Γράφει η V for Vallia
Για το #IfI
«Είμαστε πεπεισμένοι ότι η ελευθερία χωρίς σοσιαλισμό, είναι προνόμιο, αδικία. Κι ο σοσιαλισμός χωρίς ελευθερία, είναι δουλεία και βιαιότητα».
Ο Mikhail Aleksandrovich Bakunin, γιος ενός μικρού γαιοκτήμονα, γεννήθηκε στη Ρωσία στις 18 Μαΐου του 1814 και πέθανε στην Ελβετία στις 1 Ιουλίου του 1876.
Ήταν ο Πατέρας του Αναρχισμού, μεγάλος επαναστάτης και πολιτικός συγγραφέας.
Ο Μπακούνιν έζησε σε διάφορες Ευρωπαϊκές πόλεις κι επηρεάστηκε αρκετά από τις φιλοσοφίες των Μαρξ και Ένγκελς κι ως αποτέλεσμα ξεκίνησε και το μεγάλο του ενδιαφέρον για τον σοσιαλισμό.
Σε ηλικία 26 ετών, το 1840, ο Μπακούνιν μετακινείτε στη Γερμανία για να προετοιμαστεί ως καθηγητής φιλοσοφίας για το Πανεπιστήμιο της Μόσχας.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του η φιλοσοφία του Χέγκελ ερμηνεύεται από τον Μπακούνιν ως αναρχική κι εφαρμόζοντάς την σε δικές τους φιλοσοφίες και πολιτικές ιδέες, φτάνει να μιλά για κοινωνική επανάσταση.
Το 1844 εγκαθίσταται στο Παρίσι, την εποχή που η Γαλλική πρωτεύουσα ήταν το κέντρο του ευρωπαϊκού ριζοσπαστισμού.
«Είμαι πραγματικά ελεύθερος, μόνο όταν όλα τα ανθρώπινα όντα, γυναίκες και άντρες, είναι εξίσου ελεύθεροι».
Στο Παρίσι συναντά για πρώτη φορά τον Μαρξ, ο οποίος είχε βρεθεί εκεί ένα χρόνο νωρίτερα. Σε ένα χειρόγραφό του, του 1871 αναφέρει για τον Μαρξ:
«Όσο αναφορά τη μάθηση, ο Μαρξ είναι ασύγκριτα πιο προχωρημένος από εμένα. […] δεν είχα ακόμα ξεφορτωθεί τις μεταφυσικές μου παρεκκλίσεις κι ο σοσιαλισμός μου ήταν μόνο ενστικτώδης. Αν και νεώτερος από εμένα (σσ. Ο Μαρξ) ήταν ήδη άθεος, συνειδητός υλιστής κι ενημερωμένος σοσιαλιστής. […]Συναντηθήκαμε αρκετές φορές. Τον σεβάστηκα πολύ για την μάθησή του και την παθιασμένη του αφοσίωση – αν κι ήταν πάντοτε αναμεμιγμένη με μια ματαιοδοξία – για το προλεταριάτο. Αναζήτησα με ανυπομονησία τη συνομιλία μαζί του, η οποία ήταν πάντα διδακτική και πνευματική όταν δεν ήταν εμπνευσμένη από μίσος, το οποίο δυστυχώς ήταν πολύ συχνό. Ποτέ δεν υπήρξε ειλικρινής οικειότητα μεταξύ μας – οι ιδιοσυγκρασίες μας δεν το επέτρεπαν».
Στις 29 Νοεμβρίου 1847, σε ένα συμπόσιο στο Παρίσι για την Πολωνική Εξέγερση του 1830, ο Μπακούνιν έδωσε μία ομιλία στην οποία καταδίκαζε τη Ρωσική κυβέρνηση.
Έπειτα, κατόπιν αιτήματος του Ρώσου Πρέσβη, Kiselev, εκδιώχθηκε από το Παρίσι. Πήγε στις Βρυξέλλες κι εκεί συναντήθηκε ξανά με τον Μαρξ. Ο Μπακούνιν αναφέρει:
«Οι Γερμανοί εργάτες Bornstadt, Marx, Engels – κι ιδιαίτερα ο Μαρξ – δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα. Ματαιοδοξία, κακόβουλες ενέργειες, κουτσομπολιό, επίδειξη και καύχημα στη θεωρία και δειλία στην πράξη. […]Αηδιαστική κολακεία των πιο εξελιγμένων εργαζομένων και κενή συζήτηση. […]Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, κανείς δεν μπορεί ν’ αναπνέει ελεύθερα[…]».
Αργότερα, αναφέρει:
«Ο κ. Μαρξ δεν πιστεύει στο Θεό, αλλά πιστεύει βαθιά στον εαυτό του. Η καρδιά του δεν είναι γεμάτη αγάπη, αλλά μνησικακία. Δείχνει λίγη καλοσύνη στους ανθρώπους και γίνεται έξαλλος και κακός όταν κάποιος τολμά ν’ αμφισβητήσει την παντοδυναμία της θεότητας που λατρεύει, δηλαδή του ίδιου του κ. Μαρξ».
Μετά το ξέσπασμα της Φεβρουαριανής Επανάστασης του 1848, ο Μπακούνιν έλαβε μέρος στον επαναστατικό αγώνα, όμως απογοητεύτηκε από την τροπή που πήραν τα επαναστατικά κινήματα της εποχής.
Τον Μάιο του 1849, παίρνει μέρος σε ηγετική θέση στην εξέγερση της Δρέσδης, όμως ο μεγάλος στρατός της Πρωσίας, ανάγκασε τους εξεγερμένους να μετακινηθούν.
Στις 10 Μαΐου του ίδιου έτους, ο Μπακούνιν συλλαμβάνεται μαζί με τους August Röckel και Otto Leonhard Heubner, στην πόλη Chemnitz όπου ήθελαν να συγκεντρώσουν τις επαναστατικές τους δυνάμεις.
Ο Μπακούνιν φυλακίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο στην Σαξονία, ποινή η οποία αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Στις 17 Μαΐου του 1851 επιστρέφει στη Ρωσία, ως φυλακισμένος στο περίφημο φρούριο Πέτρου και Παύλου από το οποίο και δραπέτευσε μετά από 7 χρόνια βασανιστηρίων.
Στο ίδιο φρούριο θα βρεθεί μερικά χρόνια αργότερα κι ο Κροπότκιν.
Το 1873 γράφει το Κράτος και Αναρχία, βιβλίο που επηρέασε έντονα το ρωσικό κίνημα Narodniki.
Στο βιβλίο αυτό, καλούσε τους Ρώσους επαναστάτες να φέρουν σε επανάσταση τον αγροτικό πληθυσμό.
Τον Οκτώβρη του ίδιου έτους, αποφασίζει να αποχωρήσει από το αναρχικό κίνημα, πιστεύοντας πως δεν έχει κάτι άλλο να προσφέρει σ’ αυτό.
Η πίστη του για την επανάσταση μάλλον είχε εξαντληθεί.
Πηγές: