Γράφει η Στελλίνα, για το #IFI
«Η υποψήφια πρέπει να είναι εμφανίσιμη», «Ζητούνται εμφανίσιμες»
Δεν θα σταθώ στα πατριαρχικά και σεξιστικά χαρακτηριστικά του ζητούμενου και στο γιατί δεν ζητάνε το ίδιο για τους άντρες. Όχι για κανέναν άλλον λόγο, παρά γιατί δεν μου βγαίνει να το αναλύσω από αυτή την οπτική, στην προκειμένη φάση.
Μια κλασσική ιστορία, αγάπης, με την οποία όλοι έχουμε γαλουχηθεί είναι αυτή της Μαρίας, της άσχημης. Η Μαρία, με τα γυαλιά της, τα σιδεράκια της, τα αχτένιστα μαλλιά της και τα ρούχα κατηχητικού καταφέρνει και γίνεται ιδιαιτέρα γραμματέας του προέδρου. Θα μου πεις, μα είχε τόσα προσόντα. Πτυχία, γλώσσες, ικανότητες. Οπότε, γιατί να μην την πάρει τη δουλειά;
Και θα σου απαντήσω, γιατί για να πάρεις τη δουλειά πρέπει να περάσεις από συνέντευξη. Και για να περάσεις από συνέντευξη και να πλασάρεις σωστά τον εαυτό και τις ικανότητές σου, θα πρέπει να πιστεύεις σε εσένα. Θα πρέπει να έχεις αντιπαρέλθει το «εμφανίσιμη», να έχεις φροντίσει για την εξωτερική σου εμφάνιση στην εντέλεια και να έχεις μπει στο δωματιάκι με «ύφος πολλών καρδιναλίων» που λέει και ο Μαζωνάκης, μην σου πω και με το Gucci φόρεμα.
Στην πραγματικότητα για να γίνουν όλα αυτά, θα πρέπει πρώτα να νιώθεις καλά με τον εαυτό σου – και αρχίζει να φωνάζει το κοινό: «τι λες, δεν παίζει ρόλο», «αρκεί να έχεις τα προσόντα», «δεν είναι έτσι γιατί εγώ, γιατί μια φίλη, γιατί ο Πάπας» κ.τ.λ.
Τι σημαίνει εμφανίσιμη, πώς γίνομαι εμφανίσιμη άμα δεν είμαι, αλλά έχω τα προσόντα για τη δουλειά; Ή αφού δεν είμαι εμφανίσιμη δεν έχω τελικά τα προσόντα; Τη φωτογραφία μου τι την θέλουν; Τι θα καταλάβουν από μια στατική στημένη πόζα; Και τι γίνεται αν δεν βγαίνω καλά στις φωτογραφίες; Αν δεν ξέρω αν πρέπει να χαμογελάσω ή όχι; Πώς να σταθώ; Και μέχρι να σκεφτώ όλα αυτά, έχω ξεχάσει ότι η δουλειά είναι για να στέλνεις email, να σηκώνεις τα τηλέφωνα και να λες «Καλησπέρα, ναι θα σας δεχθεί τώρα».
Και θα φωνάξει πάλι το κοινό: «μιλάει απλά για το πώς ντύνεσαι», «να μην πας μωρέ σαν λέτσος, εννοεί», «λίγο προσεγμένη θέλει να είσαι». Ωραία, στην πράξη τι σημαίνουν όλα αυτά; Το μαλλί μου, που δεν επιθυμώ να βάψω γιατί περνάω αυτή τη φάση, με τις γκρι τούφες είναι προσεγμένο; Το μάτι μου, χωρίς τη μάσκαρα ή το eyeliner είναι προσεγμένο; Ένα τζιν και ένα πουλόβερ είναι προσεγμένα; Ή μόνο τα κυριλέ παντελόνια και τα τακούνια έχουν το δικαίωμα να λέγονται προσεγμένα;
Αν τα ρούχα μου είναι απλά, καθημερινά. Αν δεν ξέρω να βάφομαι και δεν επιθυμώ να μάθω – μόνο και μόνο επειδή έτσι πρέπει ή είθισται. Αν δεν μπορώ να περπατήσω με τακούνια ούτε μισό εκατοστό. Αν δεν γουστάρω στην τελική να φορέσω τακούνια. Αν το σώμα μου έχει παραπάνω κιλά, από αυτά που κάπως ορίστηκε ότι θα έπρεπε να έχει. Αν το πουκάμισο μού είναι λίγο στενό. Αν φαίνεται η ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια. Αν έπρεπε να κάνω μανικιούρ πριν. Αν δεν είμαι όπως πρέπει.
Και άλλα πολλά αν, που είναι αδιάφορα και τελικά δεν είναι αυτά που θα σου χαρίσουν ή θα σου στερήσουν τη δουλειά – σου στερούν όμως μια καλή σχέση με τον εαυτό σου. Είναι όμως κατάλοιπα προτύπων, που είναι βαθιά ριζωμένα μέσα σου και σε τρώνε κάθε φορά. Αναδύονται τις στιγμές που θα έπρεπε να νιώθεις υπέροχα, να νιώθεις σίγουρη για τον εαυτό σου. Πατριαρχικά κατάλοιπα, που ακόμη να εκλείψουν (να που δεν μπορώ, και να ήθελα, να ξεφύγω από τον σεξισμό και την πατριαρχία).
Κάπως έτσι, αν δεν φύγεις από το σπίτι πιστεύοντας στην εμφάνισή σου και στον εαυτό σου, τελικά σπάνια θα καταφέρεις να πάρεις τη δουλειά. Γιατί πίσω από τη λέξη «εμφανίσιμη», χιλιάδες σκέψεις ξεδιπλώνονται, αυτά τα χιλιάδες ΑΝ, και δεν σε αφήνουν τελικά να εστιάσεις στα προσόντα σου, που πραγματικά – θα έπρεπε να – μετράνε για να μπορέσεις να είσαι αποδοτική και σωστή σε μια θέση.
Υ.Γ ακόμη και η Μαρία η άσχημη, στο τέλος έγινε «εμφανίσιμη» για να ζήσουν αυτοί καλά και εμείς να ζήσουμε, αν ποτέ βρούμε δουλειά. Όχι καλά, απλά να επιζήσουμε.