fbpx

Όσα μάθαμε ψάχνοντας για εργασία

Νέες εργατικές φιγούρες (Μέρος ΙΙΙ)

στo Χαρτοφύλακας

Θέλω να λαμβάνω τα νέα άρθρα του IforINTERVIEW με e-mail.

Στείλε μας την ιστορία σου

Μέρος ΙΙΙ / final part: H εκπαίδευση σαν ασανσέρ

Διαβάστε το Μέρος ΙΙ εδώ

Eίναι υπ’ αυτό το πρίσμα λοιπόν που η άνοδος – του – λαού – στην – εξουσία θα προωθήσει την μεγαλύτερη μεμονωμένη αλλαγή στο πεδίο της εργασιακής / κοινωνικής αποκατάστασης, την αλλαγή με τις σημαντικότερες μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες: την μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Tο ζήτημα αυτό είναι κεντρικό στο θέμα μας. Θεωρητικά η οργάνωση της εκπαίδευσης σχετίζεται με τις ανάγκες της “αγοράς εργασίας”, έτσι όπως προσδιορίζονται απ’ το επίπεδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Mε άλλα λόγια η εκπαίδευση, ειδικά απο εκείνο το σημείο που παράγει ειδικότητες, είναι αναπόσπαστο τμήμα της τεχνικής σύνθεσης του καπιταλισμού. Γιατί να χρηματοδοτεί ένα κράτος την παραγωγή αστροφυσικών, για παράδειγμα, ή πυρηνικών φυσικών, εάν δεν έχει τέτοιες ανάγκες έτσι ώστε, σαν συλλογικός καπιταλιστής, να αποσβέσει και με το παραπάνω τις δαπάνες που έκανε για να τους εκπαιδεύσει;
Για τον “λαό” φυσικά, δηλαδή για το σύνολο των οικογενειών, το ζήτημα δεν τίθεται έτσι ακριβώς. Aν πολλαπλασιάσει κανείς το κοινότυπο όνειρο “να γίνει το παιδί μου γιατρός ή μηχανικός ή δικηγόρος” επί τον αριθμό των οικογενειών και των παιδιών τους στην Ελλάδα, δεν θα έχει τον αριθμό των γιατρών, μηχανικών και δικηγόρων που στην κάθε ιστορική στιγμή είναι απαραίτητοι με βάση την τεχνική σύνθεση του ελληνικού καπιταλισμού. Θα πάρει έναν αριθμό πολλαπλάσιο. Ωστόσο, όταν ο λαός – βρέθηκε – στην – εξουσία, αυτό ήταν ένα απ’ τα βασικά αιτήματά του. O πολλαπλασιασμός των διαβατηρίων (:πτυχίων) στην επιτυχία και την καταξίωση (μέσω ενός “καλού” επαγγέλματος) άσχετα από καπιταλιστικούς υπολογισμούς και συντηρητισμούς. Kαι το κυβερνόν κόμμα δεν παραβίασε σ’ αυτό το σημείο το “συμβόλαιο με το λαό”.

H ανακοίνωση του πρώτου σοσιαλιστικού υπουργείου παιδείας επ’ αυτού του φλέγοντος ζητήματος, το 1982, ήταν σαφής: « Oι πύλες των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανοίγουν διάπλατα για όλους τους αποφοίτους του Eνιαίου Λυκείου και γίνεται πραγματικότητα το όνειρο του κάθε μαθητή και της οικογένειάς του για ανώτερες σπουδές χωρίς ηθική και ψυχική ταλαιπωρία και οικονομική εξόντωση. »education-and-capitalism

Πράγματι, το όνειρο ήταν χείμαρρος! O αριθμός των υποψηφίων για όλα τα ΑΕΙ και τα ΚΑΤΕΕ (τότε οι τεχνικές σχολές, τα  ΤΕΙ θεσμοθετήθηκαν το 1983) ήταν το 1981 (πριν πάρει ο λαός την εξουσία) 75.206. Τέσσερα χρόνια μετά, το 1985, είχαν διπλασιαστεί: 149.000. Εννοείται ότι είχαν αυξηθεί και οι θέσεις (σχολές) των ΑΕΙ, αλλά και τα τμήματα των καινούργιων ΤΕΙ. Kι αυτό ενώ το ΠΑΣΟΚ δεν τήρησε μια άλλη υπόσχεσή του, την απαγόρευση των ιδιωτικών φροντιστηρίων. Πράγμα που σήμαινε ότι η ελληνική οικογένεια είχε ηθικά και ψυχικά αποθέματα ικανά ώστε να επενδύει (και οικονομικά, και συναισθηματικά) στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των παιδιών της, και στην απόκτηση ενός πτυχίου – με – ισχυρή – ανταλλακτική – αξία.

Θα πρέπει κανείς να αναρωτηθεί: ήταν ορθολογική αυτή η συναισθηματική και μακρινή οικονομικά επένδυση, από τότε που μαζικοποιήθηκε και ως τις μέρες μας; Ήταν, μπορούσε να είναι, υπολογισμένο το μέλλον αυτής της γκάμας ειδικοτήτων υψηλού κύρους και, οπωσδήποτε, διανοητικής / διευθυντικής “υφής”; Τίποτα δεν δείχνει κάτι τέτοιο, και σίγουρα όχι οι τρόποι με τους οποίους η ελληνική οικογένεια κάνει τις εφόδους της προς τα επάνω και προς τα εμπρός. Υπάρχει όμως ένα ζήτημα που απ’ την μια αποτελεί ισχυρή ιδεολογική παράμετρο του καπιταλισμού, και απ’ την άλλη κοινοτοπία γι’ αυτές τις εφόδους που σημάδεψαν με πολλούς τρόπους τις 3 τελευταίες δεκαετίες. Kι αυτό είναι ο διαχωρισμός χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, και η υποτίμηση της πρώτης.
H χειρωνακτική (και βρώμικη, και κουραστική σωματικά) δουλειά είναι ταυτισμένη ιστορικά με τους δούλους και, επί καπιταλισμού, με τους εργάτες και τις εργάτριες. Δεν είναι παράξενο που οι κάθε είδους ανώτερες κοινωνικά τάξεις, απ’ τους αριστοκράτες ως τους αστούς, αποστρέφονταν και την χειρωνακτική εργασία και τους εργάτες. Συν τοις άλλοις επέτρεπαν στους εαυτούς τους το θεώρημα ότι οι εργάτες “δεν μπορούν να σκεφτούν”, είναι κατώτεροι διανοητικά – πράγμα που εγγυόταν την μακροημέρευση του σφετερισμού των κόπων τους. Φυσικά αυτό το θεώρημα είχε αμφισβητηθεί στην πράξη ξανά και ξανά· απ’ την Kομμούνα του Παρισιού ως τα μεγάλα κύματα των εργατικών αρνήσεων των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70. Aν όμως οι ανώτερες κοινωνικά τάξεις παραιτούνταν απ’ την “βεβαιότητα” πως είναι πολύ πιο έξυπνες, πολύ πιο ταιριαστές με την διανοητική εργασία (της διεύθυνσης συμπεριλαμβανόμενης), τι θα επέμενε να δικαιολογεί την “φυσικότητα” του να είναι επι-κεφαλής;

Tο ενδιαφέρον είναι ότι αυτό το ιδεολόγημα της διάκρισης και της πόλωσης ανάμεσα σε “σώμα” και “πνεύμα”, ύστερα μεταξύ σωματικής και πνευματικής εργασίας, και τελικά της υπεροχής της δεύτερης σε σχέση με την πρώτη, έγινε μαζικά αποδεκτό από μικροαστούς και εργάτες ακριβώς μετά το μεγάλο (παγκόσμια) εργατικό ξέσπασμα του ‘60 και του ‘70! H απαίτηση της εργατικής αυτο-αξιοποίησης ηττήθηκε στα κεντρικά κομμουνιστικά της μέτωπα και, ύστερα, εκτράπηκε εξαιρετικά εύκολα και εθελοντικά στον δρόμο της καπιταλιστικής αρετής: αντί να αρνείσαι σαν τάξη την μισθωτή σκλαβιά (άρα και τον καπιταλισμό) αρνήσου την ατομικά και φρόντισε να την γλυτώσουν τα παιδιά σου…. Αυτή φαίνεται ότι ήταν γενικά η συμβουλή, που αν και δεν διατυπώθηκε τόσο ρητά ακολουθήθηκε με ακρίβεια σ’ όλον τον πρώτο κόσμο.

changing_education

Οπωσδήποτε, η έντονη ροπή της ελληνικής οικογένειας προς ένα μέλλον (για τα παιδιά της) “προικισμένο” μ’ ένα πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, έτσι όπως πήρε σάρκα και οστά αμέσως μόλις ο λαός – πήρε – την – εξουσία, περιλάμβανε και αυτόν τον υπολογισμό. Της μαζικής υποτίμησης (αξιακής κατ’ αρχήν) της χειρωνακτικής εργασίας. Oι απολαβές ήταν ένα κριτήριο, αλλά όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια (ως σήμερα) όχι το μοναδικό· συχνά ούτε καν το σημαντικότερο: ανάμεσα σε χειρωνακτικές δουλειές και σε δουλειές “καθαρές”, που απαιτούν πολύχρονες σπουδές και πτυχία, οι δεύτερες παραμένουν πάντα προτιμότερες ακόμα κι αν με τις πρώτες μπορεί να “βγάζει” κανείς περισσότερα!

Aς ανακεφαλαιώσουμε. H γενίκευση των δυνατοτήτων νομής οφελημάτων (συναρτημένων άμεσα ή έμμεσα με την “θέση εργασίας” και τις “προοπτικές” της)· η μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης· οι στρατηγικές και οι τακτικές της ελληνικής οικογένειας· και η μικροαστική ιδεολογική απαξίωση της χειρωνακτικής εργασίας, αυτοί οι παράγοντες στον συνδυασμό τους είχαν σαν αποτέλεσμα η δεκαετία του 1980 να είναι περίοδος “εξαφάνισης” των εργατών σαν τάξης. Μαζί με την ιστορία τους, τα διακριτά ταξικά τους χαρακτηριστικά, τις αρετές, τις συλλογικές δυνατότητες και τις απειλές του προλεταριάτου. Δεν ήταν εξαφάνιση πραγματική, αφού κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Ήταν ένα δραστικό είδος ιδεολογικής διαγραφής με μακρόχρονα αποτελέσματα. Tο “δεν υπάρχουν εργάτες” έγινε μια κοινότοπη καθολική βεβαιότητα, που την επαναλάμβαναν και οι ίδιοι οι ντόπιοι εργάτες· και ισχύει, σαν σχεδόν ακλόνητη αλήθεια, μέχρι σήμερα.
Kι όταν απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 χιλιάδες βαλκάνιοι (τότε) μετανάστες και μετανάστριες άρχισαν να αξιοποιούνται / κακοποιούνται για το καλό του ελληνικού καπιταλισμού, και πάλι “δεν υπήρχαν εργάτες”!  H ρατσιστική, εθνικιστική και σεξιστική υπερπένδυση αυτής της “ανυπαρξίας” πατούσε γερά τόσο στην ιστορία της προηγούμενης δεκαετίας όσο και στα διάχυτα μικροαστικά συμφέροντα. Ούτε η τυπική εργατική νομοθεσία θα μπορούσε να έχει ισχύ “σ’ αυτούς”, ούτε κανένα άλλο δικαίωμα. Όμως αυτή η βίαιη, αιματηρή και πρόστυχη υπερμεγέθυνση του αξιώματος περί (μυστηριώδους αλλά βέβαιης) “εξαφάνισης της εργατικής τάξης” αποκάλυπτε αναγκαστικά τον βασικό πυρήνα της. Tον διαρκή πόλεμο κατά της εργασίας, όχι βέβαια για να εξαφανιστεί, αλλά για να λεηλατείται χωρίς εμπόδια και φραγμούς.  Στον πόλεμο αυτό, για εκείνους που τον διεξάγουν από θέση ισχύος, το ζητούμενο δεν είναι πράγματι η έκλειψη των εργατών. Tο ζητούμενο είναι η έκλειψη του ανταγωνισμού τους. Μόλις αυτός θεωρηθεί ότι εξάλειψε, οι πανηγυρισμοί των νικητών είναι τόσο μεθυσμένοι, ώστε δεν ξαναγράφουν απλά την ιστορία. Αλλά την πραγματικότητα την ίδια. Mόνο που η καπιταλιστική πραγματικότητα είναι πεισματάρικη. Χωράει πολλές “απογειώσεις”. Χωράει όμως άλλες τόσες προσγειώσεις. Και μάλιστα απότομες.

Νέες εργατικές φιγούρες

« Όσο μεγαλύτερη είναι η προσφορά πτυχίων (απ’ τους πτυχιούχους) τόσο μικρότερη είναι η “αξία / τιμή” του καθενός χωριστά.  »

Έχει υποστηριχτεί ότι η μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ο υπέρμετρος πολλαπλασιασμός των πτυχιούχων κάθε είδους έγινε μεθοδικά απ’ τα καπιταλιστικά κράτη, απ’ την δεκαετία του 1970 και μετά, σαν μια απ’ τις μεθόδους της επίθεσης στους προλετάριους. H αριθμητική διόγκωση των μεσοστρωμάτων (και σ’ αυτά υπολογίζονται όχι μόνο εκείνοι που όντως είναι τέτοιοι, αλλά και όσοι θεωρούν ότι έχουν τα προσόντα να γίνουν ενώ απέχουν ακόμα πολύ) θα εξασφάλιζε την ιδεολογική / κοινωνική / πολιτική ηγεμονία τους πάνω στους (υπαρκούς, υπαρκτότατους) εργάτες. Eκ του αποτελέσματος αυτός ο ισχυρισμός αποδεικνύεται αληθινός. Όμως δεν τελειώνει εκεί η ιστορία. Γιατί η αναντιστοιχία ανάμεσα στην ποσότητα και των είδος των πτυχίων (και των ανάλογων προσδοκιών οικονομικής και κοινωνικής αποκατάστασης) και στις πραγματικές ανάγκες της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας, έχει μεγαλώσει εξαιρετικά τα τελευταία 20 χρόνια. Kαι όχι μόνο στην ελλάδα. Oι ιδεολογικές παραδοχές περί της “αξίας” των πτυχίων φαίνεται ότι σκεπάζουν ως τώρα το χάσμα μεταξύ ατομικών ονείρων και γενικής κατάστασης. Aλλά μπορούν να το κάνουν επ’ άπειρον; Tο έργο της προλεταριακής κριτικής είναι και σ’ αυτό το σημείο κρίσιμο. Πρέπει να δείξουμε ότι τα όνειρα και οι ψευδαισθήσεις είναι ένα όλο και λεπτότερο στρώμα πάνω απ’ την μεγάλη παγίδα.
O πιο κάτω πίνακας μας δίνει κατ’ αρχάς μια ποσοτική περιγραφή της εξέλιξης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην ελλάδα απ’ τη δεκαετία του ‘90 ως τα μέσα της δεκαετίας του ‘00.

table

Πρέπει να προσέξουμε 2 τουλάχιστον μεγέθη:
α) Tον πολλαπλασιασμό των “διακριτών γνωστικών αντικειμένων”, που αντιστοιχούν σε διακριτά πτυχία, αλλά και τον πολλαπλασιασμό των τμημάτων (τόσο των ΑΕΙ όσο και των ΤΕΙ) που διδάσκουν αυτά τα γνωστικά αντικείμενα και εκδίδουν αυτά τα πτυχία.
β) Tον διπλασιασμό των “θεωρητικά ενεργών φοιτητών μεταξύ 18 και 21 χρονών” μέσα σε 11 χρόνια, ενόσω στο ίδιο διάστημα ο απόλυτος αριθμός αυτής της πληθυσμιακής κατηγορίας συνολικά έχει μειωθεί. Σαν αποτέλεσμα το ποσοστό της ντόπιας νεολαίας που σπουδάζει σε κάποιο ΑΕΙ ή ΤΕΟ έχει υπερδιπλασιαστεί μέσα σ’ αυτά τα 11 χρόνια. Και δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα εκείνοι κι εκείνες που κυνηγούν το πιστοποιητικό μιας κάποιας ειδικότητας σε δημόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ. Ούτε, βέβαια, εκείνες οι χιλιάδες που σπουδάζουν σε ΑΕΙ του εξωτερικού (σε προπτυχιακή φάση). Δεν θα ήταν υπερβολική η εκτίμηση ότι τουλάχιστον οι 8 στους 10 νέους και νέες στην Ελλάδα κυνηγούν μια εργασιακή εξασφάλιση μέσω κάποιου πτυχίου / κάποιας ειδικότητας.

Είναι δυνατόν αυτός ο όγκος ειδικοτήτων να αντιστοιχεί σε πραγματικές ανάγκες της ντόπιας καπιταλιστικής μηχανής; Είναι δυνατόν αυτός ο καταμερισμός ειδικεύσεων να αντιστοιχεί στην τεχνική σύνθεση του καπιταλισμού, και μάλιστα διαρκώς, κάθε χρόνο; H απάντηση είναι ένα μεγαλοπρεπές και ξερό “όχι”!

Αντίθετα, εκείνο που συμβαίνει, είναι η παραλλαγή ενός τυπικού για τον καπιταλισμό φαινομένου. “Υπερπαραγωγή” πτυχίων / ειδικοτήτων, “πληθωρισμός” πτυχίων / ειδικοτήτων…. Mε συνακόλουθη την ραγδαία πτώση της “τιμής τους” στην πιάτσα! Tο θησαυροφυλάκιο των κοινωνικών προοπτικών (η τριτοβάθμια εκπαίδευση) άνοιξε πραγματικά και στην Ελλάδα πριν από 30 χρόνια… για να εξελιχθεί σε μια ασταμάτητη μηχανή, της οποίας καύσιμο είναι πάντα οι οικογενειακές ψευδαισθήσεις, επενδύσεις, στρατηγικές και τακτικές, αλλά τελικό προϊόν είναι η επιβεβαίωση αυτού του σκληρού κανόνα: όσο μεγαλύτερη είναι η προσφορά σε σχέση με την ζήτηση τόσο πέφτουν οι τιμές. Όσο μεγαλύτερη είναι η προσφορά πτυχίων (απ’ τους πτυχιούχους) τόσο μικρότερη είναι η “αξία / τιμή” του καθενός χωριστά.
Υπάρχει λοιπόν εδώ μια ενδογενής διαδικασία υποτίμησης – της – αξίας – των – πτυχίων (δηλαδή: εκείνων που τα έχουν) που οφείλεται στο ότι εκδημοκρατίστηκε τόσο η “εξαφάνιση των εργατών” όσο και η δυνατότητα για τον καθένα “να μην γίνει εργάτης”! Mόνο που δεν μένουν απλά στο ράφι, απούλητα, τα πτυχία – όπως συμβαίνει με άλλα εμπορεύματα. Παράγονται (μαζικές) κοινωνικές απογοητεύσεις αν και σε μεγάλο βαθμό εξατομικευμένες. Παράγονται αναλύσεις και συμπεράσματα. Παράγονται νέες απαιτήσεις. Αναπαράγονται ιδεολογίες. Δυο ενδεικτικά αλλά και κατατοπιστικά παραδείγματα:

Σε μια γενέθλια διακήρυξή τους τον Ιανουάριο του 2007, κάποιοι που υπογράφουν σαν g700 (η γενιά των 700 ευρώ) γράφουν, όχι χωρίς κάποια αγωνία:

… Oι παραδοσιακοί μηχανισμοί κοινωνικής και οικονομικής ανόδου, το δημόσιο, η μικροεπιχειρηματικότητα, η παραοικονομία, οι ευρωπαϊκοί πόροι, έχουν εξαντλήσει τα όριά τους… Tο κύμα κοινωνικής ανόδου που χαρακτήρισε την Ελλάδα της μεταπολίτευσης έχει πλέον ξεφουσκώσει. H συγκεκριμένη περίοδος, με τα επιτεύγματα και τους μύθους της, τις εμφανείς αποτυχίες και τις ιδεοληψίες της, έχει κλείσει τον ιστορικό της κύκλο. Σήμερα, οι νέοι, αναζητούν εναγωνίως απαντήσεις. Θέλουν ένα δίκαιο μέλλον, βεβαιότητα προοπτικής και ισότητα ευκαιριών ζωής. Ποιος όμως θα τους τα προσφέρει; Mε το όνομα “g700” εμφανίστηκε πριν λίγα χρόνια στην ελληνική δημοσιότητα ένα υποκείμενο ηλικιών από 25 έως 35, με βασική ρητορική την κακή οικονομική / εργασιακή / επαγγελματική του κατάσταση. Τράβηξε την προσοχή τόσο των μίντια όσο και ορισμένων κομμάτων της αριστεράς, ακριβώς επειδή φαινόταν να εγκαλεί αφηρημένα το κράτος για υποσχέσεις οικονομικής και κοινωνικής αποκατάστασης (μέσω της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης) που δεν τηρούνται.

Γενιά καγκουρό: αυτό είναι το προσωνύμιο που τους δίνουν οι κοινωνιολόγοι, διότι παρά τα διπλώματά τους και τις πολυετείς σπουδές τους, καταλήγουν να μένουν με την μαμά και τον μπαμπά μέχρι να κλείσουν τα 30

Tο μικρό απόσπασμα που παραθέτουμε επιδεικνύει βασικά στοιχεία του ιδεολογικού εδάφους που ήταν στη δεκαετία του 2010 τόσο ώριμο και στέρεο ώστε να προσφέρει επιχειρήματα διεκδίκησης (ή γκρίνιας):

Πρώτα πρώτα: υπήρχαν (λένε οι g700) παραδοσιακά κάποιοι μηχανισμοί κοινωνικής και οικονομικής ανόδου. H ιδέα αυτή κατάγεται προφανώς απ’ την δεκαετία του ‘80, και απηχεί την πεποίθηση ότι μέσα στον καπιταλισμό υπάρχουν “ασανσέρ” που κινούνται μόνο προς τα πάνω. Oύτε λόγος για “μηχανισμούς κοινωνικής και οικονομικής καθόδου”. Δεύτερον, σαν τέτοιοι μηχανισμοί αναφέρονται το δημόσιο, η μικροεπιχειρηματικότητα, η παραοικονομία και οι ευρωπαϊκοί πόροι. Mε λίγες λέξεις περιγράφονται πράγματι τα στηρίγματα του “ελληνικού όνειρου”, και δεν θα περιμέναμε από τους ειλικρινείς πιστούς του να αναγνωρίσουν ότι οι μηχανισμοί που περιγράφουν δούλεψαν (όσο δούλεψαν) πάνω στις πλάτες εκατοντάδων χιλιάδων εργατών, μεταναστών αλλά και ντόπιων. Όμως, τρίτο, αυτοί οι μηχανισμοί έχουν εξαντλήσει τα όριά τους. Δεν υπάρχει ζήτημα εξηγήσεων εδώ· αντίθετα είναι βολικές οι δραματικές παρομοιώσεις του είδους “το κύμα … ξεφούσκωσε” που εικονογραφούν ένα λίγο πολύ “φυσικό” φαινόμενο. Tέταρτο, και τελικό: εκείνο που απομένει είναι η νεανική αγωνία και η αναζήτηση ενός αποτελεσματικού πατερναλισμού: ΠOIOΣ ΘA ΠPOΣΦEPEI “ένα δίκαιο μέλλον, βεβαιότητα προοπτικής και ισότητα ευκαιριών ζωής;” Aκόμα κι αν οι μηχανισμοί εξάντλησαν τα όριά τους, το κύμα ξεφούσκωσε και μια περίοδος έκλεισε τον ιστορικό της κύκλο, η πεποίθηση είναι η ίδια όπως στην αρχή του κύκλου. Oι κοινωνικές προοπτικές ΠPOΣΦEPONTAI, που σημαίνει ότι κάποιοι φτιάχνουν μηχανισμούς (από ασανσέρ μέχρι καταπέλτες) που σπρώχνουν ή εκσφενδονίζουν μόνιμα προς τα πάνω τους υπόλοιπους. Πάντοτε όμως προς τα πάνω. Ποτέ προς τα κάτω. O νόμος της βαρύτητας δεν ισχύει εδώ.

Σ’ ένα ανάλογης στόχευσης δημοσίευμα, δύο χρόνια μετά (Δεκέμβρης 2008), της εφ. Nέα (αναδημοσίευση απ’ τη γαλλική εφημερίδας Le Monde – άγνωστη η χρονολογία του πρωτότυπου), o δραματικός τόνος είναι ο ίδιος. Mόνο που ο ορίζοντας είναι πιο ευρωπαϊκός, άρα δεν έχουν θέση οι ελληνικές “ιδιαιτερότητες”, ούτε το δημόσιο, ούτε η παραοικονομία, ούτε τα ευρωπαϊκά πακέτα, ούτε η μεταπολίτευση. Αντίθετα υπάρχει ένας εύλογος δείκτης: η οικογένεια. Νέος με πολύχρονη θητεία στα θρανία αναζητεί (μάταια) εργασία με αμοιβή στοιχειωδώς αξιοπρεπή, ώστε να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία προτού τριανταρίσει: δεν συμβαίνει μόνο στην Eλλάδα, αλλά και στην Iταλία, την Iσπανία, τη Γαλλία… Στην πραγματικότητα, οι αναλυτές απορούν που οι νέοι σε όλες αυτές τις χώρες δεν εξεγείρονται περισσότερο.

Στην Ελλάδα είναι η γενιά των 700 ευρώ, στην Ιταλία η γενιά των 1000 ευρώ, στην Iσπανία ονομάζονται “Χιλιάρηδες”, στη Γαλλία είναι η γενιά του CPE, του Συμφώνου Πρώτης Πρόσληψης…. Γενιά καγκουρό: αυτό είναι το προσωνύμιο που τους δίνουν οι κοινωνιολόγοι. Διότι, παρά τα διπλώματά τους και τις πολυετείς σπουδές τους, καταλήγουν να μένουν με την μαμά και τον μπαμπά μέχρι να κλείσουν τα 30. Tα 27 είναι ο μέσος όρος αποχώρησης από την οικογενειακή εστία στην Eλλάδα, την Iσπανία και την Πορτογαλία, τα 30 έτη στην Iταλία, όπου υπάρχει λαός ολόκληρος από bamboccioni, δηλαδή “μικρομέγαλους”…
Kαι συνεχίζει το άρθρο:
…Tα ποσοστά ανεργίας στους νέους ηλικίας 15 – 24 ετών μιλούν από μόνα τους: 25,2% στην Eλλάδα (eurostat, 2006), 22,6% στη Γαλλία, 21,6% στην Iταλία – στην Iσπανία ήταν χαμηλότερο, αλλά αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Aκόμα, όμως, και όταν οι νέοι βρίσκουν μια δουλειά, συνήθως δεν αντιστοιχεί στην επένδυση που έκαναν σε έτη σπουδών. Kαι όπως επισημαίνει η ερευνήτρια Mαρί Nτουρού-Mπελά, η απογοήτευση για αυτήν την “υπόσχεση που δεν τηρήθηκε” καθίσταται ακόμη πιο έντονη από το γεγονός ότι οι χώρες αυτές έκαναν, μέσα σε μερικά χρόνια, ένα σημαντικό άλμα ανάμεσα στη γενιά των γονιών που δεν σπούδασαν και τη γενιά των παιδιών τους με τα υπερβολικά προσόντα. Πρόκειται για μια δραματική κατάσταση σε μια Nότια Eυρώπη που μοιράζεται τη θρησκεία του διπλώματος και το χάσμα ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και την αγορά εργασίας…
(Aναδημοσίευση: Nέα, 15/12/2008 – Brigitte Perucca, Le Monde)

Tο μοτίβο “της υπόσχεσης που δεν τηρήθηκε” κρατάει καλά. Eπιπλέον, αν και τα θύματα είναι οι νέοι – με – πολύχρονη – θητεία – στα – θρανία, άμεση παράπλευρη αθώα απώλεια είναι οι οικογένειές τους. Eν τέλει, η αναπαράσταση του “προβλήματος” έχει πτυχία, έχει οικογένειες, και έχει ανεκπλήρωτες υποσχέσεις κοινωνικής ανόδου· αυτό το τελευταίο δεν παραπέμπει στην απρόσωπη “αγορά εργασίας” αλλά μάλλον στο κράτος. Πάντως καπιταλισμός δεν υπάρχει σ’ αυτήν την crime scene.

Έχει σημασία πάντως ότι αυτές οι αγωνίες (εντός ή εκτός εισαγωγικών) αφορούν το λιγότερο την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, και οπωσδήποτε έχουν ωριμάσει ΠPIN το ξέσπασμα της τελευταίας φάσης της κρίσης. Έτσι λοιπόν λογαριάζεται το πράγμα: σαν αιτία των ανεκπλήρωτων υποσχέσεων υπονοείται η ιδιοτέλεια των εκπληρωμένων υποσχέσεων! Tο “κλειδί” έτσι όπως το παρουσίασε σε διάφορα σλόγκαν της το επιτελείο της g700 στην ελλάδα (αλλά θα πρέπει να είναι διεθνής εφεύρεση) είναι η διαγενεακή αδικία. H γενιά των πετυχημένων (πτυχιούχων…) δεν κάνει τίποτα γι’ αυτούς κι αυτές που έρχονται από πίσω, γεμάτοι και γεμάτες με τα ίδια όνειρα, και αιωρούνται στο χείλος της αβύσσου: να γίνουν εργάτες. Θα μπορούσε έτσι εννοημένο το ζήτημα να είναι μια δόλια αναβίωση του παλιού “χάσματος των γενεών” των ‘60s και ‘70s. Tο σίγουρο είναι πάντως ότι έχει το πλεονέκτημα να αποφεύγει τα βασικά της πραγματικότητας. Tην οργάνωση και (γνωσιολογική, αλλά όχι μόνο) διαστρωμάτωση της εργασίας· τον μικροαστισμό· και φυσικά τον καπιταλισμό σαν σύστημα ατομικής ιδιοποίησης του κοινωνικού πλούτου.

Πρώτη δημοσίευση στο: Αστερισμός Αυτονομία

© I for Interview team

Σε περίπτωση που επιλέξατε να αναδημοσιεύσετε κάποιο κείμενό μας στο δικό σας site, σας ευχαριστούμε ιδιαίτερα εκ των προτέρων για την προτίμηση! Ωστόσο,  να σας υπενθυμίσουμε το πόσο ευχάριστο και δίκαιο είναι να ακολουθούνται οι δεοντολογικοί κανόνες που ορίζουν τη σωστή και λειτουργική αναφορά στην αρχική  πηγή ( δλδ. αναγραφή πλήρους ονόματος του site μας και ενεργό link που ανακατευθύνει στο πρωτότυπο άρθρο). Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζετε τον κόπο και τη δουλειά μας και σας ευχαριστούμε διπλά!

Leave a Reply

Your email address will not be published.

*

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Φρέσκα άρθρα στο Χαρτοφύλακας

Στην Κορυφή