Περνούν οι εργάσιμες από το ημερολόγιο μας, σκέτες μουτζούρες με στυλό και εμείς δε προλαβαίνουμε καν να αναρωτηθούμε πώς είναι να ζεις χωρίς να «πρέπει».
Σβήνουμε ημερομηνίες και γράφουμε εργασιακά μίλια σε ένα ταξίδι που έχει ως μόνο προορισμό «τι»; Μια σύνταξη, τα ξέγνοιαστα γερατειά μας, την εξασφάλιση μίας ιδιόκτητης στέγης, τις σπουδές των παιδιών μας, μία καβάτζα με 50ευρα για ώρα ανάγκης ή 2 εβδομάδες σε ένα ελληνικό νησί για φέτος το καλοκαίρι;
Δουλεύουμε και ζούμε σα δούλοι και αυτό δεν είναι απαραίτητα απόρροια των εργασιακών συνθηκών που μας περιβάλλουν. Είμαστε δούλοι και υπόχρεοι στο χρήμα και αυτό με τη σειρά του, μας υποδουλώνει στον εργοδότη ή ακόμα και στον εαυτό μας αν είμαστε μαγαζάτορες ή ελεύθεροι επαγγελματίες.
Σχηματοποιούμαστε από τις απαιτήσεις και τα “πρέπει” της δουλειάς μας. Διαχειριζόμαστε τις ζωές μας με γνώμονα τη δουλειά μας. Μπαίνουμε σε ένα αόρατο καλούπι που όσο περνάν τα χρόνια το συνηθίζουμε. Ποιες μέρες θα διασκεδάσεις, ποιες μέρες θα ξενυχτήσεις, ποιες μέρες είναι για εκδρομή, ποιες είναι για συμμόρφωση;
Κάθε φορά που ανοίγω αυτή τη κουβέντα, χάνω την υπομονή μου και την ελπίδα μου για το ανθρώπινο είδος. Η δουλοπρέπεια είναι η νέα μόδα της εποχής, είναι το must της λιτότητας, της οικονομικής κρίσης. Παλιά είχαμε το βόλεμα, τώρα έχουμε ένα υπόκωφο «Σσσσσςςς» να μας τριγυρίζει.
Μη μιλάς – μην αντιμιλάς – μην παραπονιέσαι. Αυτό είναι το τρίπτυχο του σοφού εργαζόμενου που διεκδικεί το όσκαρ καλής ερμηνείας για φέτος.
«Δόξα τω Θεώ, δουλίτσα να ‘χουμε.» / «Μην το συζητάς! Η δουλειά πάνω από όλα» / «Ε, τι να κάνεις; Αν πρέπει, θα το ανεχτείς και αυτό». Αυτές είναι οι αγαπημένες του φράσεις.
Πρώτα ήρθε η ανεργία, μετά ήρθαν οι περικοπές, μετά τα ξεβολέματα και έφτασε η δουλοπρέπεια να πάρει τη σκυτάλη.
Σφιγμένοι, σκυθρωποί, έτοιμοι να σκύψουν, απανταχού υπάλληλοι έχουν ενωθεί και τελούν ανθρωποθυσίες σε βωμούς πολυεθνικών και μικρών επιχειρήσεων. Θυσιάζουν τις ζωές τους, τα νιάτα τους, την αγάπη, τον ύπνο και την υγεία τους.
Τις προάλλες, μου είπε κάποια, πως αν την έβριζε το «μεγάλο αφεντικό» θα «το κατάπινε». Στη τελική, λέει, αφού αυτός πληρώνει, αυτός έχει και ένα ακαταλόγιστο συμπεριφοράς.
Ο άλλος, στα 30 του με δύο πτυχία, προσεύχεται στο Θεό του, ώστε να είναι καλός ο νέος του εργοδότης αφού όπως και να έχει, είναι αποφασισμένος ότι θα υπομείνει την όποια ανάρμοστη συμπεριφορά του τύχει.
Μια 50χρόνη προχτές με 28 χρόνια συνεχόμενης εργασίας σε Δημόσιο φορέα (Αρχικελευστίνα στο ΠΝ), ανέφερε ότι πρέπει να κάνει κι άλλο μπότοξ για να επιμηκύνει την «ομορφιά» της μπας και μπορέσει να κρατήσει την ευνοϊκή της θέση στην υπηρεσία της «Πρέπει», έλεγε, «να είμαι αρεστή σε όλους τους άνδρες εκεί μέσα!».
Είπα σε μια 26χρονη γλυκιά κοπέλα, ότι δε θα ήθελα αύξηση αν είναι να δουλεύω παραπάνω μέσα στην ημέρα μου. Δεδομένου ότι μου επαρκούν και με το παραπάνω τα χρήματα που βγάζω , θα προτιμούσα μείωση μισθού με αντάλλαγμα να δουλεύω 2 ώρες λιγότερες την ημέρα. Δε θέλω λεφτά, χρόνο θέλω. Με κοιτούσε με απορία.
Στο καπνιστήριο κάποιος έκανε χαβαλέ, «Έρε και να σχολούσαμε στις 16:00». Έσκασαν όλοι στα γέλια. Ένας συνάδελφος δεν το βρήκε και τόσο αστείο. Κοιταχτήκαμε για λίγο σιωπηλά, σχεδόν συνωμοτικά.
Νιώθω ότι είμαι στο Μάτριξ και όλοι γύρω μου έχουν επιλέξει την ψευδαίσθηση. Πήραν όλοι τους ένα μπλε χάπι και πήγαν την άλλη μέρα στην ίδια δουλειά, από τον ίδιο δρόμο, με τα ίδια μούτρα, σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Είναι κανείς εκεί έξω με τα μάτια ανοιχτά;
Γράφει η Αμάντα Πατσοπούλου