Για το #IFI, γράφει η Ελεάννα
Μιά φορά κι έναν καιρό…
…θυμάμαι ετοιμαζόμουν να βγω απο τη σχολή με δάφνες και περίσσια υπερηφάνια για τον καινούριο μου τίτλο και τις μυριάδες (sic) πόρτες που θα άνοιγαν για να στεγάσουν τις γνώσεις, τα ταλέντα και πάνω απ’όλα το ζήλο μου. Κι ήταν ένας ζήλος που ήταν αγνός. Πήγαζε απ’τα μέσα μου γιατί ένιωθα την ανάγκη να παράγω, να δημιουργήσω, να δώσω ζωή σε όσα ως τότε απλώς μάθαινα πως ανασαίνουν σε ζωές άλλων, απο χέρια άλλων. Ήταν ένας ζήλος που δεν κοιτούσε ισοζύγια, δεν ενδιαφερόταν για ανταλλάγματα, υπεραξίες κι υπερεργασίες και δεν ήταν επ’ουδενί πονηρεμένος για το τι ερχόταν… Εδώ που τα λέμε, ήταν ένας ζήλος που μετρούσε ούτε λίγο ούτε πολύ 21-22 Άνοιξες.
Μπήκα, λοιπόν, στο χορό αφού έπεσε στα χέρια μου μια αγγελία στη γραμματεία των ΕΜΜΕ που ζητούσε πρακτικάριους. Ήταν γνωστή φυλλάδα και σίγουρα ήταν η ώρα μου να λάμψω. Ήμουν έτοιμη. Θα άνοιγα την πόρτα, θα μιλούσα γι’αυτά που απασχολούν, θα μάθαινα, θα ρωτούσα, θα αναλάμβανα, θα βελτίωνα… και φυσικά όλα θα τα έκανα χωρίς μισθό, μπαίνοντας μέσα στην κυριολεξία (τα εισιτήρια κι ένας καφές ήταν περισσότερα έξοδα απο το να κάθεσαι στο σπίτι) γιατί – τι γιατί; Είσαι ήδη τυχερή που έχεις επιλεγεί να είσαι εδώ! Αλήθεια, οι φίλοι σου τι σου λένε που δουλεύεις για εμάς; (Flash forward περίπου 10 χρόνια μετά, οι φίλοι μου –κι εγώ μαζί- ξερνάνε που δούλευα για εσάς.)
Δεν θα θίξω το ποιόν της δουλειάς γιατί λίγο-πολύ όλοι μπορούμε να φανταστούμε τη φλόμπα που ήρθε και ξέρασε στα μούτρα μου σχεδόν αμέσως. Η πρόθεσή μου δεν είναι να αναλωθώ στην ποιότητα του κάθε δημοσιογράφου και του κάθε Μέσου κυρίως γιατί αυτό είναι κάτι που καταλαβαίνεις απ’τη στιγμή που περνάς την πόρτα.
Είσαι ήδη τυχερή που έχεις επιλεγεί να είσαι εδώ! Αλήθεια, οι φίλοι σου τι σου λένε που δουλεύεις για εμάς;
Υπάρχει, όμως, κάτι χειρότερο απ’το να αντιλαμβάνεσαι πως η «ποιοτική» δουλειά που θα ήθελες να κάνεις υπάρχει μόνο στα όνειρά σου. Κι είναι πολύ πιο ύπουλο, σκοταδερό κι ολωσδιόλου άρρωστο.
Αναφέρομαι στην πρακτική άσκηση.
Σε αυτή τη νοσηρή πατέντα που έρχεται αργά και βασανιστικά σαν το σαράκι για να διαβρώσει το επαγγελματικό σου είναι εξ’ολοκλήρου. Μέχρι να καταλάβεις πως κατέληξες να μισείς το καλύτερο μέρος της μέρας σου και να αναρωτιέσαι αν οι ικανότητές σου ευθύνονται που δεν ενδιεφέρεται κανείς να σε πληρώσει γι’αυτό που κάνεις, περνάει ο καιρός. Κι όσο περνάει σίγουρα σκέφτεσαι πως αν δείξεις μια μέρα θέληση ακόμη, αν πεις μια καλημέρα με πιο ζεστό χαμόγελο, αν πάρεις περισσότερες πρωτοβουλίες, θα είσαι πιο αρεστός εργαζόμενος. Κι όσο περνάει παραπάνω καιρός κι ούτε λόγος για πρόσληψη μπορεί να σκέφτεσαι οτι αν εσύ τους κλείσεις την πόρτα σίγουρα θα βρουν κι άλλους σαν κι εσένα και φυσικά δεν θα είσαι αναντικατάστατος, πιθανότατα γιατί δεν είσαι τόσο καλός όσο νόμιζες. Κι όσο περισσότερο αρχίζεις να αμφισβητεις τον εαυτό σου τόσο περισσότερο αρχίζεις να πιστεύεις οτι όντως σου έχει δοθεί ευκαιριάρα να δουλεύεις στο χώρο κι είναι η καλή σου τύχη κι όχι τα όσα έκανες για να είσαι εκεί.
…αν πεις μια καλημέρα με πιο ζεστό χαμόγελο, αν πάρεις περισσότερες πρωτοβουλίες, θα είσαι πιο αρεστός εργαζόμενος.
Η προίκα σου κι η υπόσχεση υπαλληλίας
Η αλήθεια είναι πως όπως πολλοί, υπήρξα κι εγώ θύμα της Μεγάλης Ιδέας που είχαν οι γονείς μου. Όσο περισσότερες οι γνώσεις, όσα περισσότερα τα χαρτιά στο ντοσιέ, όσοι περισσότεροι οι τίτλοι, τόσες μεγαλύτερες οι ευκαιρίες για επαγγελματική αποκατάσταση κι… ευημερία. Όχι, δεν θέλω να πω πως χειραγωγήθηκα κι η Μεγάλη Ιδέα ήταν μια ουτοπία και να κλαφτώ. Ούτε πως οι γονείς που επιμένουν για μόρφωση και πτυχία είναι οι δράστες αυτής της απάτης. Ο καθένας κρίνει σύμφωνα με τα δεδομένα που έχει και τουλάχιστον στη δική μου εμπειρία δεν φανερώθηκε δόλος ποτέ. Μόνο πλάνη. Πλάνη που πονάει βαθύτερα όταν αντιλαμβάνεσαι πως μαζί με κάμποσα δικά σου όνειρα, το τέρας τρώει και τους κόπους των αγαπημένων σου.
Και βλέπεις μήνες και μήνες απο την πιο παραγωγική σου ηλικία να τους ρουφάνε με τις αηδιαστικές τους προβοσκίδες κάτι μεταλλαγμένες σκνίπες που ο καπιταλισμός τους έδωσε ανθρώπινη μορφή.
Κι έρχεται η μέρα που αντιλαμβάνεσαι πως η πρακτική κι η υπόσχεση υπαλληλίας που σου τάχτηκε στην αρχή ξεπέρασε το εξάμηνο και κοντεύει πλέον παραπάνω απο χρόνος. Και τα βροντάς, αφήνοντας πίσω άθλια χαμόγελα απο εκείνους που απομυζούσαν τους κόπους σου χωρίς ίχνος τσίπας και τώρα περιμένουν φρέσκο αίμα για να ρουφήξουν- γιατί το δικό σου όπως και να το κάνουμε είχε μπαγιατέψει. Και κάπως έτσι η δουλίτσα (!) βγαίνει, οι βάρδιες συνεχίζονται, οι υποσχέσεις ανανεώνονται και κανείς δεν μπορεί να προσάψει τίποτε στον μεγαλόκαρδο εργοδότη που ρισκάρει παίρνοντας εσένα, τον αμαθή, για να σε δασκαλέψει και να σε ετοιμάσει.
Και κάπως έτσι εμφανίζονται ύστερα στα editorials τους, holier than thou– που λεν και στο χωριό μου- και κάποιοι απο αυτούς βρυχώνται κιόλας ως βεριτάμπλ αριστεροί για τα πανούργα αφεντικά-εκμεταλλευτές δείχνοντας με δάχτυλα που προ ολίγου ήταν γύρω απο το λαιμό ενός ακόμη πρακτικάριου.
Αλλά, φίλοι πρακτικάριοι, χαμηλόμισθοι, ανασφάλιστοι, η αξία μας δεν βρίσκεται σε κανενός την τσέπη, η δουλειά μας δεν είναι χόμπυ μας κι ο αφεντικός μας αν δεν μας εκτιμάει, δεν πρέπει να μας έχει. Κι αν το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι (σκεφτόμαστε, γιατί τα λέω για να τα ακούω κι εγώ) είναι πως η ανάγκη σου για ένα οποιοδήποτε μεροκάματο είναι μεγαλύτερη απο την ανάγκη για αναγνώριση και μισθό ισάξιο με τη θυσία σου, τότε προσπάθησε να αφήνεις λίγο χώρο, που και που, για τη Σάμο…
Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσι.
Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία.