fbpx

Όσα μάθαμε ψάχνοντας για εργασία

Ο μύθος του «ΕΓΩ» και η «ιερότητα» της ατομικής ιδιοκτησίας | Μέρος 2ο

στo Χαρτοφύλακας

Θέλω να λαμβάνω τα νέα άρθρα του IforINTERVIEW με e-mail.

Στείλε μας την ιστορία σου

Διάβασε το Μέρος Ι εδώ

Ποιος αλήθεια και για ποιο λόγο επανασυνδέει την ανθρώπινη ιστορία με τον υποτιθέμενο «θεό», εκτός από το για να κρύψει την εγκληματική φύση της ατομικής ιδιοκτησίας και τις ευθύνες της εκάστοτε ταξικής ιδιοκτησίας;

Αυτός ο «ποιος» ήταν βασικά ο Τζον Λοκ[22], ο «πατέρας του φιλελευθερισμού»[23], ο θεωρητικός της μετάβασης από τη θεοκρατική φεουδαρχία και το μοναρχισμό στη μεταφυσικά θεμελιωμένη κεφαλαιοκρατία και στον κοινοβουλευτισμό, σκληρό πυρήνα των οποίων θεωρεί την ατομική ιδιοκτησία πάνω στη γη, τη βίαιη και παράνομη απόκτηση-κατοχή της οποίας δικαιώνει και νομιμοποιεί ως υπακοή των σφετεριστών της στην οφθαλμοφανώς διαστρεβλωμένη εντολή τού, από τους ίδιους κακότεχνα κατασκευασμένου, υποτιθέμενου «θεού»: «κατακυριεύσατε την γην».

Η σκοπιμότητα αυτής της αυθαίρετης και παράλογης αντίληψης είναι προφανής. Να αποσπαστεί ο άνθρωπος από τη Φύση και την κοινωνία που πραγματικά τον δημιούργησαν και να εμφανιστεί ως «δημιούργημα του θεού», ενός μη όντος, αντικειμενικά ανύπαρκτου και φανταστικού δημιουργήματος, στο οποίο τάχα ανήκουν η γη, όλα τα όντα, οι άνθρωποι και κάθε μορφή πλούτου, η διαχείριση των οποίων υποτίθεται ότι ανατίθεται, από το δόλια δημιουργημένο μη ον, στους εκάστοτε αυτόχριστους εκπροσώπους του στη Γη, με μόνη τη διαφορά ότι τώρα αυτοί δεν είναι οι σχεδόν αόρατοι βασιλιάδες και ο ανώτατος κλήρος, αλλά οι ορατοί «αντιπρόσωποι του λαού», δηλαδή τα μέλη του αστικού κοινοβουλίου που λειτουργούν ως υπάλληλοι των αθέατων μεγιστάνων του πλούτου. Με αυτόν τον τρόπο η εκάστοτε εξουσία φετιχοποιεί, δηλαδή θεοποιεί, τον εαυτό της, τη σκοταδιστική ιδεολογία και την εξουσιαστική βία της, για να μπορεί ανενόχλητη να ιδιοποιείται τον φυσικό και κοινωνικό πλούτο σε βάρος της εργαζόμενης κοινωνίας. Για να μπορούν κάποιοι άνθρωποι, που ασκούν «το επάγγελμα των όπλων»[25] και των νόμων, αφού «το δικαίωμα της ιδιοκτησίας είναι έργο πολεμικό», «να φτάσουν να έχουν ιδιοκτησία διάφορων μερών εκείνου που ο θεός έδωσε στην ανθρωπότητα από κοινού, και ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει χωρίς καμιά ρητή σύμβαση μεταξύ όλων των μελών της κοινότητας».

Και για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση αναφορικά με την έκταση του λεγόμενου δικαιώματος της εαυτοκτησίας και ως απάντηση στον αντίλογο που διατύπωναν αντιπολιτευόμενοι επαγγελματίες πολιτικοί και ανυπότακτοι πολιτικοί φιλόσοφοι ότι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους ίσοι και ότι η συνεργασία και η αρμονική κοινωνική συμβίωσή τους είναι η υπέρτατη κοινωνική αξία, οι απολογητές συμπλήρωναν ότι «η εργασία ενός ανθρώπου αποτελεί τόσο αδιαμφισβήτητα ιδιοκτησία του, ώστε μπορεί ελεύθερα να την πουλήσει έναντι μισθού. Ένας ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να πουλήσει σε άλλον ‘για ορισμένο χρονικό διάστημα την υπηρεσία που αναλαμβάνει να προσφέρει, έναντι μισθού που πρόκειται να λάβει’. Αλλά η εργασία που έχει πουληθεί με αυτόν τον τρόπο γίνεται ιδιοκτησία του αγοραστή, οποίος τώρα δικαιούται να ιδιοποιηθεί το προϊόν αυτής της εργασίας». Έτσι όμως γίνεται ολοφάνερο ότι το δικαίωμα εαυτοκτησίας των εργαζόμενων και για όσο χρόνο πωλούν την εργασία τους, δηλαδή τον εαυτό τους, τους καθιστά ιδιοκτησία των αγοραστών της εργασίας τους και συνεπώς η ελευθερία τους αίρεται, αφού η ελευθερία ταυτίζεται με την ιδιοκτησία, οπότε γίνεται φανερό πως εδώ οι πολιτικοί φιλόσοφοι και απολογητές του καπιταλισμού δεν μιλάνε για την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά για την εγκληματική ασυδοσία των αστών, των καπιταλιστών πάνω στην εργαζόμενη κοινωνία-ανθρωπότητα, αφού μόνο αυτοί μπορούν να ιδιοποιούνται τα προϊόντα ξένης εργασίας.

Η παρακάτω ομολογία τού, και «πατέρα του καπιταλισμού» από κάποιους αποκαλούμενου, Τζον Λοκ είναι αποκαλυπτική: «Η εργατική τάξη είναι αναγκαίο μέρος του έθνους, αλλά τα μέλη της δεν είναι και δεν έχουν δικαίωμα να είναι πλήρη μέλη του πολιτικού σώματος, και δεύτερον, ότι τα μέλη της εργατικής τάξης δεν ζουν και δεν μπορούν να ζήσουν μια πλήρη έλλογη ζωή. Ο όρος ‘εργατική τάξη’ εδώ συμπεριλαμβάνει και τους ‘εργαζόμενους φτωχούς’ και τους ‘άνεργους φτωχούς’, δηλαδή όλους όσοι είναι εξαρτημένοι είτε από την εργοδοσία, είτε από τη φιλανθρωπία, είτε από το πτωχοκομείο, επειδή δεν έχουν δική τους ιδιοκτησία». Μάλιστα, ο Τζον Λοκ, ως ευσεβής και καλός ‘χριστιανός’ συνεχίζει και διευκρινίζει ότι «τα παιδιά των ανέργων ‘ηλικίας άνω των τριών ετών’ αποτελούν αναίτια βάρος για το έθνος και πρέπει να πιάσουν δουλειά και να αναγκαστούν να παράγουν περισσότερα από τα έξοδα διαμονής τους». Και όλα αυτά τα άκρως αποκαλυπτικά και ιδιαίτερα παράλογα, ο Λοκ τα απέδιδε στην «ανθρώπινη φύση», όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν φυσικά, επειδή, τάχα, «οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ανίκανοι να κυβερνούν τη ζωή τους σύμφωνα με τον νόμο του Λόγου, πράγμα που σημαίνει ότι μια πολιτική κοινωνία με νομικές κυρώσεις και μια Εκκλησία με πνευματικές κυρώσεις είναι αναγκαία για να τους κρατήσει στην τάξη». Καταλήγει όμως στη διαπίστωση ότι η διαφορά της ορθολογικότητας δεν είχε εμφυτευθεί σ’ αυτούς από το θεό ή τη Φύση, αλλά «την αποκτούν κοινωνικά μέσω των διαφορετικών οικονομικών θέσεών τους», αφού «το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας δεν έχει χρόνο για μόρφωση και για την εκμάθηση της λογικής και για τις λεπτεπίλεπτες διακρίσεις των σχολαστικών, αφού όταν το χέρι δουλεύει το αλέτρι και την αξίνα, το κεφάλι σπάνια υψώνεται προς τις μεγάλες ιδέες». Βέβαια, όλες αυτές οι σοφιστείες δεν είναι ούτε σοφίες ούτε Λογική ούτε επιστήμη, επειδή είναι απλά εξουσιαστικός ταξικός κυνισμός, ο κυνισμός του κεφαλαίου και της ατομικής ιδιοκτησίας που μισούν τον άνθρωπο και την κοινωνία του.

Την ίδια αντίληψη εκφράζει, όπως είδαμε παραπάνω, και ο Γερμανός φιλόσοφος Ιμμάνουελ Καντ. Αλλά και στο κοινωνικό μοντέλο των τριών τάξεων του Χέγκελ, δηλαδή της μεγαλογαιοκτημονικής αριστοκρατίας που χρησιμοποιεί ξένη εργατική δύναμη αγρεργατών, των καπιταλιστών που χρησιμοποιούν εξαρτημένη εργασία και των αγροτών που καλλιεργούν μόνοι τους τη γη τους, μόνο η ατομική ιδιοκτησία αποτελεί το κριτήριο της ύπαρξης της προσωπικότητας και συνεπώς της ιδιότητας του Πολίτη που ανήκει σε μια από τις παραπάνω κοινωνικές τάξεις. Οι ακτήμονες, συνεχίζει ο Χέγκελ, οι άνεργοι, οι περιθωριοποιημένοι δεν μπορούν να ανήκουν σε καμιά κοινωνική τάξη, βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας και το καλύτερο γι’ αυτούς και για τη χώρα θα ήταν να προωθηθούν ως μετανάστες στις αποικίες, για να δημιουργήσουν ατομική ιδιοκτησία και πλούτο. Παραπέρα ο Χέγκελ θεωρεί αναγκαιότητα την ατομική ιδιοκτησία, παρά το γεγονός ότι αποδέχεται πως αυτή θα οδηγήσει σε συσσώρευση πλούτου, σε μεγάλες κοινωνικές ανισότητες στη μορφή της βαρβαρότητας, αλλά φαίνεται να ελπίζει ότι ένας «καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» θα περιορίσει τις συνέπειες των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Η επιλογή των σκοταδιστικών και εξουσιαστικών ιερατείων να αναδείξουν την ατομική ιδιοκτησία σε δικαίωμα δικαιωμάτων, πάνω από το οποίο δεν υπάρχει άλλο δικαίωμα, αποσκοπεί στην ιεροποίηση της ατομικής ιδιοκτησίας με αποτέλεσμα την αποϊεροποίηση της ζωής, της ελευθερίας και του αγώνα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού για την κοινωνική ισότητα, για έναν καλύτερο κόσμο.

Όλες αυτές οι αντιλήψεις των θεμελιωτών της αστικής ιδεολογίας, περί αδυναμίας ή ανικανότητας των εργαζόμενων να μάθουν χρήσιμα γι’ αυτούς τους ίδιους και για την κοινωνία τους πράγματα, έχουν παταγωδώς διαψευστεί, γιατί, παρά τις τεράστιες και στοχευμένες μαθησιακές δυσκολίες που θέτει το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας και της κοινωνικής ανισότητας για «να μην τρώμε από το δέντρο της Γνώσης του καλού και του κακού», οι περισσότεροι εργαζόμενοι γνωρίζουν απέξω κι ανακατωτά το παραμύθι του εβραϊσμού-ιουδαϊσμού στην παλιά και στη νέα του εκδοχή, τους κατασκευασμένους μύθους της ζωής των «θαυματοποιών» αγίων, το κοράνι, τα ταλμούδ, τις βέδες και όσα άλλα «ων ουκ έστιν αριθμός», γιατί αυτά τους επιτρέπουν και τους παροτρύνουν τα σκοταδιστικά και τα εξουσιαστικά ιερατεία να μάθουν. Αν σε όλα αυτά τα «σωτήρια» προσθέσει κανείς τις τεράστιες «γνώσεις» που αποκτούν πολλές γυναίκες για τα κουτσομπολιά που αφορούν τόσο τις γειτόνισσες όσο και τους/τις σταρ του Χόλυγουντ, την αστρολογία και το «φλιτζάνι», τη χειρομαντεία και τη χαρτομαντεία, αλλά και πολλοί άντρες για τις «ομαδάρες τους», για τις επιδόσεις και τις μεταγραφές των «αγίων γκολτζήδων της Εκκλησίας της στρογγυλής θεάς», για τις «παράγκες» και για τη διεθνή μαφία του ποδοσφαίρου, τότε σίγουρα είναι βέβαιο ότι, με διαφορετικό πρόγραμμα καθολικής τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης, η επιστημονικά έγκυρη και κοινωνικά χρήσιμη πανανθρώπινη Γνώση θα ήταν τόση και τέτοια που ο ανθρώπινος πολιτισμός θα βρισκόταν χιλιάδες χρόνια μπροστά και δεν θα κινδύνευε από την απάνθρωπη και καταστροφική καπιταλιστική βαρβαρότητα για τη διαιώνιση της ατομικής ιδιοκτησίας και της κοινωνικής ανισότητας. Το γεγονός μάλιστα ότι πολλοί εργαζόμενοι καταφέρνουν ν’ ανεβούν στην κορυφή των επιστημών και οι περισσότερες τεχνικές εξελίξεις ξεκινούν από τις εμπειρίες και τις προτάσεις των απλών εργαζόμενων, δείχνει ότι όλα τα ανθρώπινα όντα έχουν μυαλό και όραμα ικανό για την οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου, φτάνει να μην εμποδίζονται συστηματικά και βίαια από ρατσιστικές και κοινωνικές διακρίσεις και από συνθήκες άνισων ευκαιριών. Έτσι όμως προκύπτει το ερώτημα: Γιατί τόσοι «σοφοί» είπαν και έγραψαν τόσα οφθαλμοφανώς παράλογα πράγματα; Λόγος παράλογος; Όχι, είναι λόγος εξουσιαστικός, λόγος συστημικός, που εκφράζει τις επιλογές και τα συμφέροντα της ανερχόμενης τότε και παρακμάζουσας τώρα αστικής τάξης, μέσω αντιφατικών θέσεων και θεωριών σοφών ανθρώπων, οι οποίοι αποτελούν δημιούργημα αυτής της εποχής και επιλέγουν ως συνειδητοποιημένοι αστοί «διανοητές» να υπηρετούν την τάξη τους και τα συμφέροντά τους.

Η εκδοχή του εξορθολογισμού των οικονομικών σχέσεων και κοινωνικών θέσεων μεταξύ των ανθρώπων με σκοπό την εξοικονόμηση χρόνου για μόρφωση και για μεγάλες ιδέες των εργαζόμενων ανθρώπων δεν ταίριαζε στο κοινωνικό μοντέλο του Λοκ, των συγχρόνων του και όσων άλλων φιλελεύθερων πολιτικών φιλοσόφων τον ακολούθησαν γι’ αυτό «θα έπρεπε ο χριστιανισμός, ως μια ‘απλή ορθολογική, ηθική θρησκεία’ […] να μετατρέψει τους ηθικούς κανόνες του Ευαγγελίου σε δεσμευτικές εντολές, γιατί χωρίς υπερφυσικές κυρώσεις η εργατική τάξη είναι ανίκανη να ακολουθήσει μιαν ορθολογική ηθική. […] Για τους μεροκαματιάρηδες και τους βιοτέχνες, τις γεροντοκόρες και τις γαλατούδες […] η πίστη σε απλές εντολές είναι ο βέβαιος και ο μόνος δρόμος που θα τους οδηγήσει στην υπακοή και στην πρακτική εφαρμογή. Το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας δεν μπορεί να γνωρίζει και συνεπώς πρέπει να πιστεύει». Βέβαια, το τι θα πρέπει να πιστεύει, αυτό το επιλέγει η εκάστοτε εξουσία με τη μορφή του εκπαιδευτικού προγράμματος, του Φόβου των «εντολών του θεού», των νόμων, των συμβουλών του ατομικού «πνευματικού», του εξομολογητή, με τη συλλογική πλύση εγκεφάλων και με την πνευματική τρομοκρατία του μισάνθρωπου, αρνητή της ζωής και θανατόφιλου φανατικού ιεροκήρυκα από τον άμβωνα του κυριακάτικου εκκλησιασμού ή με κάθε ευκαιρία τέλεσης των «αγίων μυστηρίων», αλλά και με τα έντυπα, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.

Είναι προφανές ότι όλη αυτή η επιχειρηματολογία περί «φυσικού δικαίου», περί «ιδιοκτησιομανούς» ανθρώπινης φύσης και περί ανεπιδεκτικότητας μάθησης των εργαζόμενων αποσκοπεί στο να εμφανίσει την ατομική ιδιοκτησία ως «φυσικά αναγκαία και κοινωνικά χρήσιμη» για να κρύψει την αντικειμενική πραγματικότητα, ότι η ατομική ιδιοκτησία αποτελεί την κύρια αιτία της κοινωνικής ανισότητας και όσων δεινών αυτή επιφέρει στον άνθρωπο και στην ανθρωπότητα. Στο Δεύτερο Λόγο του ο Ρουσώ, αποτιμώντας την κοινωνική ανισότητα, υποστηρίζει πως αυτή είναι ανύπαρκτη στη φυσική κατάσταση του ανθρώπου, ενώ γίνεται μόνιμη και νόμιμη με την εγκαθίδρυση της ιδιοκτησίας και των νόμων, και πως η οικονομική, πολιτική και κοινωνική ανισότητα είναι αντίθετη προς την ανθρώπινη φύση και το φυσικό δίκαιο και συνεπώς είναι εγωιστική, υστερόβουλη και από κάθε άποψη ανήθικη.

Βέβαια, η υπό διαμόρφωση αστική ιδεολογία θεωρούσε την ατομική ιδιοκτησία αναγκαία για την επιβίωση, την ασφάλεια και την ελευθερία του ατόμου, παραβλέποντας την κοινωνική του υπόσταση και αδυνατώντας ή αποφεύγοντας να κατανοήσει αυτό που οι άνθρωποι από την εποχή της φυσικής τους κατάστασης είχαν κατανοήσει και για όλους αυτούς τους λόγους ταύτισαν τη ζωή τους με συλλογικότητες, κοινότητες και κοινωνίες, για να μη γίνουν κάποιοι λίγοι μεγάλοι ιδιοκτήτες και εξουσιαστές και οι πολλοί να καταλήξουν ακτήμονες εξουσιαζόμενοι, ανασφαλείς, ανελεύθεροι και στερημένοι από τους όρους της υλικής επιβίωσής τους, χωρίς στοιχειώδη ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Γι’ αυτό οι προφήτες του καπιταλισμού, ακόμα και σε ουτοπικές εξιδανικεύσεις της πολιτικής τους φιλοσοφίας, όπως η Ωκεάνα του Τζέιμς Χάρινγκτον, υποστηρίζουν ότι το πρώτο καθοριστικό στοιχείο της εξουσίας σε ένα κράτος είναι η ατομική ιδιοκτησία, κύρια η ατομική ιδιοκτησία στη γη, πράγμα που σημαίνει ότι όσοι στερούνται ιδιοκτησίας, «οι μισθωτοί ή “υπηρέτες”, δεν στερούνται μόνο τα δικαιώματα του πολίτη, και με το σκεπτικό ότι δεν είναι ελεύθεροι πολίτες και κατά συνέπεια δεν είναι σε θέση να μετέχουν στη διακυβέρνηση μιας κοινοπολιτείας, δεν αντιμετωπίζονται ως τάξη μέσα στην κοινοπολιτεία, αλλά ως άνθρωποι που βρίσκονται έξω από αυτήν.

Και επειδή, όπως φαίνεται από τις αντιφάσεις, τις ασάφειες και τις θεωρητικές παλινδρομήσεις τους, όλα φάνταζαν παράλογα και απάνθρωπα, ακόμα και στους ίδιους τους θεωρητικούς θεμελιωτές του φιλελευθερισμού, χρειάστηκε να υποστηρίξουν τη θεωρία του αυτόχειρα, σύμφωνα με την οποία «οι άνθρωποι συμφώνησαν την δυσανάλογη και άνιση κτήση της γης με την απλή σιωπηρή συναίνεσή τους, συναίνεση που δόθηκε έξω από τα πλαίσια της κοινωνίας χωρίς σύμβαση» και προφανώς με τη βία των όπλων, που μεταμορφώθηκε στη βία των θεσμών, των δομών και των λειτουργιών της καπιταλιστικής οικονομίας. Γι’ αυτό, αναφορές όπως «οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως ικανοί να αυτοκυβερνώνται βάσει του νόμου της Φύσεως ή του Λόγου […] ενώ άνθρωποι που έχουν εγκαταλείψει τις αρχές της ανθρώπινης φύσης και ζουν σύμφωνα με κάποιον κανόνα διαφορετικό από εκείνον του Λόγου και της κοινής δικαιοσύνης γίνονται επικίνδυνοι για την ανθρωπότητα» αποτελούν ευπρόσδεκτες αυτοδιαψεύσεις, αν δεν είναι κρίσεις συνείδησης. Και αν δεν αποτελούν υποκρισία και απόπειρα παραπλάνησης, τότε στην καλύτερη περίπτωση αποτελούν την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα του αντικοινωνικού ατομικιστικού φιλελευθερισμού που θεοποιεί το α-κοινωνικό και το αντικοινωνικό άτομο που ο φιλελευθερισμός και στη συνέχεια ο νεοφιλελευθερισμός το φασιστικοποιούν και το στρέφουν ενάντια στην κοινωνία και στην εργαζόμενη ανθρωπότητα.

Ακραίες αντιλήψεις θα πει κάποιος που αγγίζουν τα όρια της εγκληματικής ανηθικότητας. Υπάρχει όμως, σε συνθήκες ακραίων ανισοτήτων, μια ενιαία ηθικότητα που μπορεί κανείς να επικαλεσθεί για να συγκρίνει αντιλήψεις και στάσεις ζωής; Μπορεί ο μεγαλοϊδιοκτήτης μέσων παραγωγής που πλουτίζει σε βάρος ολόκληρης της κοινωνίας να έχει την ίδια ηθική με τα θύματά του, τα οποία τα λεηλατεί εγκλωβίζοντάς τα σε μια αντικειμενικά ανύπαρκτη ‘εαυτοκτησία’ και σε κάποια πλασματική ‘ατομική ιδιοκτησία’ που δεν αποφέρει εισόδημα, αλλά λειτουργεί ως αφιόνι και ως αλυσίδα οικονομικής και κοινωνικής εξάρτησης από τους ελάχιστους μεγαλοϊδιοκτήτες και στο κράτος τους. Ο μεταγενέστερος γερμανός φιλόσοφος Μαξ Στίρνερ, ο πιο ακραίος και κυνικός απολογητής της ατομικής ιδιοκτησίας και του νοσηρού εγωκεντρισμού είναι αποκαλυπτικός και σαφής: «Η ηθικότητα είναι ασυμβίβαστη με τον εγωισμό, επειδή η πρώτη δεν δίνει εγκυρότητα σ’ εμένα, αλλά στον άνθρωπο μέσα σ’ εμένα. Όμως αν το κράτος είναι μια κοινωνία ανθρώπων, όχι μια ένωση από Εγώ από τα οποία το καθένα βλέπει μονάχα τον εαυτό του, τότε το κράτος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ηθικότητα, και πρέπει να μείνει σ’ αυτήν. Συνεπώς, εμείς οι δύο, το κράτος κι εγώ είμαστε εχθροί. Εγώ, ο εγωιστής, δεν έχω στην καρδιά μου την ευημερία αυτής της ‘ανθρώπινης κοινωνίας’. Δεν θυσιάζω τίποτα σ’ αυτήν, μόνο την χρησιμοποιώ, για να μπορώ όμως να την χρησιμοποιώ πλήρως, την μετατρέπω σε ιδιοκτησία μου και δημιούργημά μου, δηλαδή, την εκμηδενίζω και σχηματίζω στη θέση της την ένωση των εγωιστών». Τόσο σαφής θέση μισανθρωπισμού, αντικοινωνικότητας και φασισμού που δεν χρειάζεται και δεν αξίζει σχολιασμό, ούτε και για την αντιφατικότητα της έννοιας ‘ένωση εγωιστών’.

Θα κατανοήσουμε, νομίζω, καλύτερα τις αντιφάσεις του φιλελευθερισμού αν παρακολουθήσουμε μια βασική θεωρητική ακροβασία του ίδιου του Τζον Λοκ: «Είναι σαφέστατο ότι ο θεός, όπως λέγει και ο Βασιλεύς Δαβίδ (Ψαλμοί ριγ΄ 24: ‘την δε γην έδωκε τοις υιοίς των ανθρώπων’), έχει παραδώσει τον κόσμον στους ανθρώπους από κοινού. Αν αυτό όμως θεωρηθεί δεδομένο, ανακύπτει, σύμφωνα με μερικούς, μεγάλη δυσκολία ως προς την δυνατότητα οποιουδήποτε να αποκτήσει ιδιοκτησία. […] Θα επιχειρήσω όμως να δείξω πώς οι άνθρωποι έχουν την δυνατότητα να διαθέτουν ιδιοκτησία σε επιμέρους τμήματα εκείνου που ο Θεός δώρισε στην ανθρωπότητα από κοινού και τούτο χωρίς οποιαδήποτε ρητή σύμβαση μεταξύ των κοινών χρηστών». Και επειδή αντιλαμβάνεται ότι στο συλλογισμό του υπάρχει μια αντίφαση και μια λογική υπέρβαση που υποτιμά τη λογική του «θεού», βέβαια, ως λογική της εξουσίας, που κρύβεται πίσω από το δημιούργημά της το «θεό», σπεύδει να ερμηνεύσει τη λογική του «θεού», ότι τάχα δεν μπορούσε ο «θεός» να θέλει να μένει η γη ακαλλιέργητη[45]. Και γι’ αυτό, επικαλούμενος και πάλι το «θεό», αναφέρεται στην υποτιθέμενη εντολή του υποτιθέμενου «θεού» του Ισραήλ: «Αυξάνεσθε και πληθύνετε και κατακυριεύσατε την Γην». Παραλείπει όμως να αναφέρει ότι ο «θεός του Ισραήλ», ο Γιαχβέ, έδινε εντολή «στον περιούσιο λαό του» να κατακυριεύσει αυτός τη Γη, για να κάνουν οι γιοι του Ισραήλ το έδαφος ατομική τους ιδιοκτησία και όχι κάποιοι άλλοι λαοί και άνθρωποι. Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται περί πλάνης, αλλά περί παραλογισμού και ιδεολογικής απελπισίας που αναπόφευκτα οδηγεί στον ανορθολογισμό.

Ο Τζον Λοκ παρερμηνεύει εδώ ακόμα και ό,τι ο ίδιος θεωρεί «άγιες γραφές», για να δικαιολογήσει τη θέση των βίαιων ιδιωτικοποιήσεων της γης ότι τάχα τα κοινά κτήματα έμειναν χέρσα, πράγμα βέβαια ιστορικά ανακριβές, γιατί για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια τα κοινά κτήματα καλλιεργούνταν από κοινού και μάλιστα προς όφελος ολόκληρης της κοινότητας-κοινωνίας. Είναι φανερό το γεγονός ότι ο «θεός» ως κατασκεύασμα της εκάστοτε κοσμικής εξουσίας έχει να επιτελέσει ένα διττό ρόλο. Το ρόλο του νομιμοποιητικού εργαλείου-μπαλαντέρ στα χέρια των εξουσιαστών δημιουργών του και το ρόλο του αφέντη και τιμωρού προς τους εκάστοτε εξουσιαζόμενους, με σκοπό την διατήρηση της ανισοκατανομής του πλούτου.

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι οι κλασικοί θεωρητικοί θεμελιωτές της ιδεολογίας του κεφαλαίου, που ταύτισαν την ελευθερία του ανθρώπου με την ατομική ιδιοκτησία, δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να δουν ότι «αν καταστήσεις την ατομική ελευθερία συνάρτηση της ιδιοκτησίας, τότε πρέπει να δεχτείς ολόκληρη την κοινωνία της αγοράς. Αν επιμένεις ότι ένας άνθρωπος είναι άνθρωπος ως μοναδικός ιδιοκτήτης του εαυτού του, μόνο στο βαθμό που είναι ελεύθερος από όλες τις σχέσεις εκτός από εκείνες της αγοράς, τότε πρέπει να μετατρέψεις όλες τις ηθικές αξίες σε αξίες της αγοράς», οπότε καταλήγεις στη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα της αντικοινωνικής, ανώνυμης και αφανούς offshore εταιρικής ιδιοκτησίας και της λεγόμενης «εταιρικής κουλτούρας» που ετοιμάζεται να καταπιεί αμάσητη την αστική δημοκρατία και να την ξεράσει ως Demokratur των Golden Boys και των οικονομικών δολοφόνων του σκληρού πυρήνα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Μια μορφή ιδιοκτησίας η οποία τελικά αποκαλύπτει ότι καμιά έμφυτη, δηλαδή φυσική, σχέση μεταξύ ιδιοκτήτη και ιδιοκτησίας δεν υφίσταται, αφού οι περισσότεροι σημερινοί μεγαλοϊδιοκτήτες δεν γνωρίζουν τις διάσπαρτες σε ολόκληρο τον πλανήτη ιδιοκτησίες τους, τις οποίες άλλωστε μισθωμένοι εργάτες τις καλλιεργούν, τις χειρίζονται και τις λειτουργούν και καλοπληρωμένοι ειδικοί επιτελείς και σύμβουλοι τις διαχειρίζονται για λογαριασμό των «κατά νόμον» ιδιοκτητών τους, οι οποίοι έπαψαν πια να προσφέρουν χρήσιμο έργο και συνεπώς η μηχανή της ιστορίας που συνέτριψε τον άχρηστο δουλοκτήτη και φεουδάρχη, θα συντρίψει αναπόφευκτα και τον άχρηστο, επικίνδυνο και καταστροφικό κεφαλαιοκράτη, απελευθερώνοντας την όποια ιδιοκτησία από το άτομό του και επιστρέφοντας την στην κοινωνία-ανθρωπότητα.

Κάποια στιγμή, ο ίδιος Τζον Λοκ κατανόησε ότι το δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας οδηγεί αναπόφευκτα σε ιδιοκτήτες, μεγαλοϊδιοκτήτες και υπεριδιοκτήτες από τη μια μεριά και σε μικροϊδιοκτήτες και μη ιδιοκτήτες από την άλλη, και συνεπώς σε οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Γι’ αυτό πρότεινε, νεκρανασταίνοντας τον Σόλωνα, τον περιορισμό τους σε επίπεδο «δίκαιης ανισότητας» να τον αναλάβει το κράτος με την αστυνόμευση των ανισοτήτων που παράγονται από την ατομική ιδιοκτησία και την ελεύθερη αγορά. Βέβαια, αστυνομία για αστυνόμευση των ανισοτήτων δεν συγκροτήθηκε ποτέ. Συγκροτήθηκε όμως αστυνομία για την προστασία των ανισοτήτων και το αποτέλεσμα ήταν οι μικροϊδιοκτήτες και οι ακτήμονες να προστατεύουν, στο όνομα της κοινής πατρίδας, την ατομική ιδιοκτησία των μεγαλοϊδιοκτητών, δίνοντας ακόμα και τη ζωή τους για την προστασία της ξένης ατομικής ιδιοκτησίας που τους καταδικάζει να ζουν σε συνθήκες στέρησης και εξαθλίωσης. Με αυτό το σκεπτικό και για να διασκεδαστεί η ανησυχία της κοινωνίας, διαμορφώθηκε (κατά το άρθρο 153 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, το 1919) η αντίληψη σύμφωνα με την οποία «η ατομική ιδιοκτησία δεσμεύει τον κάτοχό της να τη χρησιμοποιεί με τρόπο που να εξυπηρετεί ταυτόχρονα και το γενικό καλό», θέμα για το οποίο αποφαίνεται ο ίδιος (;) ο κάτοχος ή/και κάποια εξουσία που ελέγχεται από τον ίδιο και τους ομοίους του;

Υπάρχουν ακόμα μερικοί που υποστηρίζουν πως η μεγάλη ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς η μεγάλη περιουσία «εξυπηρετεί το γενικό καλό» μέσω της προσφοράς αγαθών και της φορολόγησης της. Η εμπειρία όμως δείχνει πως οι μεγάλες ιδιοκτησίες κατά κύριο λόγο παράγουν μέσα και υπηρεσίες στήριξης της εκάστοτε εξουσίας και ως διαπλεκόμενες καταφέρνουν να αποφεύγουν τη φορολόγησή τους, κι επιπλέον γίνονται μεγαλύτερες με τα «κίνητρα» και με την οικονομική υποστήριξη που τους προσφέρει το κράτος από φόρους που παίρνει από τους φτωχούς εργαζόμενους που δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν και να φοροκλέψουν και από το τραπεζικό σύστημα με τα θαλασσοδάνεια που τους χορηγεί από τη λαϊκή αποταμίευση.

Όλα τα σύγχρονα Συντάγματα αναφέρονται ρητά στην προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που η ατομική ιδιοκτησία βλάπτει τη δημόσια ωφέλεια. «Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία που είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της απαλλοτρίωσης». Βέβαια, απαλλοτριώσεις «για δημόσια ωφέλεια» συμβαίνουν σπάνια. Εκείνο που συχνά συμβαίνει είναι να κρατικοποιούνται χρεοκοπημένες ιδιωτικές επιχειρήσεις έναντι ιδιαίτερα υψηλής αποζημίωσης, για να ξαναϊδιωτικοποιηθούν αργότερα, όταν εξυγιανθούν, έναντι ευτελούς αξίας, πολιτική γνωστή και ως ιδιωτικοποίηση των κερδών και κοινωνικοποίηση των ζημιών. Το τελικό συμπέρασμα είναι πως όταν γίνεται κάποια απαλλοτρίωση, αυτό συμβαίνει μόνο προς όφελος των μεγαλοϊδιοκτητών, διαφορετικά τα αστικά δικαστήρια θα επικαλεστούν την υποχρέωση του κράτους να προστατεύσει την ατομική ιδιοκτησία και την ελεύθερη αγορά, η οποία τελικά αποτελεί και την πεμπτουσία του καπιταλισμού. Και επειδή η «δημόσια ωφέλεια» βλάπτεται από την καταστροφή του περιβάλλοντος, από την οικονομική και κοινωνική ανισότητα και φυσικά από τους καταστροφικούς πολέμους που προκαλούνται από τον ανταγωνισμό των ατομικών ιδιοκτησιών, φαίνεται να είναι λογικό και ώριμο το αίτημα για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, ως προϋπόθεση της πραγματικής κατοχύρωσης της ασφάλειας του Εγώ εντός του Εμείς, της καθολικής ευημερίας, της κοινωνικής ισότητας και της πραγματικής ελευθερίας.

Υπάρχει, βέβαια, ένα ψευτοδίλημμα σε επίπεδο αστικής πολιτικής φιλοσοφίας, δηλαδή ιδεολογίας, που θέλει αλληλοαποκλειόμενες την κοινωνική ισότητα και την ελευθερία, που σημαίνει τάχα πως η επιλογή της μιας αποκλείει την άλλη, οπότε όποιος ζητάει κοινωνική ισότητα επιλέγει ανελευθερία και όποιος προτιμάει ελευθερία επιλέγει την κοινωνική ανισότητα. Πίσω από αυτό το σόφισμα κρύβονται οι δυό εναλλακτικές πολιτικές του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, η μια της ατομικής επιχειρηματικότητας και της ελεύθερης αγοράς πράγμα που σημαίνει ότι η ελευθερία νοείται ως ελευθερία του ιδιωτικού κεφαλαίου και η άλλη του κρατισμού και της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, πράγμα που σημαίνει την ελευθερία του ‘συλλογικού καπιταλιστή’, δηλαδή του κρατικομονοπωλιακού κεφαλαίου, με την κοινωνία στο περιθώριο και στις δυό περιπτώσεις. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική αφού η κοινωνική ανισότητα στην αναλογία του 1% εναντίον του 99% αποκαλύπτει την ελευθερία του 1% και την ανελευθερία και συνεπώς και τη δυστυχία του 99% του, σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους διαιρεμένου παγκόσμιου πληθυσμού. Το φαινόμενο, όμως, των κραυγαλέων κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, είναι κοινωνικό, δηλαδή συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων, δηλαδή ωμής, πνευματικής, θεσμικής, δομικής και λειτουργικής βίας κάποιων Εγώ (1%), ως ελάχιστου μέρους, σε βάρος του Εμείς ως Όλον (99%) και δεν είναι βιολογικό, δηλαδή της ανθρώπινης φύσης, όπως θέλουν να το εμφανίζουν αργυρώνητοι νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί και αμαθείς και δόλιοι πολιτικοί εκπρόσωποι του σκοταδισμού και του φασισμού.

Είναι το Εμείς που διαχρονικά δημιούργησε τις σύγχρονες επιστήμες και την σύγχρονη τεχνολογία που μπορούν να μειώσουν τον αναγκαίο, για την καθολική ευημερία, ημερήσιο χρόνο εργασίας στο ένα δέκατο (1/10) του σημερινού και να αυξήσουν τον, αναγκαίο για το ‘εύ ζείν’ και την πνευματική καλλιέργεια όλων μας, ελεύθερο χρόνο κατά τα υπόλοιπα εννέα δέκατα (9/10), φτάνει το Όλον Εμείς, δηλαδή, το 99% της εκάστοτε κοινωνίας και συνολικά της ανθρωπότητας να ξεπεράσει τις οικονομικές και κοινωνικές αντιλήψεις του 19ου και του 20ου αιώνα και να αποφασίσει να επανοικοιοποιηθεί, με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, όσα το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει βίαια και παράνομα σφετεριστεί με κατάληξη την σημερινή καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Για όλα αυτά και για χίλιους ακόμα λόγους, καθημερινά όλο και περισσότερο, όλο και περισσότεροι, συνειδητοποιούμε ότι ζούμε σε έναν εικονικό, σε ένα ψεύτικο κόσμο που στηρίζεται στη βία, στον εξουσιαστικό Φόβο, στην άγνοια και στο ψέμα, στους απατηλούς σκοταδιστικούς μύθους και στις θανάσιμα ανταγωνιζόμενες εξουσιαστικές ιδεολογίες του απάνθρωπου και καταστροφικού κεφαλαίου, που υπονομεύουν το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας. Αυτός ο εφιάλτης μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με την επιστροφή στο Εμείς, στο Όλον Εμείς και στο διαχρονικό όραμα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού για την κοινωνική ισότητα στη μορφή της άμεσης δημοκρατίας, με περιεχόμενο την αταξική κοινωνία, της μοναδικής εγγύησης για την πραγματική ελευθερία του Εγώ, η οποία οφείλει να σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων και αλληλέγγυα να συμβάλει σ’ αυτήν.

 

Πηγή: zenithmag.wordpress.com

© I for Interview team

Σε περίπτωση που επιλέξατε να αναδημοσιεύσετε κάποιο κείμενό μας στο δικό σας site, σας ευχαριστούμε ιδιαίτερα εκ των προτέρων για την προτίμηση! Ωστόσο,  να σας υπενθυμίσουμε το πόσο ευχάριστο και δίκαιο είναι να ακολουθούνται οι δεοντολογικοί κανόνες που ορίζουν τη σωστή και λειτουργική αναφορά στην αρχική  πηγή ( δλδ. αναγραφή πλήρους ονόματος του site μας και ενεργό link που ανακατευθύνει στο πρωτότυπο άρθρο). Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζετε τον κόπο και τη δουλειά μας και σας ευχαριστούμε διπλά!

Leave a Reply

Your email address will not be published.

*

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Φρέσκα άρθρα στο Χαρτοφύλακας

Στην Κορυφή