσμος της χώρας αλλά και διάφοροι διανοούμενοι όπως: ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γεώργιος Νιρβάνας, ο Κωνσταντίνος Άμαντος, ο Δημήτρης Γληνός, ο Αλμπέρτ Αϊνστάιν και ο Ανρί Μπαρμπίς. Από το 1929 έως το 1936 όπου και εφαρμόστηκε περίπου 16.500 πολίτες συνελήφθησαν. Από αυτούς 3031 καταδικάσθηκαν και εξορίστηκαν στα νησιά Φολέγανδρο, Ανάφη, Αμοργό και Σκύρο.

Η ψήφιση του «ιδιωνύμου» ήταν καθοριστική για το εργατικό κίνημα και για την εξέλιξη της κρατικής παρέμβαση στο συνδικαλιστικό κίνημα, καθώς συστηματοποιούσε, γενίκευε και θεσμοθετούσε  τις προηγούμενες αποσπασματικές πρακτικές και διώξεις, που εφαρμόστηκαν όλη τη δεκαετία του 1920 εναντίον του.

Η προηγούμενη κατάσταση

Μέχρι τη ψήφιση του ιδιωνύμου τα πάγια χαρακτηριστικά στην κρατικής αντιμετώπιση του συνδικαλιστικού κινήματος, κατά τη δεκαετία του 1920, ήταν τα εξής: 1) βίαιη καταστολή απεργιών και εργατικών διαδηλώσεων. Το ρόλο αυτό αναλαμβάνει η αστυνομία με τη συνδρομή του στρατού. 2)  ασφυκτική εποπτεία των σωματείων. Με την αστυνόμευση των συνελεύσεων. Τη λειτουργία δικτύου συλλογής πληροφοριών για το συνδικαλιστικό κίνημα. Την παρακολούθηση εργατικών συγκεντρώσεων, συνδικαλιστών. Ωστόσο, σε αυτή τη φάση (1919-1929), οι παρεμβάσεις του κρατικού μηχανισμού ήταν ευκαιριακές, οι διώξεις αποσπασματικές και οι αρχές ανοργάνωτες. Μετά το 1929 εντάθηκε η χρησιμοποίηση αυτών των πρακτικών και οι διώξεις απέκτησαν συντονισμένο χαρακτήρα.  3) ανάμιξη του κράτους στην ενδοσυνδικαλιστική διαπάλη. Η κρατική εμπλοκή συνίστατο στη χρησιμοποίηση του κρατικού μηχανισμού για τη διαμόρφωση των επιθυμητών συσχετισμών στα συνέδρια της ΓΣΕΕ. Η πρακτική αυτή εφαρμόστηκε 3ο και 4ο συνέδριο της ΓΣΕΕ, στα 1926 και 1928 αντίστοιχα. Ο αποκλεισμός των κομμουνιστών αντιπροσώπων, έτσι όπως μεθοδεύτηκε από τους συνδικαλιστικούς τους αντιπάλους, είχε την αρωγή του κράτους. Οι συλλήψεις κομμουνιστών συνδικαλιστών στη διάρκεια του 3ου συνεδρίου, η αστυνομική περιφρούρηση και η επιλεκτική απαγόρευση εισόδου στο 4ο συνεδρίου αποτελούν εκφάνσεις αυτών των μεθοδεύσεων.  Επιπλέον, το κράτος επέλεγε τους αντιπάλους των κομμουνιστών ως κοινωνικούς εταίρους, σε μια προσπάθεια απόδειξης της αποτελεσματικότητας τους και ενίσχυσης της θέσης τους στον ενδοσυνδικαλιστικό ανταγωνισμό. Για παράδειγμα: Η Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία και η Ναυτεργατική Ένωση Πειραιώς ήταν δύο συνδικάτα «αναγνωρισμένα», που εκπροσωπούσαν τους ναυτεργάτες. Στις διαβουλεύσεις όμως με το κράτος προτιμούταν πάντοτε η ΠΝΟ, που η διοίκηση της είχε προνομιακές σχέσεις μαζί του.  4)  δίωξη των ριζοσπαστικών/κομμουνιστικών τάσεων του εργατικού κινήματος. Την εντονότερη κατασταλτική δράση βίωναν τα σωματεία που ήταν στην επιρροή των κομμουνιστών, η διάλυση των οποίων ήταν συχνό φαινόμενο. Οι κομμουνιστές συνδικαλιστές ήταν τα θύματα των πιο άγριων διώξεων, καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν φυλακίσεις και εξορίες. Η χρησιμοποίηση της εξορίας ως τιμωρητικό μέτρο εναντίον τους, συστηματοποιήθηκε από την κυβέρνηση Σοφούλη το 1924 και ύστερα. Όμως η διοικητική εκτόπιση πήρε την οριστική της εκδοχή επί της δικτατορίας του Παγκάλου: Εφαρμοζόταν χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση, με μόνη εντολή διοικητικών οργάνων, των Επιτροπών Δημόσιας Ασφάλειας. Θα διατηρηθεί και μετά την πτώση του εμπνευστή της, για να χρησιμοποιηθεί εναντίον των κομμουνιστών και του εργατικού κινήματος.  5) περαιτέρω τροποποιήσεις της συνδικαλιστικής νομοθεσίας, με κατασταλτικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, για την πρόληψη της απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων το 1926, ψηφίστηκε διοικητική πράξη που έδινε τη δυνατότητα απόλυσης όσων δημοσίων υπαλλήλων προέτρεπαν σε απεργία και παύση των διοικήσεων των σωματείων με την ιδία αιτιολογία.

vlcsnap-2012-04-12-14h00m47s189

Η τομή του «ιδιωνύμου»

Το «ιδιώνυμο» εφαρμόστηκε δε με ιδιαίτερη αυστηρότητα ως το 1936, οπότε αντικαταστάθηκε από έναν ακόμη πιο άτεγκτο νόμο, που εξέδωσε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Αυτό το έκτακτο νομοθετικό οπλοστάσιο στράφηκε κατά πρώτο λόγο ενάντια στο εργατικό κίνημα και συγκεκριμένα στις ριζοσπαστικές κομμουνιστικές τάσεις του. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, το 60% των ατόμων, που καταδικαστήκαν από το 1929 ως το 1937 με βάση το «ιδιώνυμο», ανήκαν στην εργατική τάξη. Η συντριπτική πλειοψηφία των καταδικασθέντων διώκονταν για τη συμμετοχή τους σε απεργίες και κινητοποιήσεις.

Ας δούμε όμως μέσα από ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, ποια ήταν η συνήθης διαδικασία που ακολουθούνταν: Στα 1933 ο κλάδος των αρτεργατών στην Πάτρα πραγματοποίησε απεργία. Την επόμενη μέρα από την κήρυξη της, ο συνδικαλιστής του σωματείου αρτεργατών Δ. Καββαδίας συνελλήφθη από την αστυνομία και παραπέμφθηκε στη δικαιοσύνη με βάση το «ιδιώνυμο». Τελικά, καταδικάστηκε σε 2 χρόνια φυλάκιση και έξι μήνες εξορία . Ο νόμος εφαρμοζόταν σε ευρύ φάσμα περιπτώσεων, με κύρια πρόθεση  των κυβερνώντων την ποινικοποίηση των δυναμικών μορφών εργατικής διαμαρτυρίας. Η στοχοποίηση και δίωξη συγκεκριμένων συνδικαλιστών εξυπηρετούσε δύο σκοπούς: Αφενός αποστερούσε το συνδικαλιστικό κίνημα  από το πρωτοπόρο στελεχικό δυναμικό του, αφετέρου αποσκοπούσε στο «σωφρονισμό» των υπολοίπων.

Κρατούμενοι στις φυλακές της Αίγινας, την περίοδο που ίσχυε το «Ιδιώνυμο»

Για τα σωματεία που βρίσκονταν υπό κομμουνιστική επιρροή υψώνονταν ανυπέρβλητα εμπόδια, για την ίδρυση, λειτουργία και δράση τους. Το τιμωρητικό πλαίσιο έδινε τη δυνατότητα άρσης της συνδικαλιστικής τους νομιμότητας ανά πάσα στιγμή και έθετε εν αμφιβόλω την υπόταση τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η διάλυση «κομμουνιστικών σωματείων» έγινε βασική πρακτικήΗ απαγόρευση της Καπνεργατικής Ένωσης Καβάλας και του Ενωτικού Κέντρου Καβάλας ήταν δύο μόνο περιστατικά σε ένα μακρύ κατάλογο.  Αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί η διάλυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ  (υπό την επιρροή του ΚΚΕ) τον Ιανουάριο του 1930.

Η κρατική παρέμβαση όσο προωθούσε την απομόνωση των κομμουνιστών, τόσο επιδίωκε την ενσωμάτωση των ενδοσυνδικαλιστικών τους αντιπάλων στον κρατικό μηχανισμό. Ευνοήθηκε λοιπόν η δημιουργία ενός στρώματος συνδικαλιστών, που αποσκοπούσαν στην απόσπαση ωφελημάτων από τη συνδικαλιστική τους δράση. Επειδή όμως η ευρωστία του ελληνικού συνδικαλισμού ήταν περιορισμένη, το κενό κάλυψε η αθρόα χρηματοδότηση της ΓΣΕΕ από το κράτος. Το γεγονός ότι η κυριότερη πηγή εσόδων της συνομοσπονδίας ήταν το κράτος, επιβεβαιώνει την οικονομική της εξάρτηση και την προσπάθεια κρατικής κηδεμονίας του συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτού του είδους η κρατική παρέμβαση δημιούργησε και διαιώνισε τον «εργατοπατερισμό». Για να μπορούν να απολαμβάνουν υλικά οφέλη οι «εργατοπατέρες», φρόντιζαν να διατηρούν κάποιου είδους «πελατεία», την οποία κινητοποιούσαν ή αδρανοποιούσαν ανάλογα με τις με τις περιστάσεις. Η διανομή ωφελημάτων ξεκινούσε από τα υψηλά ιστάμενα συνδικαλιστικά στελέχη και διαπερνούσε όλες τις βαθμίδες των συνδικαλιστικών οργανώσεων και πιο συγκεκριμένα τις διοικήσεις τους. Το προκάλυμμα της κρατικής επιχορήγησης στη ΓΣΕΕ ήταν τα βοηθήματα για τους ανέργους. Αυτά με τον τρόπο διανομής τους και τη σταδιακή υπεξαίρεση τους, μετατρέπονταν σε μηχανισμό πολιτικού προσεταιρισμού. Εκτός όμως από τους αποσπασματικούς τρόπους χρηματοδότησης, η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων προέβλεψε την πάγια και νομοθετικά ρυθμισμένη οικονομική εξάρτηση του συνδικαλισμού: Τον Ιούλιο του 1931 δημοσιεύτηκε νόμος για την ίδρυση της Εργατικής Εστίας. Σκοπός της ορίστηκε η ανέγερση κτηρίων για τις επαγγελματικές οργανώσεις «των οποίων οι σκοποί δεν αντίκειται προς τους ισχύοντας νόμους».

Συνοψίζοντας, η κρατική παρέμβαση στο εργατικό κίνημα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου είχε αρχικά ρυθμιστικό χαρακτήρα (η κυβέρνηση Βενιζέλου με το νόμο 281/1914 παρείχε τη δυνατότητα νομικής αναγνώρισης στα σωματεία). Πρόκειται για την περίοδο που το εργατικό κίνημα δεν είχε δείξει τη δυναμική του, ούτε είχε ιδρυθεί το ΣΕΚΕ. Μετά από τη βραχύβια φάση «ανοχής», η κρατική επέμβαση άρχισε να ακολουθεί μεθόδους περιοριστικού χαρακτήρα. Η ροπή από τον περιορισμό στην καταστολή, δεν άργησε. Τα μικρής διάρκειας δικτατορικά καθεστώτα της δεκαετία του 1920, χρησιμοποίησαν πρακτικές ακραία κατασταλτικές αντιμετωπίζοντας την εντεινόμενη εργατική διαμαρτυρία.[i] Το προηγούμενο αυτό, αντί να το απορρίψουν, οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις το ενστερνίστηκαν, επιλέγοντας πλέον όλο και πιο αυταρχικές λύσεις. Κορύφωση αυτής της διαδικασίας ήταν η ψήφιση του «ιδιωνύμου» από την κυβέρνηση Φιλελευθέρων και η αξιοποίηση του κυρίως εναντίον των ριζοσπαστικών τάσεων του συνδικαλιστικού κινήματος. Αν όμως η καταστολή προτιμήθηκε στην περίπτωση των κομμουνιστών, δεν ίσχυσε το ίδιο για τους ενδοσυνδικαλιστικούς τους αντιπάλους. Αυτοί ενισχύθηκαν υλικά, οργανωτικά και πολιτικά.  Η εδραίωση τους επιδιώχθηκε από το κράτος, αφενός για να διαμορφωθεί μια επίφαση δημοκρατικότητας και συναίνεσης, αφετέρου γιατί η ενίσχυση τους κατανοούταν ως μέσω αποδυνάμωση και περιθωριοποίησης των κομμουνιστών.

Οι κατευθύνσεις που επιλέχθηκαν δεν ήταν μονόδρομος. Θεωρήθηκαν όμως ενδεδειγμένες από το ελληνικό πολιτικό σύστημα του Μεσοπολέμου. Η δυσανεξία στην εργατική διαμαρτυρία εντάθηκε μετά την ήττα στη μικρασιατική εκστρατεία, καθώς η κυρίαρχη ιδεολογία στράφηκε στην υπεράσπιση της εσωτερικής τάξης.Όμως πλέον, το πλέγμα εξουσίας έπρεπε να λάβει υπόψη του ένα νέο παράγοντα που έκανε την εμφάνιση στην πολιτική σκηνή της χώρας, το ΚΚΕ. Η δράση του, ανεξάρτητα από την εμβέλεια της, σε μια περίοδο συσσωρεμένων κοινωνικών προβλημάτων, που δημιουργούνταν από το προσφυγικό ζήτημα και τη διαδικασία εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας, θεωρήθηκε αυτόματα πρόκληση για το κοινωνικό-πολιτικό σύστημα. Μάλιστα, η «σύμπτωση» της εντεινόμενης εργατικής διεκδικητικότητας και της δραστηριοποίησης του κομμουνιστικού κόμματος, οδήγησαν τους κρατούντες σε έναν πολιτικό αναγωγισμό: Ερμήνευσαν την εργατική διαμαρτυρία ως κομμουνιστική απειλή. Από ‘κει και πέρα, η τελετουργική επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου αποτέλεσε το προκάλυμμα για τη χρησιμοποίηση κάθε είδους κατασταλτικών μέσων εναντίον του εργατικού κινήματος.

Τη διαδικασία αυτή αποτύπωσε με τον πιο οξυδερκή τρόπο ένας απροσδόκητος αφηγητής, ο άγγλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη στην αναφορά του για τα γεγονότα του Μαΐου του 1936:  «Κάθε φορά που εκδηλώνεται εργατική δυσαρέσκεια σε αυτήν την περιοχή, οι αρχές αντί να επιζητούν μια κάποια ριζική θεραπεία του κακού, τείνουν να την αποδίδουν αυτόματα σε κομμουνιστική προπαγάνδα την οποία αισθάνονται ότι πρέπει να καταπνίξουν. Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει κομμουνιστική οργάνωση στη Θεσσαλονίκη, πιθανώς σε άμεση επικοινωνία με τη Μόσχα, δουλειά της οποίας είναι να υποθάλπει ταραχές και να εκμεταλλεύεται όλα τα εργατικά παράπονα, η εργατική αναταραχή οφείλεται περισσότερο σε εργατική δυσαρέσκεια για τα μόνιμα κακά, παρά σε κομμουνιστική προπαγάνδα. Στη ρίζα του κακού βρίσκεται η μεγάλη οικονομική αθλιότητα που επικρατεί στις εργαζόμενες τάξεις. Το γενικό εισόδημα βρίσκεται επί χρόνια πολύ χαμηλά και οι μισθοί των νέων εργατών και υπαλλήλων, ειδικά μετά την εισροή των προσφύγων μόλις και με τα βίας επαρκούν για να τους κρατήσουν ζωντανούς. […] Η δυσαρέσκεια θα είχε εδώ και πολύ καιρό βρει έκφραση σε ταραχές, αν οι διάφοροι δικτάτορες δεν επέβαλλαν αυστηρούς περιορισμούς σε βάρος των αντίθετων απόψεων».  Αξίζει να σημειωθεί ότι η διολίσθηση του πολιτικού συστήματος προς αυταρχικές λύσεις τροφοδοτήθηκε και από την αντίδραση των εργοδοτών. Αυτοί, αντιμετώπιζαν εχθρικά κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα και για αυτό υποκινούσαν την κατασταλτική δράση του κράτους.

[i] Η αλλαγή πλεύσης αποτυπώθηκε στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η γενική απεργία του 1923. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη πρόκληση του εργατικού κινήματος, μετά τη γενική απεργία του 1919, με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπο το ελληνικό κράτος. Η επαναστατική επιτροπή Πλαστήρα-Γονατά χρησιμοποίησε πρωτοφανή μέσα για την απόκρουση της. Η αιματηρή καταστολή, με απολογισμό 11 νεκρούς εργάτες, εγκαινίασε μεγαλόφωνα τη νέα στάση του κράτους απέναντι στο εργατικό κίνημα. Ακολουθήθηκε δε από την απόφαση για διάλυση όλων των σωματείων και απαγόρευση της συνδικαλιστικής δράσης. Οι δικαστικές και αστυνομικές αρχές ανέλαβαν να υλοποιήσουν την απόφαση εισβάλλοντας σε εργατικά κέντρα, κατάσχοντας τα αρχεία και τα περιουσιακά στοιχεία των σωματείων και συλλαμβάνοντας συνδικαλιστές. Η επαναλειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων επετράπη, μετά την πάροδο αρκετών μηνών, τον Δεκέμβρη του 1923. Η διαδικασία προέβλεπε τη σύσταση προσωρινών διοικήσεων, που έπρεπε να εγκριθούν από την εποπτική αρχή ή την αστυνομία, και την πραγματοποίηση εκλογών τον Ιανουάριο του 1924.[i]

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως αυτές οι αυταρχικές πρακτικές αποτελούν παρέκκλιση μιας κυβέρνησης μη κοινοβουλευτικά εκλεγμένης. Οι ενέργειες της επαναστατικής επιτροπής Πλαστήρα-Γονατά ήταν πράγματι ακραία κατασταλτικές και από αυτή τη σκοπιά αποτέλεσαν τομή, σε σχέση με τις προηγούμενες μεθόδους κρατικής παρέμβασης στο εργατικό κίνημα. Απ’ την άλλη όμως, η δράση στηρίχθηκε στο προϋπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, που της παρείχε τη δυνατότητα διάλυσης των σωματείων και είχε θεσπιστεί από κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει τις τάσεις συνέχειας, από τις οποίες διεπόταν ο κρατικός παρεμβατισμός στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Πηγή: Το Περιοδικό

© I for Interview team

Σε περίπτωση που επιλέξατε να αναδημοσιεύσετε κάποιο κείμενό μας στο δικό σας site, σας ευχαριστούμε ιδιαίτερα εκ των προτέρων για την προτίμηση! Ωστόσο,  να σας υπενθυμίσουμε το πόσο ευχάριστο και δίκαιο είναι να ακολουθούνται οι δεοντολογικοί κανόνες που ορίζουν τη σωστή και λειτουργική αναφορά στην αρχική  πηγή ( δλδ. αναγραφή πλήρους ονόματος του site μας και ενεργό link που ανακατευθύνει στο πρωτότυπο άρθρο). Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζετε τον κόπο και τη δουλειά μας και σας ευχαριστούμε διπλά!

Leave a Reply

Your email address will not be published.

*

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Φρέσκα άρθρα στο Χαρτοφύλακας

Στην Κορυφή