Γράφει Η Συλβάνα Παπαϊωάννου
Για το #IFI
1920.
Μια γενιά νέων ποιητών προσπαθεί να υπάρξει και να εκφραστεί μέσα σε ένα κλίμα μελαγχολίας και παρακμής. Νεορομαντικοί, μετασυμβολιστές, νεοσυμβολιστές, καταραμένοι ποιητές.
Πώς είναι να είσαι γυναίκα ποιήτρια εκείνη την εποχή; Και μετέπειτα να είσαι γνωστή κυρίως για τον έρωτα σου και όχι για το έργο σου. Το όνομά σου να πάει πάντοτε μαζί με του Κώστα Καρυωτάκη, λες και δεν έχεις υπάρξει αυτόνομα.
Άρθρα και κείμενα για σένα, γεμάτα τελικά από ψήγματα της ζωή του Καρυωτάκη. Έχει άραγε σημασία ποιον ερωτεύεται μια ποιήτρια, για ποιον γράφει; Αποκτά με τον τρόπο αυτό το έργο της μεγαλύτερη αξία;
Μαρία Πολυδούρη
Γεννήθηκε 1η Απριλίου το 1902. Η ζωή της στην Αθήνα, οι σπουδές της στη Νομική, η δουλειά της στο δημόσιο, οι θεατρικές σπουδές και η ζωή στο Παρίσι: όλα μαζί συντέλεσαν στην χειραφέτησή της.
Μέσα από τα ποιήματά της αναδύεται ο συναισθηματικός ψυχισμός της, το αίσθημα του ανεκπλήρωτου έρωτα και μια βαθιά θλίψη. Μια ποιήτρια του Μεσοπολέμου, που δεν ψάχνει τρόπους να κάνει τους στίχους της καλαίσθητους, μα αρκείται στη έκφραση του προσωπικού βιώματος. Οι στίχοι της έχουν έντονα το λυρισμό του αυθόρμητου.
Καμιάν από τις πίκρες μου δε γνωρισες
τις πίκρες μου τις άσωστες τις μαύρες.
Καρυωτάκης
Παρόλη την εμμονή των κριτικών και των αναλυτών, για τη σχέση της Πολυδούρη με τον Καρυωτάκη, το ελεύθερο πνεύμα , οι ποιητικές ανησυχίες, ο θρήνος της για την ίδια τη ζωή που γλιστρά μέσα από τα χέρια της, την καθιστούν μια εξέχουσα αυτόφωτη ποιήτρια.
Οι στίχοι της συνθέτουν μια εξομολογητική ποίηση, μιας γυναίκας που δεν διστάζει να ζήσει τη ζωή της αντίθετα με τις προσταγές τις κοινωνίας. Σε μια εποχή γεμάτη αμφιβολία, ανασφάλεια και χαμένα ιδανικά. Για αυτό η ποίησή της είναι και σήμερα επίκαιρη και διαχρονική.
Στις 21 Φεβρουαρίου του 1922 γράφει στο ημερολόγιό της:
Δεν ανέχομαι πια την εκκρεμότητα αυτή του να κρέμεται σε μια κλωστή κάθε μου όνειρο. Γεννήθηκα για να αγαπώ είναι η αλήθεια και δεν μου αρκεί να μ’ αγαπούν. Όταν εγώ δεν αγαπώ είμαι δυστυχής και ας με αγαπούν.
Μέσα από τις σκέψεις και τους στίχους της, διαφαίνεται μια ποιήτρια που καταφέρνει να σπάσει τη δομή του παραδοσιακού και να γεμίσει το χαρτί με όλο της το είναι, χωρίς ωραιοποιήσεις. Αγαπά, ζει για να αγαπά. Όση δυστυχία επιφέρει ο έρωτας, άλλη τόση φέρει η απουσία του.
Θάνατος
Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στη Σωτηρία, εκδίδει την ποιητική συλλογή «Ηχώ στο χάος». Η Σωτηρία θεωρούνταν το σανατόριο των φτωχών, και ο ποιητής Κώστας Ουράνης προσπάθησε, μέσα από ένα άρθρο του με τίτλο Η ποιήτρια του έρωτα και του θανάτου, να ζητήσει έρανο για τη νοσηλεία της Μαρίας Πολυδούρη.
Να κρίνουν το τραγούδι μου, να το χτυπήσουν! Μα τι τους ενδιαφέρει η φτώχεια κι η αρρώστεια μου; Ποιος γύρεψε τον οίκτο τους;
Στα 28 της, στις 29 Απριλίου του 1930, η φυματίωση καταφέρνει να τη νικήσει. Άφησε πίσω της δύο ποιητικές συλλογές Οι Τρίλιες που σβήνουν και Ηχώ στο χάος, το μυθιστόρημα Ρομάντσο, καθώς και άλλα μικρότερα κείμενα και ανέκδοτα ποιήματα. Το Ρομάντσο δεν κατάφερε να εκδοθεί όσο ήταν εν ζωή, και αυτό της στέρησε το αρχικό όνειρό της, να γίνει πεζογράφος.
Συντρόφισσα ήμουν κάποτε σ’ ό,τι γλυκό στην Πλάση,
σ’ ό,τι τερπνό κι’ ωραίο αγαπητή.
Μου χαμογέλαε η θάλασσα, με κλέβανε τα δάση
κ’ ήμουν μαζί τους μόνο θαρρετή.
Κάποτε να χαμογελώ σ’ ένα άβγαλτο λουλούδι
με βρήκε κάποιος νέος περαστικός.
«Πάμε μαζί;» μούπε γλυκιά η φωνή του σαν τραγούδι
και μου άπλωσε το χέρι σα δικός.
Δε πρόφτασεν η υπόσχεση να λάμψη στη ματιά μου
και τα νερά μου πήραν τη φωνή,
όλα τα μύρα ξαφνικά κοιμίσαν την καρδιά μου
κ’ έφυγε αυτός και πια δε θα φανή.
Μα φύγαν κι’ όλοι οι σύντροφοι, που τόσο μ’ αγαπήσαν.
Όλα τα ωραία της Πλάσης, τα τερπνά,
τα όνειρα που τους χάρισα στη Νύχτα τα σκορπίσαν
και το άβγαλτο άνθος πια δε μου μηνά
*από τη συλλογή Ηχώ στο χάος
*Μουσική από την παράσταση «Ηχώ στο Χάος. Το πορτραίτο της Μαρίας Πολυδούρη» από το ΔΗΠΕΘΕ Βόλου.