fbpx

Όσα μάθαμε ψάχνοντας για εργασία

Ο Foucault και τα 4+1 διαγράμματα εξουσίας

στo Mind Opener

Θέλω να λαμβάνω τα νέα άρθρα του IforINTERVIEW με e-mail.

Στείλε μας την ιστορία σου
Αφιερωμένο στους Χρ.Μ. και Γ.Δ. 

Στο κείμενο αυτό θα επιχειρήσουμε μια συνοπτική, κριτική παρουσίαση της θεωρίας του Foucault για τη νεωτερική εξουσία και τα 4 θεμελιώδη διαγράμματά της, με έναν πολύ συγκεκριμένο πολιτικό στόχο: τη δημιουργική ανακατασκευή και επανεκτίμηση του έργου αυτού, μέσα από μια μειονοτική ερμηνεία που κατατάσσει τον Γάλλο διανοητή τόσο στους συστηματικούς, κριτικούς μελετητές της νεωτερικής κυριαρχίας, όσο και σε εκείνους που επιχείρησαν την έλλογη, υλιστική αντιστροφή της από τη σκοπιά των καταπιεζόμενων υποκειμένων και των αγώνων τους.

Σε σχέση με τη δεύτερη αυτή εκδοχή του κειμένου, ευχαριστώ τον Γιάννη Δημόπουλο για τα χειρόγραφα σχέδια που παρατίθενται ως διαγραμματική αποτύπωση κάθε τύπου εξουσίας, και το σχολιασμό τους. 

Η Υλιστική Αντιστροφή

Προσωπικά, τοποθετώ το έργο μου στη γενεαλογική γραμμή που εκκινεί από το δεύτερο βιβλίο του Κεφαλαίου” (Foucault, 2013: 21, 22).1
Η φουκωική αντίληψη της εξουσίας σηματοδοτεί μια ρηξη με τη νομικοπολιτική αναπαράσταση της κυρίαρχης εξουσίας, που έχει ως στόχο την παραγωγή ενός ιδεατού κράτους από ιδεατούς υπηκόους. Η ρήξη αυτή προπαρασκευάζεται, σύμφωνα με τον Foucault, με μια πολύπτυχη μεθοδολογική προφύλαξη: προφύλαξη απέναντι στην κατανόηση της σχέσης εξουσίας με βάση τους υπερβατικούς όρους της και όχι με βάση την ίδια τη σχέση, απέναντι στην κατανόηση της εξουσίας με βάση κάποιους πρωταρχικούς υπηκόους και όχι με βάση την παραγωγή των υπηκόων από τις διαδικασίες καθυπόταξής τους, απέναντι στην κατανόηση της εξουσίας με βάση ένα κεντρικό σημείο από όπου πηγάζουν όλα τα σχήματά της και όχι με βάση την πολλαπλότητα, τη σύγκλιση και απόκλιση των σχέσεων δύναμης και εξουσίας, που μόνο σε δεύτερο χρόνο καταλαμβάνονται, χρησιμοποιούνται, συγκεφαλαιώνονται από μηχανισμούς πιο γενικούς και σχήματα καθολικής επιβολής, όπως οι κρατικοί μηχανισμοί. Απέναντι, τέλος, στην κατανόηση της εξουσίας ως ουσίας του Νόμου στον οποίο αυτή εκδηλώνεται, αντί του εντοπισμού των διάφορων τεχνικών καταναγκασμού που η εξουσία χρησιμοποιεί κατά τη πραγματική άσκησή της (Foucault, 2002: 325 και επ.). Ο Foucault κάνει μάλιστα λόγο για μια υλιστική αντιστροφή του χομπσιανού μοντέλου του Λεβιάθαν, που συνοψίζει την πρωταρχικότητα του υποκειμένου-υπηκόου, την ενότητα της εξουσίας ως κυριαρχίας, το σεβασμό του νόμου (ό.π: 45 και επ.)2. Έναντι μιας “κατιούσας’’up-bottom ανάλυσης της εξουσίας ως κυριαρχίας, ο Foucault προτάσσει μια “ανιούσα”bottom-up αναλυτική της εξουσίας, από τους περιφερειακούς ενσώματους κόμβους εξουσίας προς ένα υπό κατασκευή σημείο στρατηγικής ισορροπίας, παγίωσης και θεσμικής αποκρυστάλλωσης του συσχετισμού δυνάμεων και εξουσιών.

Τί είναι εξουσία;

Τί είναι, λοιπόν, η εξουσία; Ο Foucault ορίζει την εξουσία ως ένα “πλήθος σχέσεων δύναμης” που“ενυπάρχουν στο χώρο όπου ασκούνται και είναι συστατικές της οργάνωσής τους”. Αυτές οι δυνάμεις διαμορφώνονται, ενδυναμώνονται, αντιστρέφονται μέσα σε ένα παίγνιο αδιάκοπων αγώνων και συγκρούσεων, βρίσκουν μεταξύ τους στηρίγματα και αναντιστοιχίες που σχηματίζουν αλυσίδες ή συστήματα δυνάμεων, ενεργοποιούνται μέσα σε στρατηγικές των οποίων το γενικό σχέδιο αποκρυσταλλώνεται μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς, στους νόμους, στις κοινωνικές ηγεμονίες(Foucault, 1978b: 115). Ωστόσο, μας συμβουλεύει ο Foucault, «δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε» παραγνωρίζοντας την εξουσία ως μία απλή διάδραση φυσικών δυνάμεων, καθώς μιλώντας για εξουσία «υποθέτουμε ότι κάποιοι ασκούν εξουσία σε κάποιους άλλους», άρα η εννοιολογική και πραγματική συγκρότηση της εξουσίας επί των ανθρώπων, σε διάκριση από την εξουσία επί των πραγμάτων, προϋποθέτει ατομικούς ή συλλογικούς «υμπαίκτες» (Foucault, 1991: 88)3.
Επιπλέον η εξουσία, έχοντας ως φορείς των δυνάμεων και των στρατηγικών τους συγκεκριμένους ανθρώπινους δρώντες, «ασκείται μόνο σε ελεύθερα υποκείμενα», στο βαθμό που κάθε εξουσία και κάθε μορφή διακυβέρνησης ανθρώπου από άνθρωπο οροθετείται από το πεδίο δυνατότητας των διαφορετικών διαγωγών, αντιδράσεων, τρόπων συμπεριφοράς, αντιστάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο «η ελευθερία τείνει να εμφανιστεί ως συνθήκη ύπαρξης της εξουσίας (ως η προϋπόθεσή της, εφόσον πρέπει να υπάρχει ελευθερία για να ασκηθεί η εξουσία)»(όπ.π: 93)4.
Μάλιστα, ο Foucault φτάνει στο σημείο να γράψει πως «η εγγύηση της ελευθερίας είναι η ελευθερία» (Foucault, 1987: 58). 
Επομένως, η φουκωική μικροφυσική της εξουσίας, παρά τη πληθωριστική, προνομιακή χρήση του φυσικο-επιστημονικού κοσμοειδώλου, ειδικά της φυσικής του πεδίου, δεν υποβιβάζει τις ανθρώπινες σχέσεις σε απλές σχέσεις φυσικών δυνάμεων, αντίθετα αναγνωρίζει τον πυρήνα αλήθειας της νεωτερικής σύλληψης του “ελεύθερου υποκειμένου” εγγράφοντάς τη σε μια νέα μέθοδο ανάλυσης. Άλλωστε, οι σχέσεις εξουσίας δεν μπορούν να νοηθούν και να κατανοηθούν χωρίς τη νεωτερική επίγνωση της ελεύθερης υποκειμενικότητας.
Διερωτάται λοιπόν κανείς, πόσο πραγματικά διαφέρει η θεώρηση του Foucault από τις νεωτερικές αντιλήψεις, κυρίαρχα του φυσικού δικαίου και του κοινωνικού συμβολαίου, που αντιλαμβάνονταν εξουσία υπό τη δεσπόζουσα της ελεύθερης βούλησης των υποκειμένων;
Ο Foucault αρνείται τη νεωτερική διϋποκειμενική σύλληψη της ελευθερίας, σύμφωνα με την οποία κάθε ελεύθερο υποκείμενο είναι αρχικά αυτοτελές, αυτόνομο και ανεξάρτητο, και έρχεται έπειτα σε επικοινωνία με άλλα ανεξάρτητα και ελεύθερα υποκείμενα, συνάπτοντας σχέσεις αντιπαλότητας και συναίνεσης, πολέμου και συμβολαίου.
Αντίθετα, ο Foucault θέτει, σε ένα πρώτο λογικό χρόνο συγκρότησης του εννοιολογικού του πλαισίου, την ελευθερία ως υπερβατολογική υποκειμενική συνθήκη και την εξουσία ως φυσικο-μηχανική, αντικειμενότροπη σχέση σωμάτων, ώστε να τις συνθέσει, σε ένα δεύτερο λογικό χρόνο, καθώς η μία συνϋποθέτει και ενυπάρχει στο όριο (α)δυνατότητας την άλλης. Η ελευθερία εξωτερικεύεται και αντικειμενοποιείται, μεταβαίνοντας από τη δυνατότητα στην ύπαρξη, σε πραγματικές, σχεσιακές καταστάσεις εξουσίας δυνητικά ελεύθερων υποκειμενικών φορέων, και αντίστροφα, οι πραγματικές καταστάσεις εξουσίας απεξαρθρώνονται και ρευστοποιούνται με τους αγώνες, μεταβαίνοντας από την ύπαρξη στη δυνατότητα της ελευθερίας. Στα σημεία και στις στιγμές ανυποταξίας στις σχέσεις εξουσίας, η αντίσταση τις απο-πραγμοποιεί, σχετικοποιεί την αντικειμενικότητά τους, τις ρηγματώνει, αποκαλύπτοντας πως διαρκής, μετατοπιζόμενη πραγματολογική συνθήκη τους είναι η ελευθερία. Στο σχήμα αυτό, η υποκειμενικότητα συνειδητοποιεί εκ των υστέρων, εμπειρικά, πρακτικά, a posteriori, πως εκ των προτέρων, υπερβατολογικά, a priori, καταστατικά ήταν ελεύθερη, και πως η ελευθερία είναι εγγενής στις σχέσεις εξουσίας. Εντός, εκτός, και ενάντια στις σχέσεις εξουσίας πραγματώνεται, κατ’αποτέλεσμα, το υποκείμενο και η ελευθερία.
Καθώς η δυνητική ελευθερία των υποκειμένων ενεργοποιείται σε πραγματικές καταστάσεις εξουσίας, όπου η ελευθερία του ενός περιορίζει την ελευθερία του άλλου με ασύμμετρο, εξουσιαστικό τρόπο, η εξουσία μπορεί να οριστεί ως εξωτερίκευση και αλλοτρίωση της ελευθερίας από τον εαυτό της. Καθώς σε κάθε πραγματική, αλυσιδωτή ενεργή σχέση δυνητικά ελεύθερων υποκειμένων μεταξύ τους, δεν έχουμε, οντολογικά, παρά την εξουσία ως πραγμάτωση μιας αλλοτριωτικής, αυτοπεριοριστικής σχέσης της ελευθερίας με τον εαυτό της.

Πώς ασκείται εξουσία;

Το ερώτημα τί είναι η εξουσία μεταβαίνει τελικά στο ερώτημα πώς ασκείται η εξουσία πάνω στα ελεύθερα υποκείμενα. Κατά αυτό το τρόπο, ο Foucault μετατρέπει το ερώτημα από οντολογικό σε λειτουργικό, από το ερώτημα περί του είναι στο ερώτημα περί του τρόπου λειτουργίας και χρήσης. Άλλωστε, ο ορθός προσδιορισμός του εκάστοτε προβλήματος-ερωτήματος είναι για τον Foucault η εκκίνηση κάθε κριτικής σκέψης. Στη φουκωϊκή προοπτική, η ιστορία της σκέψης μπορεί να καταγραφεί γενεαλογικά στη βάση των αναδυόμενων προβλημάτων, και απέναντι στα διάφορα ιστορικά προσδιορισμένα προβλήματα που ανακύπτουν, προβλήματα σεξουαλικότητας, εγκληματικότητας, ασθένειας κ.α, υπάρχουν διαφορετικέςδυνατές απαντήσεις-επιλύσεις”Αυτό όμως που πρέπει να κατανοηθεί, είναι εκείνο που τις καθιστά (σ.σ τις διαφορετικές απαντήσεις στα προβλήματα) δυνατές ταυτόχρονα. Είναι το σημείο στο οποίο είναι ριζωμένη η ταυτόχρονη εμφάνισή τους” (Foucault, 1987: 139).
Και προσθέτει εμφατικά: 

”Το έργο μιας ιστορίας της σκέψης όμως θα ήταν να ανακαλύψει στη ρίζα αυτών των διαφορετικών λύσεων τη γενική μορφή της προβληματικοποίησης που τις κατέστησε δυνατές-παρά την αντίθεσή τους…η προβληματικοποίηση… αναπτύσσει τις συνθήκες στις οποίες μπορούν να δοθούν οι δυνατές απαντήσεις. Καθορίζει τα στοιχεία που θα αποτελέσουν αυτό στο οποίο επιχειρούν να απαντήσουν οι διαφορετικές λύσεις. Αυτή η ανάπτυξη ενός δεδομένου σε ερώτημα, αυτός ο μετασχηματισμός μιας ομάδας εμποδίων και δυσκολιών σε προβλήματα στα οποία θα επιχειρήσουν να δώσουν μια απάντηση οι διάφορες λύσεις, αυτό ακριβώς αποτελεί το σημείο προβληματικοποίησης και το ειδικό έργο της σκέψης (όπ.π: 140)”. 

Με γνώμονα την παραπάνω μεθοδολογία, ο Foucault θα μετατρέψει το δήθεν αντικειμενικό δεδομένο των ιστορικών μορφών εξουσίας στο πρόβλημα-ερώτημα περί της άσκησης της εξουσίας. Πώς ασκείται λοιπόν η εξουσία:

«Η άσκηση της εξουσίας εμφανίζεται ως επήρεια, δεδομένου ότι η δύναμη ορίζεται από την ικανότητά της να επηρεάζει άλλες δυνάμεις (με τις οποίες σχετίζεται) ή να επηρεάζεται από αυτές. Ως ενεργός επήρεια: όπως όταν κάποιος προτρέπει, υποκινεί ή παράγει […] ως η αντενεργός επήρεια: όπως όταν κάποιος προτρέπεται, υποκινείται, αναγκάζεται να παράγει κάτι, να επιφέρει ένα “χρήσιμο” αποτέλεσμα […] Η ικανότητα του επηρεάζεσθαι μοιάζει με ύλη της δύναμης, και η ικανότητα του επηρεάζειν με λειτουργία της» (Deleuze, 2005: 125).
Το επηρεάζειν μεταξύ ελεύθερων υποκειμένων συμπυκνώνει τη σύνθετη σχέση δυνάμεων, τα αγωνιστικά παίγνια και τις ενεργοποιημένες στρατηγικές τους, δηλαδή τον εννοιολογικό πυρήνα της εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο ο Foucault θα αναπτύξει την έννοια του διαγράμματος της εξουσίας, ως αμιγή λειτουργία του επηρεάζειν και αμιγή ύλη του επηρεάζεσθαι, ανεξαρτήτως των εκάστοτε μορφών, στόχων, μέσων και υλικών υποστάσεων. Κάθε διάγραμμα είναι μια χαρτογράφηση της εξουσιαστικής επήρειας μεταξύ των υποκειμένων, πέρα από τις συγκεκριμένες μορφές και υποστάσεις. Για παράδειγμα, το Πανοπτικόν είναι ένα διάγραμμα εξουσίας, η πειθαρχική εξουσία, που διαπερνά, στα τέλη του 18ου αιώνα, τις πλέον διαφορετικές μορφές (εκπαίδευση, νοσοκομείο, φυλακή, εργοστάσιο, στρατός) και υποστάσεις (μαθητές, ασθενείς, φυλακισμένοι, εργάτες, στρατιώτες). Το διάγραμμα είναι μία πραγματική, αφηρημένη λειτουργία της εξουσίας “που πρέπει να διαχωριστεί από κάθε ιδιαίτερη χρήση”(όπ.π: 126).
Διαφορετικά διαγράμματα αποτελούν διαφορετικούς τύπους απαντήσεων στο γενικό ερώτημα και πρόβλημα: πώς ασκείται η εξουσία;

Διαγράμματα εξουσίας

Το αφηρημένο ερώτημα τί είναι εξουσία μετασχηματίστηκε στο πιο συγκεκριμένο ερώτημα πώς ασκείται εξουσία. Έχοντας προσδιορίσει το διάγραμμα ως γενική μορφή προβληματοποίησης της εξουσίας, οFoucault θα προχωρήσει στις ειδικές μορφές προβληματοποίησης ή σχετικής επίλυσης του προβλήματος, στα ειδικά ιστορικά διαγράμματα εξουσίας, ως διαφορετικές δυνατές, και ιστορικά ενεργές, απαντήσεις στο μείζον ερώτημα της άσκησης της εξουσίας. Από τη στιγμή που η εξουσία ορίζεται ως ένα πλήθος δυνάμεων, ένα παίγνιο αγώνων και μια αποκρυστάλλωση στρατηγικών μεταξύ των φορέων, μια φουκωικήδιαγραμματική τυπολογία της εξουσίας δεν αναφέρεται σε μια τυπολογία των “υποκειμένων” ή των“αντικειμένων” της, αλλά σε μια τυπολογία των συσχετισμών δύναμης, των παιγνίων και των στρατηγικών εξουσίας κατά τη πραγματική άσκησή της. Το διάγραμμα αφαιρείται από τις συγκεκριμένες σχέσεις υλικών υποστάσεων και μορφών, είναι μια αφηρημένη μηχανή εξουσίας. Η έννοια της διαγραμματικής χαρτογράφησης προτιμάται έναντι της φιλοσοφικής αφαίρεσης, με στόχο να συλληφθεί μια εννοιολογικά συγκροτημένη εξουσιαστική αντικειμενικότητα νέου τύπου, ευαίσθητη στις συγκεκριμένες, συμμεταβαλλόμενες σχέσεις εξουσίας που αυτές παγιώνουν.
Ο Foucault λοιπόν αναπτύσσει τέσσερις διαφορετικές απαντήσεις στο ερώτημα πώς ασκείται η εξουσία, τέσσερα διαγράμματα, κατηγορίες, μηχανισμοί εξουσίας: Η Κυριαρχία, η Πειθαρχία, η Ποιμαντική, ηΒιοπολιτική. Καθένα από αυτά τα διαγράμματα εξουσίας, στη λογική και την ιστορική τους διάσταση, σηματοδοτεί μια διαφορετική διάταξη δυνάμεων επί δυνάμεων, παιγνίων επί παιγνίων, στρατηγικών επί στρατηγικών, μια διαφορετική μέθοδο διακυβέρνησης των ανθρώπων. 

Κυριαρχία

Ο Foucault διακρίνει τις σχέσεις εξουσίας από τις καταστάσεις κυριαρχίας: “[…] όταν ένα άτομο ή μια κοινωνική ομάδα καταφέρνουν να παγιώσουν ένα πεδίο σχέσεων εξουσίας, να τις καθηλώσουν ή να τις σταθεροποιήσουν και να εμποδίσουν κάθε αντιστρεψιμότητα της κίνησης […], τότε βρισκόμαστε ενώπιον αυτού που μπορεί να ονομαστεί κατάσταση κυριαρχίας” (Foucault, 2008: σ. 354-356).
Κυριαρχία ο Foucault αποκαλεί, ακολουθώντας μια μακρά νεωτερική παράδοση, τη κρατική υπέρτατη εξουσία επί ενός καθορισμένου εδάφους, μια μορφή εξουσίας σφαιρικοποιούσα και ολοποιητική που εμφανίζεται από την αρχαία αυτοκρατορική Κίνα ως το νεωτερικό κράτος, μολονότι το νεωτερικό κράτος αποτελεί ένα μοναδικά αποτελεσματικό συνδυασμό ολοποιητικών και εξατομικευτικών τεχνικών (Foucault, 1991: 82, 83).
Κατά κανόνα, ο Foucault σκιαγραφεί τη Κυριαρχία σε αντιδιαστολή με την Πειθαρχία. Η Κυριαρχία συνδέεται με μια πυραμιδωτή μορφή εξουσίας που ασκείται ακτινωτά από μια κεντρική υποκειμενικότητα, τον αυτοκράτορα, βασιλιά ή μονάρχη, προς τους υπηκόους, εντός μιας καθορισμένης επικράτειας. Η κυρίαρχη υποκειμενικότητα του Κράτους ασκεί απόλυτη εξουσία περισσότερο πάνω στη γη, τα προϊόντα και τους υπηκόους, παρά στη καθημερινότητα των σωμάτων και τις λεπτοφυείς διεργασίες της, ιδιοποιείται, απομυζά, χαρατσώνει αγαθά και πλούτο, παρά χρόνο και εργασία, επιτρέπει τη νομική κωδικοποίηση σε συνεχείς υποχρεώσεις προς το πρόσωπο του Κυρίαρχου, αλλά “δεν επιτρέπει την κωδικοποίηση μιας συνεχούς επιτήρησης” σε επιμέρους συστήματα (όπ.π: 114). Στο νεωτερικό διάγραμμα της Κυριαρχίας η απόλυτη εξουσία θεμελιώνεται στην απόλυτη δαπάνη μιας πολιτικής τελετουργίας, ρόλος της οποίας “ήταν να πραγματοποιεί την υπερβολική και ταυτόχρονα ρυθμισμένη εκδήλωση τής εξουσίας· ήταν μια δαπανηματική έκφραση τής εξουσίας, μια υπερβολική και συνάμα κωδικοποιημένη «δαπάνη» απ’ όπου ή εξουσία αντλούσε ακατάπαυστα το σφρίγος της. Ήταν πάντα λίγο πολύ συνδεμένη με τον θρίαμβο. Ή πανηγυρική εμφάνιση του μονάρχη περιλάμβανε πάντα ένα στοιχείο καθιέρωσης, επίστεψης και ανάκτησης τής νίκης· και αυτές ακόμα οι μεγαλόπρεπες επικήδειες” (Foucault, 1978a: 248).
Στην ίδια κατεύθυνση, ο Foucault υπογραμμίζει στις διαλέξεις του για τη Γέννηση της Βιοπολιτικής πως η Κυριαρχίατου νεωτερικού κράτους, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον 16ο αιώνα στον ευρωπαϊκό χώρο, αποτελεί τη πρώτη μορφή “νεωτερικής διακυβερνησιακής τεχνολογίας”, σύμφωνα με την οποία η ορθολογικότητα της εξουσίας είναι η ορθολογικότητα του Κράτους υπό την έννοια της “κυρίαρχης ατομικότητας”, του κυρίαρχου υποκειμένου. 
«Η διακυβερνησιακή ορθολογικότητα σ’εκείνη τη στιγμή-είμαστε στην εποχή του Κρατικού Συμφέροντος-, είναι η ορθολογικότητα του ίδιου του κυρίαρχου, η ορθολογικότητα εκείνου που μπορεί να πει “εγώ, το Κράτος”. Πράγμα που προφανώς έθετε κάποια προβλήματα. Κατ’αρχάς, ”τί είναι αυτό το εγώ” που παραπέμπει την ορθολογικότητα της διακυβέρνησης στη δική του κυριαρχική ορθολογικότητα, μεγιστοποιώντας τη δική του ισχύ; Οπότε, προκύπτει το νομικό ζήτημα του συμβολαίου. Έχουμε, επίσης, ένα ζήτημα που τίθεται εκ των πραγμάτων: πώς μπορεί άραγε να ασκηθεί αυτή η ορθολογικότητα του κυρίαρχου, που έχει την αξίωση να λέει ”εγώ”, όταν πρόκειται για προβλήματα όπως αυτά της αγοράς ή, γενικά, όπως οι οικονομικές διαδικασίες, όπου η ορθολογικότητα όχι μόνο απαλλάσσεται τελείως από μια ενιαία μορφή αλλά αποκλείει απολύτως τόσο την ενιαία μορφή όσο και το κατοπτευτικό βλέμμα;» (Foucault, 2012: Μάθημα 4ης Απριλίου 1979-Γενικό Συμπέρασμα).

Για τον Foucault, η μετάβαση από τβασίλειο του ηγεμόνα στο νεωτερικό κυρίαρχο κράτος σηματοδοτεί τη μετατόπιση της διακυβερνησιακής λογικής, από το πρόσωπο του ηγεμόνα και τη περιουσία του, σε μια ορθολογικότητα υπολογισμού των δυνάμεων. Η νεωτερική πολιτική επιστήμη θεματοποιεί το κεντρικό πρόβλημα της νεωτερικής, νευτώνειας φυσικής επιστήμης, το πρόβλημα της πραγματικής δύναμης και της δυναμικής των σωμάτων, πρόβλημα που θα αποτελέσει στο εξής“την αρχή διανοητότητας της πολιτικής ορθολογικότητας” (Foucault, 2009: 382-383). Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα των δυνάμεων με τους όρους της φυσικής μηχανικής, η πολιτική διακυβέρνηση αναπτύσσει βασικά δύο ιδιαίτερες μηχανές: τη στρατιωτική-διπλωματική μηχανή, για τη ρύθμιση των εξωτερικών, διακρατικών σχέσεων δύναμης, και την αστυνομική μηχανή, για τη ρύθμιση των εσωτερικών σχέσεων δύναμης.
Ενώ η στρατιωτική-διπλωματική μηχανή έχει ως λειτουργικό στόχο τη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, η αστυνομική μηχανή έχει ως λειτουργικό στόχο τη μεγιστοποίηση των εσωτερικών δυνάμεων του κράτους με τη παράλληλη διατήρηση της εσωτερικής ισορροπίας και τάξης. Μάλιστα, οι δύο αυτές τάξεις δυνάμεων και μηχανών βρίσκονται σε άρρηκτη σχέση και αλληλεξάρτηση-η διατήρηση της εξωτερικής ισορροπίας δυνάμεων μέσω της στρατιωτικο-διπλωματικής μηχανής προϋποθέτει τη διατήρηση της εσωτερικής ισορροπίας δυνάμεων μέσω της αστυνομικής μηχανής, ενώ κοινό όργανο υπολογισμού και πολιτικής εκτίμησης των δυνάμεων είναι η στατιστική-η λέξη statistics προκύπτει από τη λέξη State (όπ.π: 407, 408, 410). Σε αντίθεση λοιπόν με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και τα βασίλεια, η διακυβέρνηση των οποίων βασίζεται στην παράδοση, την αρετή, τη θεία και την ανθρώπινη φυσική δικαιοσύνη, τη σοφία, η νεωτερική κυριαρχία σηματοδοτεί μια μετάβαση της διακυβερνητικής ορθολογικότητας στη διαχείριση των κρατικών δυνάμεων.
Ο Foucault θεωρεί την νεωτερική απολυταρχική Κυριαρχία επιστημολογικά ισόμορφη με τη νευτώνεια θεοφυσική των δυνάμεων, της οποίας το “πρώτο κινούν”, η κεντρική δύναμη της βαρύτητας που διέπει την κίνηση τόσο των πλανητικών όσο και των γήινων σωμάτων, αποδίδεται σε ένα υπερβατικό σημείο αναφοράς, το Θεό, έξω από το σύστημα αναφοράς των φυσικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των σωμάτων. Η ίδια διάταξη, το ίδιο διάγραμμα, χαρακτηρίζει τη πρώιμη νεωτερική διαρρύθμιση της εξουσίας, που προσλαμβάνει τη μορφή του απολυταρχικού νεωτερικού κράτους, ανάμεσα στην παλιά, θεοπατριαρχική παραδοσιακή τάξη και στην αναγνώριση της φυσικής μηχανικής των αναδυόμενων οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων, ηγεμονεύει τόσο στο πεδίο των φυσικών όσο και στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Το νευτώνειο κοσμοείδωλο δεν είναι παρά η γεφύρωση αυτών των δύο εποχών, που οδηγεί τον Νεύτωνα στην υποστήριξη μιας “βασιλεύομενης δημοκρατίας”, ισόμορφη με ένα σύμπαν στο οποίο ο Θεός διαδραματίζει το ρόλο της υπερβατικής πηγής των εγκόσμιων φυσικών νόμων και δυνάμεων. Ο Foucault περιγράφει τη μετάβαση από τη “μακροφυσική” της εξουσίας ως Κυριαρχίας, που αντιπροσωπεύεται από έναν Newton της απεραντοσύνης του ουρανού ή των αστρικών σωμάτων, στη“μικροφυσική” της εξουσίας ως πειθαρχίας, που αντιπροσωπεύεται από έναν Newton των μικρών σωμάτων (Foucault, 1978a: 187, 211). 

Oι Deleuze-Guattari απεικονίζουν στα Χίλια Πλατώ την Κυριαρχία με ένα σπειροειδές διάγραμμα, με φορά“από κάτω προς τα πάνω”από το βασιλικό σημαίνον κέντρο που περιστοιχίζεται από τη γραφειοκρατία των ιερέων, προς την περιφέρεια των υπηκόων και των εξιλαστήριων θυμάτων:
Υιοθετούμε το παρακάτω διαγραμματικό σχέδιο:

ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ-ΒΑΣΙΛΙΑΣ-ΗΛΙΟΣ (μπίλια στην κορυφή)
ΕΞΟΥΣΙΑ (οι ακτίνες που βγαίνουν από την μπίλια)
ΤΑΞΙΚΟ ΟΡΙΟ (η οριζόντια γραμμή)
ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ (πάνω από τη γραμμή)
ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ (κάτω από τη γραμμή)
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ (αντίστροφα βελάκια)
Πειθαρχία
Η κίνηση από την Κυριαρχία στην Πειθαρχία σηματοδοτεί το πέρασμα σε μηχανισμούς εξουσίας που, αντί να ενεργούν με υπερβατικές αφαιρέσεις, ενσωματώνονται στην παραγωγική αποτελεσματικότητα των επιμέρους θεσμών. “Τη παλιότερη αρχή «παρακράτηση-βία» πού διείπε την οικονομία τής εξουσίας, τα πειθαρχικά συστήματα την αντικαθιστούν τώρα με την αρχή «ηπιότητα-παραγωγή-κέρδος” (Foucault, 1978a: 287). Ενώ η πειθαρχία, ως πειθαρχία-αποκλεισμός, συνυπάρχει με τα συστήματα κυριαρχίας όλο και περισσότερο στη διάρκεια του 17ου αιώνα, επιτελώντας κυρίως αρνητικές λειτουργίες, την “αναχαίτιση του κακού”, τη “διακοπή των επικοινωνιών”, το “σταμάτημα του χρόνου”, είναι ο “πανοπτισμός”, η“πειθαρχία μηχανισμός”, εκείνο το λειτουργικό σύστημα που γενικεύεται και “βελτιώνει τήν άσκηση της έξουσίας, καθιστώντας την ταχύτερη, ελαφρότερη, άποτελεσματικότερη – ενα σχέδιο έντεχνων και άθόρυβων καταναγκασμών πού προορίζεται γιά μιά μελλούμενη κοινωνία. Ή κίνηση πού πάει από τό ενα σχέδιο στό άλλο, άπό ενα σχήμα έκτακτης πειθαρχίας σ’ ενα σχήμα γενικευμένης επιτήρησης, βασίζεται σέ μιάν ιστορική άλλαγή: τήν προοδευτική έπέκταση τών πειθαρχικών οργάνων, στή διάρκεια τοϋ 17ου καί τοϋ 18ου αιώνα, τόν πολλαπλασιασμό τους σέ ολόκληρο τό κοινωνικό σώμα, τή διαμόρφωση έκείνου πού θά μπορούσαμε νά ονομάσουμε γενικά πειθαρχική κοινωνία” (όπ.π: 276).
Η πειθαρχική εξουσία αντικαθιστά τη θριαμβευτική, πυραμοειδή ιεραρχία της Κυριαρχίας, που έχει φορά “από πάνω προς τα κάτω”, με μια λειτουργικότερη και προσαρμοστικότερη πυραμοειδή ιεραρχία της εξουσίας η οποία έχει την αντίστροφη φορά, “από κάτω προς τα πάνω”, λειτουργώντας “ως μηχανοδομή” και θέτοντας σε κίνηση“μιαν εξουσία σχεσιακή, πού στηρίζεται στους δικούς της μηχανισμούς και πού υποκαθιστά τη λάμψη των εκδηλώσεων, με την αδιάλειπτη εναλλαγή σχεδιασμένων παρακολουθήσεων” (όπ.π: 235). Πρόκειται για μια “μακριά έξελικτική πορεία μέσα άπό την όποία όλες οί πομπές της κυριαρχίας, οί άναγκαστικά θεαματικές εκδηλώσεις της έξουσίας, έσβησαν ή μιά μετά την αλλη μέ την καθημερινή άσκηση της επιτήρησης, μέσα σ’ εναν πανοπτισμό όπου ή έπαγρύπνηση τών διασταυρούμενων βλεμμάτων θά καταστήσει σέ λίγο περιττό τόν ‘Αετό καθώς καί τόν Ήλιο” (όπ.π: 286).
Σύμφωνα με τον Foucault, τρία κριτήρια χαρακτηρίζουν το διάγραμμα της Πειθαρχίας, την πειθαρχική τεχνική και τις τακτικές εξουσίας της για τη ρύθμιση της ανθρώπινης πολλαπλότητας:
1. “Nα κάνει την άσκηση της εξουσίας όσο το δυνατόν λιγότερο δαπανηρή (οικονομικά, με τις μικρές δαπάνες πού απαιτεί· πολιτικά, με τη διακριτικότητά της, τη χαλαρή εξωτερίκευση της, τη σχετική αθεατότητά της, τη λιγοστή αντίδραση πού προκαλεί)”.
2. Να ενεργεί μα τρόπο ώστε τα αποτελέσματα τής κοινωνικής αυτής εξουσίας να φτάνουν στον ανώτατο βαθμό έντασης και να επεκτείνονται όσο το δυνατόν περισσότερο, χωρίς αστοχίες ή κενά”.
3. “Να συνδέει την «οικονομική» αυτήν ανάπτυξη τής εξουσίας με την απόδοση των μηχανισμών στο εσωτερικό των όποιων ασκείται (άσχετα με το αν πρόκειται για μηχανισμούς παιδαγωγικούς, στρατιωτικούς, βιομηχανικούς, ή ιατρικούς), κοντολογίς, να αυξάνει ταυτόχρονα την υπακοή και τη χρησιμότητα όλων των στοιχείων του συστήματος”.
Η βασική αρχή που διέπει την Πειθαρχία, λοιπόν, είναι η αρχή βελτιστοποίησης της απόδοσης.
Αναφαίνεται ετσι μιά καινούργια απαίτηση στήν όποία πρέπει νά ανταποκριθεί ή πειθαρχία: ή κατασκευή μιας μηχανής πού τά άποτελέσματά της θά μεγιστοποιούνται χάρη στή μελετημένη συναρμογή των στοιχειωδών κομματιών πού τήν αποτελούν. Ή πειθαρχία δεν είναι πιά απλώς μιά τέχνη κατανομής των σωμάτων, απόσπασης καί σώρευσης του χρόνου, άλλά σύνθεσης τών δυνάμεων γιά τήν απόκτηση ενός τελεσφόρου μηχανισμού. Ή άπαίτηση αυτή εκφράζεται μέ πολλούς τρόπους […] Πράγματι, ή πειθαρχική εξουσία είναι μιά εξουσία πού άντί νά απομυζά καί νά χαρατσώνει, εχει ώς μείζονα ρόλο νά «εκγυμνάζει»· ή μάλλον: νά εκγυμνάζει γιά νά απομυζά καί νά χαρατσώνει καλύτερα. Δεν άλυσοδένει τίς δυνάμεις γιά νά τις καθυποτάξει, προσπαθεί νά τίς συνάψει ετσι ώστε νά τίς πολλαπλασιάσει καί νά τίς χρησιμοποιήσει. Άντί νά κάμπτει ομοιότροπα καί μαζικά ο,τι της είναι υποταγμένο, διαχωρίζει, άναλύει, διαφοροποιεί, προωθεί τίς μεθόδους της αποσύνθεσης ώς τίς αναγκαίες καί επαρκείς Ιδιοτυπίες. «Εκγυμνάζει» τά κινητά, συγκεχυμένα, ανώφελα πλήθη σωμάτων καί δυνάμεων καί τά μετατρέπει σέ μιάν πολλαπλότητα ατομικών στοιχείων – μικρά χωριστά κύτταρα, όργανικές αύτονομίες, άτομικότητες καί γεννητικές άλληλουχίες, τμήματα πού συνδυάζονται. Ή πειθαρχία «κατασκευάζει» άτομα· είναι ή ειδική τεχνική μιας έξουσίας πού πορίζεται τά άτομα καί ώς αντικείμενα καί ώς όργανα γιά τήν άσκηση της. Δεν πρόκειται γιά μιά θριαμβευτική εξουσία πού, βασιζόμενη στήν ϊδια τήν υπερβολή της, μπορεί νά εχει έμπιστοσύνη στήν ανώτερη δύναμή της· άλλά γιά μιάν έξουσία σώφρονα, καχύποπτη, πού λειτουργεί σύμφωνα με μιάν ύπολογισμένη άλλά μόνιμη οικονομία. Σεμνοί τρόποι, ελάσσονες μέθοδες, άν τίς συγκρίνει κανείς μέ τίς μεγαλόπρεπες τελετουργίες της βασιλείας ή μέ τούς έντυπωσιακούς μηχανισμούς τοϋ Κράτους” (όπ.π:215, 227)

Όπως συνοψίζει ο Foucault:

Tά πειθαρχικά συστήματα όφείλουν νά αυξήσουν τήν ιδιάζουσα στίς πολλαπλότητες χρήσιμη ένέργεια, νά καταστήσουν τήν κάθε μία άπό αυτές πιό ωφέλιμη άπό τό απλό άθροισμα των στοιχείων της: καί άκριβώς γιά νά αυξήσουν τά χρήσιμα άποτελέσματα τοϋ πολλαπλού, τά πειθαρχικά συστήματα επινοούν τακτικές κατανομής, άμοιβαίας διευθέτησης των σωμάτων, των κινήσεων καί των ρυθμών, διαφοροποίησης των ικανοτήτων, άμοιβαίου συντονισμού σέ σχέση μέ διάφορα όργανα ή εργα. Τέλος, ή πειθαρχία πρέπει νά χειρίζεται τίς σχέσεις έξουσίας όχι πάνω άπό τήν πολλαπλότητα, άλλά μέσα στήν ϊδια τήν υφή της, μέ τόν πιό διακριτικό τρόπο, τόν καλύτερα συναρθρωμένο μέ τίς άλλες λειτουργίες της πολλαπλότητας αύτής, καθώς καί τόν λιγότερο δαπανηρό: σέ όλα αυτά άνταποκρίνονται όργανα έξουσίας άνώνυμα καί συνεκτατά μέ τήν πολλαπλότητα πού καθυποτάσσουν, όπως είναι ή ιεραρχική έπιτήρηση, ή συνεχής καταγραφή, ή ατέρμονη κρίση και ταξινόμηση. Τελικά, ή πειθαρχία πρέπει νά αντικαταστήσει μιάν εξουσία πού εκδηλώνεται με την αίγλη εκείνων πού την ασκούν, με μιαν εξουσία πού έντεχνα αντικειμενοποιεί εκείνους στους όποιους ασκείται· πρέπει μάλλον να διαμορφώσει μια γνώση αναφορικά μ’ αυτούς, παρά να επιδείξει τα πομπώδη σημάδια της κυριαρχίας. Κοντολογίς, τα πειθαρχικά συστήματα είναι το σύνολο των μικροσκοπικών τεχνικών εφευρέσεων, πού επέτρεψαν να αυξηθεί το χρήσιμο μέγεθος της πολλαπλότητας, περιορίζοντας τα μειονεκτήματα της εξουσίας η οποία, ακριβώς για να τήν καταστήσει χρήσιμη, οφείλει να την κυβερνά. ‘Οποιαδήποτε πολλαπλότητα – είτε πρόκειται για ένα εργαστήρι είτε για ένα Έθνος, για ένα στρατό ή για ένα σχολείο- φτάνει το κατώφλι της πειθαρχίας μόνον όταν ή σχέση ανάμεσα στη μια και στην άλλη γίνεται θετική” (όπ.π: 289)

Μια χαρτογράφηση του πειθαρχικού διαγράμματος, την πλέον αντιπροσωπευτική, όπως υποστηρίζει οFoucault, μας έδωσε ο Bentham. Το Πανοπτικόν, ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο κατασκευής φυλακών με κυκλική διάταξη των κελιών και στο κέντρο του έναν πύργο ελέγχου, είναι ένα διάγραμμα εξουσίας που για τον μεγάλο φιλόσοφο του ωφελιμισμού μπορεί να υλοποιηθεί ισόμορφα στη φυλακή, στο σχολείο, στο νοσοκομείο, στο εργοστάσιο, στο στρατό, βελτιστοποιώντας τα αποτελέσματα της εξουσίας.

Πειθαρχία

  • ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ (το μάτι στην μέση)
  • ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΒΕΛΗΝΕΚΕΣ (οι κυματιστές ακτίνες)
  • ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ (το μέσα από το διακεκκομένο κυκλικό όριο)
  • ΕΞΩ (το απέξω)
  • ΟΡΙΟ ΕΞΟΥΣΙΑΣ (το διακεκομμένο κυκλικό όριο)
  • ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΩΝ (οι σχηματισμοί εντός της επικράτειας)

Το Πανοπτικόν αποφεύγει να χρησιμοποιήσει την κάθετη μέθοδο της Κυριαρχίας, επιδιώκοντας τη μοριακή ανατομο-πολιτική διάταξη των σωμάτων με τέτοιο τρόπο, ώστε να παραχθεί η πειθάρχηση και αυτοπειθάρχησή τους στον ορίζοντα ενός πανοπτικού ελέγχου:

Πώς όμως νά ένισχυθεϊ ή εξουσία μέ τρόπο ώστε, αντί νά παρακωλύει τήν πρόοδο αυτή, αντί νά τήν επιβαρύνει μέ τίς άπαιτήσεις και τή δυσκινησία της, άντιθετα νά τή διευκολύνει; Ποιός ένισχυτής της εξουσίας μπορεί ταυτόχρονα νά είναι καί πολλαπλασιαστής της παραγωγής; Πώς θά μπορέσει ή έξουσία, αυξάνοντας τίς δυνάμεις της, νά αυξάνει καί τίς δυνάμεις της κοινωνίας, αντί νά τίς σφετερίζεται ή νά τίς περιστέλλει; Ή λύση πού δίνει τό Πανοπτικόν σέ τούτο τό πρόβλημα είναι ή άκόλουθη: ότι ή παραγωγική έπαύξηση της έξουσίας δέν μπορεί νά εξασφαλιστεί παρά μόνο αν υπάρχει, άπό τή μιά μεριά, ή δυνατότητα νά άσκείται συνεχώς στό υπόβαθρο της κοινωνίας, ώς καί στά λεπτομερή μόριά της, καί άν, άπό τήν άλλη, λειτουργεί χωρίς έκεϊνες τίς αιφνίδιες, βίαιες, ασυνεχείς, μορφές πού συνδέονται μέ τήν άσκηση της κυριαρχίας. Τό σώμα τοϋ βασιλιά, μέ τήν παράδοξη υλική καί μυθική του παρουσία, μέ τή δύναμη πού ό ίδιος επιδεικνύει ή μεταβιβάζει σέ μερικούς, βρίσκεται στό άκρο αντίθετο της νέας αυτής φυσικής τής εξουσίας όπως την καθορίζει ό πανοπτισμός […] Ό πανοπτισμός είναι ή γενική αρχή μιας νέας «πολιτικής άνατομίας», πού άντικείμενο καί σκοπός της δέν είναι οί σχέσεις κυριαρχίας αλλά οί σχέσεις πειθαρχίας.”(όπ.π274-275).

Για τον Foucault η εξουσία δεν έχει απλώς μια αρνητική λειτουργία καταστολής, απώθησης, συγκάλυψης. Παράγει, παράγει κάτι το πραγματικό. Η Πειθαρχία, ως διάγραμμα και αφηρημένη μηχανή εξουσίας που εξαπλώνεται με την δημογραφική και βιομηχανική ανάπτυξη, αλλά και με την πολιτική νίκη της φιλελεύθερης αστικής τάξης, παράγει τα άτομα μέσω οργανωμένων και θεσμικών διαδικασιών εξατομίκευσης των σωμάτων, και είναι αυτές οι υλικές διαδικασίες που γεννούν τους αφηρημένους νομικούς τύπους και τα πρότυπα του συμβολαίου και της ανταλλαγής, όχι το αντίστροφο (όπ.π255-256):
Από ιστορική άποψη, ή διαδικασία μέ τήν όποία ή άστική τάξη εγινε, στή διάρκεια του 18ου αιώνα, ή πολιτικά κυρίαρχη τάξη, όχυρώθηκε πίσω άπό τήν καθιέρωση ενός νομικού πλαισίου, ξεκάθαρου, κωδικοποιημένου, τυπικά εξισωτικού, καί παγίωσε τή θέση της μέ τήν οργάνωση ενός καθεστώτος κοινοβουλευτικού καί αντιπροσωπευτικού. Ή άνάπτυξη όμως καί ή γενίκευση τών πειθαρχικών συστημάτων αποτέλεσαν τήν άλλη όψη – τή ζοφερή – τών διαδικασιών αύτών. Ή γενική νομική μορφή πού διασφάλιζε ενα σύστημα δικαιωμάτων καταρχήν ίσωτικών είχε σάν υπόβαθρο τούς καθημερινούς καί φυ σικούς μικρομηχανισμούς, καθώς καί όλα έκεϊνα τά συστήματα μικροεξουσίας, τά άνισωτικά καί ασύμμετρα στήν ουσία, πού είναι οΐ πειθαρχικές μέθοδες. Καί άν τυπικά τό αντιπροσωπευτικό καθεστώς επιτρέπει στή βούληση όλων νά διαμορφώνει – άμεσα ή εμμεσα, μέ ή χωρίς αλλαγή σκυτάλης – τή θεμελιακή άρχή της κυριαρχίας, τά πειθαρχικά συστήματα έξασφαλίζουν, στή βάση, τήν ύποταγή τών δυνάμεων καί τών σωμάτων. Ή πραγματική καί σωματική πειθαρχία αποτέλεσε τό υπόστρωμα κάθε τυπικής καί νομικής ελευθερίας. Τό «Συμβόλαιο» μπορούσε κάλλιστα νά νοηθεί σάν ιδανικό θεμέλιο τού δικαίου καί της πολιτικής έξουσίας· ό πανοπτισμός αποτελούσε τήν οικουμενικά διαδομένη τεχνική μέθοδο του καταναγκασμού. Δέν επαψε ποτέ νά κατεργάζεται σέ βάθος τίς νομικές δομές της κοινωνίας, γιά νά βάζει σέ λειτουργία τούς ουσιαστικούς μηχανισμούς της εξουσίας, υπονομεύοντας τά τυπικά πλαίσια πού αυτή ειχε υιοθετήσει. Ό «Διαφωτισμός» πού ανακάλυψε τίς ελευθερίες, έφεύρε καί τίς πειθαρχίες.
Φαινομενικά, οί πειθαρχίες δέν άποτελούν τίποτα περισσότερο άπό ενα ύπο-δίκαιο. Μοιάζουν νά προεκτείνουν ως τό απειροελάχιστο έπίπεδο τών χωριστών υπάρξεων τις γενικές μορφές πού προσδιορίζονται άπό τό δίκαιο- ή άκόμα παρουσιάζονται ώς τρόποι μαθητείας πού επιτρέπει στά άτομα νά εντάσσονται σ’ αυτές τίς γενικές άπαιτήσεις. Θά ελεγε κανείς πώς άκολουθοΰν τόν ϊδιο τύπο δικαίου άλλάζοντάς του κλίμακα, καί καθιστώντας το άκόμα πιό λεπτόλογο καί σίγουρα πιο επιεικές” (όπ.π: 291 και επ. ). 

Σύμφωνα με τον Γάλλο στοχαστή, η μετάβαση από τη διαγραμματική στρατηγική της Κυριαρχίας στηδιαγραμματική στρατηγική της Πειθαρχίας συνεπάγεται ένα φαινόμενο που ονομάζει “αναστροφή του πολιτικού άξονα της εξατομίκευσης”. Σε συνθήκες γενικευμένης Κυριαρχίας, στον τύπο της βασιλικής, αυτοκρατορικής κυριαρχίας, στο φεουδαρχικό καθεστώς αλλά και στο απολυταρχικό νεωτερικό κράτος, η εξατομίκευση φτάνει στο ύψιστο σημείο της στα ανώτερα ιεραρχικά κλιμάκια της εξουσίας, στον ίδιο τον κυρίαρχο ως υποκειμενικότητα, Αντίθετα, στο φιλελεύθερο κράτος και σε συνθήκες γενίκευσης της Πειθαρχίας η εξατομίκευση είναι “κατιούσα”, όσο περισσότερο επιτηρείται ένα άτομο τόσο περισσότερο εξατομικεύεται ως υποκειμενικότητα, ο απείθαρχος φυλακισμένος, ο άρρωστος, ο τρελός, εξατομικεύονται περισσότερο από τον κανονικοποιημένο, “φυσιολογικό” άνθρωπο του μέσου όρου: “Ή στιγμή όπου εγινε τό πέρασμα άπό τούς ίστορικο-τυπο-κρατικούς μηχανισμούς διάπλασης της ατομικότητας στούς έπιστημονικο-πειθαρχικούς μηχανισμούς, όπου τό κανονικό αντικατέστησε τό προγονικό στοιχείο, καί ή μέτρηση τήν κοινωνική θέση, υποκαθιστώντας ετσι τήν ατομικότητα του «άξιομνημόνευτου» άνθρώπου μέ τήν άτομικότητα του «υπολογίσιμου» άνθρώπου, ή στιγμή αυτή όπου έγιναν εφικτές οί έπιστήμες τοϋ άνθρώπου, είναι ή στιγμή όπου έφαρμόστηκαν μιά νέα τεχνολογία της έξουσίας καί μιά διαφορετική πολιτική ανατομία τοϋ σώματος” (όπ.π254-255). Από το ένα κεντρικό Υποκείμενο στο πρόσωπο του βασιλιά-Κυρίαρχου, που κυβερνά τους υπηκόους και τον πλούτο ως “αντικείμενα” της Κυριαρχίας, μεταβαίνουμε στα πολλαπλά υποκείμενα διακυβέρνησης από ένα απρόσωπο, ελάχιστα υποκειμενικό και προσωποπαγές σύστημα επιστημονικής πειθαρχικής επιτήρησης.

Ποιά είναι όμως η σχέση των πολλαπλών αυτών ατομικών υποκειμένων με την ιστορική μορφή του Διαφωτισμού και του φιλελευθερισμού; Στις διαλέξεις του για τη Γέννηση της Βιοπολιτικής, ο Foucaultανασυγκροτεί την ιστορία ανάπτυξης της καπιταλιστικής διακυβερνησιακής ορθολογικότητας, ήκρατικοποίησης (Foucault, 2012: 87), από το απολυταρχικό στο φιλελεύθερο κράτος, μέχρι τον γερμανικόκαι τον αμερικάνικο νεοφιλελευθερισμό, από την Κυριαρχία και την Πειθαρχία μέχρι τη Βιοπολιτική. Στις διαλέξεις αυτές ο Foucault αρχικά περιγράφει το πώς η νεωτερική κρατική ορθολογικότητα μεταβαίνει από την εξωτερική προστασία του υπηκόου από τον κυρίαρχο (Κυριαρχία), στη κρατική διαχείριση του παιχνιδιού ασφάλειας-ελευθερίας μέσω των πειθαρχικών τεχνικών (Πειθαρχία), με μία δηλαδή επέκταση των διαδικασιών ελέγχου, καταναγκασμού, επιβολής, “που θα συγκροτηθούν ως το αντίθετο και το αντιστάθμισμα των ελευθεριών’’ (όπ.π78, 79). Στις διαλέξεις αυτές, η μετάβαση αυτή περιγράφεται ως μετάβαση από την κρατοκεντρική, απολυταρχική διακυβέρνηση στη φιλελεύθερη διακυβέρνηση, με έμβλημα το Πανοπτικόν:
Tο πανοπτικό είναι η πραγματική μορφή φιλελεύθερης διακυβέρνησης, διότι, κατά βάθος, τί οφείλει να κάνει μια διακυβέρνηση? Οφείλει, φυσικά, να αφήνει χώρο σε ό,τι μπορεί να είναι η φυσική μηχανική, τόσο των συμπεριφορών όσο και της παραγωγής. Οφείλει να αφήνει χώρο σ’αυτούς τους μηχανισμούς και δεν πρέπει να παρεμβαίνει με κανέναν άλλο τρόπο, τουλάχιστον σε έναν πρώτο βαθμό, παρά μόνο με την επιτήρηση. Μόνο όταν η διακυβέρνηση, περιορισμένη αρχικά στη λειτουργία της επιτήρησης, θα δει ότι κάτι δεν συνάδει με τη γενική μηχανική των συμπεριφορών, των ανταλλαγών, της οικονομικής ζωής, τότε μόνο θα πρέπει να παρέμβει. Ο πανοπτισμός δεν είναι μια μηχανική τοπική και περιορισμένη σε ιδρύματα. Για τον Μπένθαμ, ο πανοπτισμός είναι μια γενική πολιτική έκφραση, χαρακτηριστική ενός τύπου διακυβέρνησης” (όπ.πσ. 80).
Ο φιλελευθερισμός αφορά τη διαχείριση, οργάνωση, υπολογισμό των συνθηκών και του κόστους ασφαλείας, με την οποία μπορεί κανείς να είναι ελεύθερος (όπ.π76), ειδικότερα, φιλελεύθερη είναι η διακυβέρνηση η οποία θα εξασφαλίσει πως το ατομικό συμφέρον, τα διάφορα συμφέροντα και η μεταξύ τους απόκλιση, ενδεχομένως αντίθεση, δεν θα συνιστούν κίνδυνο για το συμφέρον όλων-το βασικό πρόβλημα ασφαλείας είναι η προστασία του “συλλογικού συμφέροντος” απέναντι στους κινδύνους που επιφέρει η κίνηση των “ατομικών συμφερόντων’’ (όπ.π77). O Foucault εντάσσει τη σχολή της πολιτικής οικονομίας των φυσιοκρατών, τον Adam Smith, τον Kant, νομικούς του 18ου αιώνα, σε αυτή τη νέα διακυβερνησιακή λογική πολιτικού υπολογισμού σε διεθνή κλίμακα, θεωρώντας τη φιλελεύθερη λογική ισόμορφη με έναν διακυβερνησιακό νατουραλισμό, που εμφανίζεται έντονα στις θεωρίες φυσικού συμβολαίου, “στον βαθμό που η ελευθερία για την οποία μιλούσαν οι φυσιοκράτες, ο Άνταμ Σμιθ κτλ είναι πολύ περισσότερο η αυθορμησία, η εσωτερική και εγγενής μηχανική των οικονομικών διαδικασιών παρά μια νομική ελευθερία που αναγνωρίζεται ως τέτοια στα άτομα’’ (όπ.π70, 73,74).
Όπως συνοψίζει ο Foucault:
Βάσει της νέας διακυβερνησιακής λογικής-κι εδώ είναι το σημείο αποκόλλησης μεταξύ παλαιάς και νέας, μεταξύ αυτής του κρατικού συμφέροντος και αυτής του ελάσσονος Κράτους-η διακυβέρνηση δεν πρέπει εφεξής να παρεμβαίνει, δεν έχει άμεση πρόσβαση στα πράγματα και στους ανθρώπους, δεν μπορεί να έχει πρόσβαση, δεν νομιμοποιείται, δεν δικαιολογείται νομικά και λογικά να παρεμβαίνει, παρά μόνο στον βαθμό που το συμφέρον, τα συμφέροντα, τα παιχνίδια των συμφερόντων καθιστούν το τάδε άτομο ή το τάδε πράγμα ή το τάδε αγαθό ή τον τάδε πλούτο ή την τάδε διαδικασία συμφέρουσα για τα άτομα ή για το σύνολο των ατόμων ή για τα συμφέροντα του τάδε ατόμου, καθώς αυτά συγκρούονται με το συμφέρον όλων κτλ. Η διακυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για συμφέροντα. Η νέα διακυβέρνηση, η νέα διακυβερνησιακή λογική, δεν καταγίνεται με αυτό που θα αποκαλούσα τα καθαυτά πράγματα της κυβερνητικότητας, που είναι τα άτομα, που είναι τα πράγματα, που είναι τα πλούτη, που είναι η γη. Δεν καταγίνεται με αυτά καθεαυτά τα πράγματα. Καταγίνεται με εκείνα τα πράγματα της πολιτικής που συνιστούν ακριβώς την πολιτική και τα διακυβεύματα της πολιτικής, με εκείνα τα φαινόμενα που αποκαλούνται συμφέροντα ή με εκείνη την πλευρά μέσω της οποίας το τάδε άτομο, το τάδε πράγμα, ο τάδε πλούτος κτλ, ενδιαφέρει τα άλλα άτομα ή τη συλλογικότητα”. Ο πρώτος πυλώνας της νέας, φιλελεύθερης και πειθαρχικής, διακυβερνησιακής λογικής, είναι η αγορά ως μηχανισμός “μηχανισμός ανταλλαγών και τόπος αληθολογίας όσον αφορά τη σχέση τιμής και αξίας”. Ο δεύτερος πυλώνας είναι η “επεξεργασία της δημόσιας ισχύος και το μέγεθος των παρεμβάσεών της σε συνάρτηση με την αρχή της ωφελιμότητας”. Με βάση αυτές τις δύο αρχές, η κρατική διακυβέρνηση καλείται να αυτοπεριοριστεί στην ελάχιστη και αναγκαία άσκησή της, ώστε να είναι αποδοτική. Η γενική, υπερκείμενη κατηγορία σε σχέση με την ανταλλαγή και την ωφελιμότητα, είναι το συμφέρον. Ως βασικός γνώμονας διακυβέρνησης, πλέον, δεν λαμβάνεται το συμφέρον του Κράτους ως υποκειμένου, αλλά τα πολλαπλά υποκειμενικά συμφέροντα της κοινωνίας των ιδιωτών. Το συμφέρον γίνεται πλέον η μόνη επιφάνεια πάνω στην οποία μπορεί να παρέμβει η φιλελεύθερη διακυβέρνηση, υποστηριζόμενη από τις πειθαρχίες (όπ.π58-61).
Αυτός ο φιλελεύθερος “νατουραλισμός” είναι επιστημολογικά ισόμορφος με τη νευτώνεια φυσική μηχανική, που ηγεμονεύει ως ο θεμελιώδης γνώμονας κατανόησης της φύσης και της κοινωνίας εκείνη την εποχή, ως η θεμελιώδης δηλαδή κοσμοαντίληψη.

Η Αστυνομία ως διαμεσολάβηση

Ιδιαίτερη θέση στο φουκωικό σύστημα κατανόησης της πειθαρχικής εξουσίας κατέχει η Αστυνομία. Η Αστυνομία τοποθετείται μεταξύ της Κυριαρχίας και της Πειθαρχίας, αλλά και μεταξύ της πειθαρχικής και της ποιμαντικής εξουσίας, την οποία θα αναλύσουμε στη συνέχεια, ως οντολογική και εννοιολογική γέφυρα. Μολονότι ο Foucault παρουσιάζει αναλυτικά την ιστορική γενεαλογία της αστυνομίας, τηςPolizeiwissenschaft, στις ύστερες διαλέξεις του Ασφάλεια, Επικράτεια, Πληθυσμός, ήδη από το Επιτήρηση και Τιμωρία τονίζει την ιδιαίτερη δυναμική της και το κρίσιμο, μεσολαβητικό της ρόλο ανάμεσα στην διακυβερνητική μακροκλίμακα της Κυριαρχίας και τη μικροκλίμακα της Πειθαρχίας: 

Κοντολογίς, ή άστυνομία τού 18ου αιώνα στόν ρόλο της ώς βοηθού τής δικαιοσύνης, όταν διώκει τούς έγκληματίες, καί ώς όργάνου γιά τόν πολιτικό έλεγχο τών συνωμοσιών, τών αντιπολιτευτικών κινήσεων ή τών εξεγέρσεων, προσθέτει μιά πειθαρχική λειτουργία. Περίπλοκη λειτουργία, άφοϋ συνδέει τήν άπόλυτη έξουσία τού μονάρχη μέ τίς μικρές βαθμίδες εξουσίας, τίς διάσπαρτες στήν κοινωνία’ αφού απλώνει, άνάμεσα στίς διάφορες κλειστές πειθαρχικές όργανώσεις (έργαστήρια, στρατεύματα, σχολεία), ένα διάμεσο δίκτυο καί δρα έκεϊ όπου αύτές δέν μπορούν νά παρέμβουν, πειθαρχώντας τούς μη-πειθαρχημένους χώρους, πού τούς καλύπτει, όμως, τούς συνδέει μεταξύ τους, καί, μέ τήν όπλισμένη δύναμή της, τούς άσφαλίζει: πειθαρχία ένδιάμεση καί μετα-πειθαρχία” (Foucault, 1978a282).

Ποιμαντική

Πολλές αναγνώσεις του φουκωϊκού έργου αφηγούνται το πέρασμα από την Κυριαρχία και τη Πειθαρχία στηΒιοπολιτική. Ο ίδιος ο Foucault συχνά ακολουθεί την ίδια αφήγηση5. Ωστόσο, υπάρχει τουλάχιστον άλλο ένα διάγραμμα εξουσίας που ο Γάλλος στοχαστής έχει εντοπίσει ιστορικά και το οποίο έχει αναλύσει. Ηποιμαντική εξουσία έχει μια πολλαπλή θέση στο έργο του Γάλλου διανοητή. Εμφανίζεται ως κρίσιμος τριπλός καταλύτης διαμεσολάβησης: ανάμεσα στη προ-νεωτερική, χριστιανική-εκκλησιαστική εξουσία και τη νεωτερική πολιτική-κρατική εξουσία, ανάμεσα στην κυριαρχική, υπέρτατη εξουσία και τη πειθαρχική μικρο-εξουσία, ανάμεσα στην πειθαρχική εξουσία και τη βιοπολιτική εξουσία. Υπό αυτή την έννοια, το είδος, ο χαρακτήρας και η προσδιορισμένη ιστορική θέση της ποιμαντικής εξουσίας (στο εξής, Ποιμαντική), ως διαγράμματος εξουσίας ανάμεσα στα άλλα διαγράμματα, δεν είναι διόλου προφανή στις φουκωικές αναπτύξεις. Για το λόγο αυτό θα προσπαθήσουμε να αποσαφηνίσουμε το σημείο αυτό, ανακατασκευάζοντας τελικά το διάγραμμα της Ποιμαντικής και, άρα, συνολικά τη διαγραμματική αφήγηση του Foucault για τη νεωτερική διακυβέρνηση.
O Foucault μας καλεί να παρατηρήσουμε δύο όψεις της ποιμαντικής εξουσίας: “[…] την εκκλησιαστική θεσμοποίηση που εξαφανίστηκε ή τουλάχιστον έχασε το σφρίγος της από τον 18° αιώνα και μετά, και τη λειτουργία αυτής της θεσμοποίησης που επεκτάθηκε και αναπτύχθηκε έξω από τον εκκλησιαστικό θεσμό”,στο νεωτερικό κράτος, όταν “ γύρω στον 18° αιώνα παράχθηκε ένα σημαντικό φαινόμενο: μια νέα διανομή, μια νέα οργάνωση αυτού του τύπου εξατομικεύουσας εξουσίας. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να θεωρήσουμε το «νεωτερικό κράτος» μια οντότητα που αναπτύχθηκε χωρίς να λογαριάσει τα άτομα, αγνοώντας ποια είναι, αγνοώντας και την ύπαρξή τους ακόμα· αντίθετα, πρέπει να το θεωρήσουμε μια πολύ επεξεργασμένη δομή στην οποία τα άτομα μπορούν να ενσωματωθούν υπό1 μια προϋπόθεση: ότι αποδίδεται σ’ αυτήν την ατομικότητα μια νέα μορφή και ότι υποτάσσεται σ’ ένα σύνολο ειδικών μηχανισμών. Κατά μία έννοια μπορούμε να δούμε στο κράτος μια μήτρα της εξατομίκευσης ή μια νέα μορφή ποιμαντικής εξουσίας (Foucault, 1991: 84).
Αρχικά, η Ποιμαντική εντοπίζεται στον χριστιανισμό, που δεν γέννησε απλώς έναν κώδικα ηθικής, θεμελιακά διαφορετικό από αυτόν του αρχαίου κόσμου, αλλά πρότεινε και επέκτεινε, μας λέει ο Foucault,σε όλον τον αρχαίο κόσμο, νέες σχέσεις εξουσίας, ένα νέο δηλαδή διάγραμμα εξουσίας. Καθώς “ο χριστιανισμός είναι η μόνη θρησκεία που οργανώθηκε σε Εκκλησία”, επινόησε μια νέα μορφή εξουσίας και ηγεσίας, σύμφωνα με την οποία ορισμένα άτομα είναι ικανά να κυβερνούν τους άλλους όχι ως πρίγκηπες και άρχοντες, όχι δηλαδή σύμφωνα με το διάγραμμα της Κυριαρχίας, αλλά υπηρετούν αυτούς που κυβερνούν ως ποιμένες, σύμφωνα με τη θρησκευτική καθοδηγητική τους ιδιότητα που οδηγεί το ποίμνιο στη σωτηρία. Για τον Foucault, η κλασική, χριστιανική Ποιμαντική έχει 4 βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα (όπ.π82,83):
1. Είναι μια μορφή εξουσίας της οποίας τελικός αντικειμενικός σκοπός είναι να εξασφαλίσει τη σωτηρία των ατόμων στον άλλο κόσμο”.

2. “Η ποιμαντική εξουσία δεν είναι απλά μια μορφή εξουσίας που διατάζει. Οφείλει επίσης να είναι έτοιμη να θυσιαστεί για τη ζωή και τη σωτηρία του ποιμνίου. Σ’ αυτό διακρίνεται λοιπόν από την Υπέρτατη εξουσία (σ.σ Κυρίαρχη εξουσία) που απαιτεί από τους υπηκόους να θυσιαστούν για να σώσουν το θρόνο”.

3. “Είναι μια μορφή εξουσίας που δεν μεριμνά μόνο για το σύνολο της κοινότητας αλλά και για κάθε άτομο χωριστά, για όλη του τη ζωή”.
4. “Τέλος, αυτή η μορφή εξουσίας δεν μπορεί να ασκείται χωρίς να γνωρίζει τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι των ανθρώπων, χωρίς να εξερευνά τις ψυχές τους, χωρίς να τους εξαναγκάζει να αποκαλύπτουν τα πιο ενδόμυχα ·μυστικά τους. Συνεπάγεται μια γνώση της συνείδησης και μια ικανότητα να τη διευθύνει”.
Επομένως, η Ποιμαντική δεν κυριαρχεί, όπως η Κυριαρχία, ούτε απλώς πειθαρχεί, όπως η Πειθαρχία. Η Ποιμαντική καθοδηγεί, συνδυάζοντας την ολοποιητική και εξατομικευτική διάσταση των δύο άλλων διαγραμμάτων εξουσίας, ενεργοποιώντας ένα ετερογενές διαγραμματικό πλέγμα εξουσίας καταστατικά διαφορετικό ως προς τον φορέα της διακυβέρνησης, τις σχέσεις κυβερνώντων-κυβερνώμενων και το σκοπό του μηχανισμού εξουσίας. Φορέας της διακυβέρνησης δεν είναι ο κυρίαρχος-βασιλιάς ή ο διοικητής-επιστήμονας, αλλά ο ποιμένας, κυβερνώμενοι δεν είναι κυριαρχούμενοι υπηκόοι ή τα πειθαρχημένα άτομα, αλλά το ποίμνιο. Λειτουργικός σκοπός της Ποιμαντικής δεν είναι η μεγιστοποίηση της ωφέλειας του κυρίαρχου ή των πειθαρχημένων ατόμων, ούτε η μεγιστοποίηση της απόδοσης του εκάστοτε πειθαρχικού συστήματος (νοσοκομείο, σχολείο, εργοστάσιο, φυλακή, στρατός), αλλά η σωτηρία των κυβερνώμενων, του ποιμνίου, προς την οποία καθοδηγεί ο ηγέτης και “υπηρέτης” του ποιμνίου, ο ποιμένας.

Στη δεύτερη όψη της, η Ποιμαντική εμφανίζεται ως ενσωματωμένο γνώρισμα της νεωτερικής κρατικήςεξουσίας και διακυβέρνησης κατά τον 18ο αιώνα, που αντικατέστησε τη μεσαιωνική χριστιανική-εκκλησιαστική ηγεμονία. Ο Foucault παρατηρεί τις εξής κρίσιμες μεταστροφές της νεωτερικής ποιμαντικής εξουσίας σε σχέση με τη χριστιανική-εκκλησιαστική (όπ.π, 1991: 84 και επ.):
1. Ο αντικειμενικός σκοπός της Ποιμαντικής εξελίσσεται, “από τη μέριμνά της να οδηγήσει τους ανθρώπους στη σωτηρία στον άλλο κόσμο, στην ιδέα ότι πρέπει να την εξασφαλίσει εδώ κάτω”. Ένας αριθμός “επίγειων αντικειμενικών σκοπών” νοημαδοτούν εκ νέου τη “σωτηρία”: υγεία, ευζωία, ασφάλεια, προστασία από τα ατυχήματα

2. Η Ποιμαντική ενισχύεται μέσα από κρατικούς προνοιακούς μηχανισμούς, είτε της αστυνομίας, με τη διττή έννοια της διατήρησης της τάξης όσο και της εξασφάλισης του ανεφοδιασμού, της υγιεινής, της υγείας και των υποδομών των πόλεων, είτε από σύγχρονα δημόσια ιδρύματα, όπως τα νοσοκομεία, είτε μέσα από την αναπροσαρμογή παραδοσιακών θεσμών, όπως η οικογένεια και η εκκλησία, αλλά και τη συνδρομή ιδιωτικών επιχειρήσεων, φιλανθρωπικών φορέων κ.α.

3. Η Ποιμαντική αναπτύσσεται με τη συγκρότηση της γνώσης για τον άνθρωπο σε δύο πόλους-τον σφαιρικό και ποσοτικό, που αφορά τον πληθυσμό, και τον αναλυτικό, που αφορά το άτομο, μέσα από τις εξειδικευμένες τεχνικές των θεσμών της οικογένειας, της εκπαίδευσης, των ψυχιατρείων, των εργοστασίων κ.α. 

Η Ποιμαντική, επομένως, εντοπίζεται από τον Foucault αρχικά στην ιδιομορφία της χριστιανικής-εκκλησιαστικής οργάνωσης των σχέσεων εξουσίας κατά το Μεσαίωνα, και στη συνέχεια, σε μια δεύτερη, εκκοσμικευμένη της μορφή, στο νεωτερικό κράτος του 18ου αιώνα. Ωστόσο, υπάρχει και μια τρίτη ιστορική όψη της Ποιμαντικής που σκιαγραφεί ο Foucault. Αυτή η τρίτη όψη δεν διατυπώνεται ξεκάθαρα από το Γάλλο διανοητή, το περίγραμμά της όμως φωτίζεται από τις αναφορές του Foucault στους αγώνες της εποχής του, που αποτελούν την αφορμή όλης της γενεαλογικής διερεύνησης αυτού του διαγράμματος εξουσίας:
Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν τρεις τύποι αγώνων: αυτοί που αντιτίθενται στιςμορφές κυριαρχίας ( εθνικές, κοινωνικές και θρησκευτικές)· αυτοί που καταγγέλλουν τις μορφές εκμετάλλευσης, οι οποίες χωρίζουν το άτομο από αυτό που παράγει· και αυτοί που πολεμούν καθετί που δένει το άτομο με τον εαυτό του και εξασφαλίζει μ’ αυτό τον τρόπο την υποταγή του στους άλλους (αγώνες ενάντια στην υποτέλεια, ενάντια στις διαφορετικές μορφές υποκειμενικότητας και υποταγής) […] Στις φεουδαρχικές κοινωνίες, για παράδειγμα, οι αγώνες ενάντια στις μορφές εθνικής ή κοινωνικής κυριαρχίας είναι αυτοί που υπερισχύουν, ακόμα κι όταν η οικονομική εκμετάλλευση θαμπορούσε να αποτελεί έναν σημαντικότατο παράγοντα εξέγερσης. Μόνο τον 19° αιώνα έρχεται σε πρώτο πλάνο ο αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση. Και σήμερα αυτός που επικρατεί όλο και περισσότερο είναι ο αγώνας ενάντια στις μορφές υποτέλειας – ενάντια στην υποταγή της υποκειμενικότητας-παρόλο που οι αγώνες ενάντια στην κυριαρχία και στην εκμετάλλευση δεν έχουν εξαφανιστεί, το αντίθετο μάλιστα. Έχω την αίσθηση ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η κοινωνία μας βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτόν τον τύπο αγώνα. Όλα αυτά τα κινήματα που έλαβαν χώρα τον 15° και 16° αιώνα και βρήκαν την έκφραση και τη δικαίωσή τους στη Μεταρρύθμιση οφείλουν να κατανοηθούν ως ενδείξεις μιας μείζονος κρίσης που έπληξε τη δυτική εμπειρία της υποκειμενικότητας, και μιας εξέγερσης ενάντια στον τύπο θρησκευτικής και ηθικής εξουσίας η οποία είχε δώσει μορφή, κατά το Μεσαίωνα, σ’ αυτήν την υποκειμενικότητα. Η αισθητή τότε ανάγκη για άμεση συμμετοχή στην πνευματική ζωή, στο έργο της σωτηρίας, στην αλήθεια του Μεγάλου Βιβλίου – όλα αυτά μαρτυρούν έναν αγώνα για μια νέα υποκειμενικότητα” (όπ.π: 81).

Στο παραπάνω απόσπασμα, ο Foucault περιγράφει τρεις τύπους αγώνων: τους αγώνες ενάντια στηνΚυριαρχία, τους αγώνες ενάντια στην Πειθαρχία (και εκμετάλλευση), και ένα τρίτο είδος αγώνων, το οποίο περιγράφεται περιφραστικά, με την έννοια των αγώνων ενάντια στην υποτέλεια και υποταγή της υποκειμενικότητας. Αυτό το τρίτο είδος αγώνα είναι που θεωρεί ενεργό ο Foucault στην εποχή που γράφει, ανάμεσα στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Αναζητώντας ένα ιστορικό κλειδί αποκρυπτογράφησης των αγώνων αυτών, θα προσφύγει τελικά στους αγώνες ενάντια στην υποταγή της υποκειμενικότητας από τη θρησκευτική, χριστιανική εξουσία του Μεσαίωνα, ενάντια, δηλαδή, στη χριστιανική-εκκλησιαστικήΠοιμαντική, τα χαρακτηριστικά της οποίας αναφέραμε ήδη. Ακολουθώντας τη φουκωϊκή συλλογιστική, προκύπτει πως οι αγώνες του 1970 επαναλαμβάνουν, σε ανώτερη μορφή, τους αγώνες για την υποκειμενικότητα που έγιναν στο Μεσαίωνα ενάντια στη χριστιανική Ποιμαντική. 
Μετά τους αγώνες ενάντια στη νεωτερική Κυριαρχία και τη νεωτερική Πειθαρχία, ήρθαν οι αγώνες ενάντια σε μια νέου τύπου εξουσία, τη νεωτερική Ποιμαντική. Θα υποθέσουμε, κατ’αναλογία, πως το σχήμα αυτό συμβαδίζει με το πέρασμα από το Απολυταρχικό και το Φιλελεύθερο Κράτος, στο λεγόμενο Κοινωνικό Κράτος ή Κράτος Πρόνοιας. Μολονότι ο Foucault υποστηρίζει, όπως είδαμε, ότι ήδη ο θεσμός τηςαστυνομίας κατά τη φιλελεύθερη, πειθαρχική εποχή ενέχει χαρακτηριστικά της ποιμαντικής εξουσίας, μπορούμε να δούμε στο Kοινωνικό Κράτος ακριβώς τη γενίκευση, τη συστηματοποίηση και την ωρίμανση των προνοιακών μηχανισμών που σπερματικά είχαν αναπτυχθεί ήδη στο φιλελεύθερο κράτος, σε μια εκκοσμίκευση και κρατικοποίηση της χριστιανικής-εκκλησιαστικής Ποιμαντικής που αποτυπώνεται και στον όρο Κράτος Πρόνοιας (Providence State): Το Κράτος Πρόνοιας παρεμβαίνει διαπλαστικά στην κοινωνία των ιδιωτών, φροντίζοντας για την υγεία, την παιδεία, την ασφάλεια από κινδύνους των εργαζομένων, των ανέργων και άλλων κοινωνικών κατηγοριών, φροντίζοντας θετικά για την ευζωία τους.
Αν η υπόθεσή μας είναι σωστή, τότε η νεωτερική Ποιμαντική παρεμβάλλεται ανάμεσα στην Πειθαρχία και τη Βιοπολιτική, συνδυάζοντας, όπως είπαμε, τεχνικές εξατομίκευσης και ολοποίησης, γεφυρώνοντας την απόστασή τους. Το ίδιο ουσιαστικά υποστηρίζει και ο Gilles Deleuze: ανάμεσα στην Πειθαρχία και το Έλεγχο (το ντελεζιανό όνομα της Βιοπολιτικής), παρεμβάλλεται η διπλή μέριμνα, μαζοποιητική και εξατομικευτική, της ποιμαντικής εξουσίας, και μάλιστα στην “λαϊκή” μορφή της όταν αναφερόμαστε όχι στις απαρχές της, στη χριστιανική-εκκλησιαστική διακυβέρνηση, αλλά στη νεωτερική, κοσμική διακυβέρνηση:
Oι πειθαρχικές κοινωνίες έχουν δύο πόλους: την υπογραφή που υποδηλώνει το άτομο και τον αριθμό μητρώου που υποδηλώνει τη θέση του σε μια μάζα. Οι πειθαρχικές κοινωνίες δεν γνώρισαν ποτέ μια ασυμβατότητα ανάμεσα ο’ αυτούς τους δύο, η εξουσία βρίσκεται ταυτοχρόνως να είναι μαζοποιητική και εξατομικευτική, δηλαδή συνθέτει ως σώμα εκείνους στους όποιους ασκείται και διαμορφώνει την ατομικότητα οποιουδήποτε μέλους αυτού του σώματος (ο Φουκώ είδε τις απαρχές αυτής της διπλής μέριμνας στην ποιμενική εξουσία του παπά —το ποίμνιο και το καθένα από τα ζώα— αλλά η κοσμική εξουσία προσπάθησε με τη σειρά της με άλλα μέσα να γίνει «ποιμενική», λαϊκή)” (Deleuze, 2001: 12).
Υπό αυτό το πρίσμα, το μακρύ κύμα των αγώνων του “1968” ερμηνεύεται όχι μόνο υπό το πρίσμα των αγώνων ενάντια στην Κυριαρχία (αντι-αποικιοκρατικοί αγώνες) και στην Πειθαρχία (αγώνες ενάντια στη μορφή εργοστάσιο, πανεπιστήμιο, φυλακή, ψυχιατρείο, στρατός), αλλά και υπό το πρίσμα των αγώνων ενάντια στην Ποιμαντική του “κοινωνικού-λαϊκού” κράτους, των κομμάτων, των συνδικάτων, των διευθυντώντων οργανικών ιδεολόγων και διανοούμενων σε Ανατολή και Δύση. Απέναντι σε αυτήν ακριβώς την Ποιμαντική Εξουσία της καθοδήγησης του ατομικού και κοινωνικού βίου, στη προοπτική της εγκόσμιας “σωτηρίας”, είναι που αναπτύσσονται οι αγώνες της εποχής του Foucault ενάντια σε κάθε μορφή καθοδήγησης της υποκειμενικότητας, ενάντια σε κάθε μορφή πατερναλισμού, ιδεολογικού και πολιτικού, με τα προτάγματα της ελευθερίας, του αυτοπροσδιορισμού, της αυτονομίας. 

Ίσως η ελλιπής ανάπτυξη αυτού του σημείου, γύρω από το Κράτος Πρόνοιας και την αποκωδικοποίησή του ως Ποιμαντικής Εξουσίας, εξηγεί την δυσερμήνευτη πενιχρότητα της ανάλυσης του Foucault για το“κεϋνσιανό κράτος πρόνοιας” στις διαλέξεις του για τη Γέννηση της Βιοπολιτικής6Ενώ η Κυριαρχία και ηΠειθαρχία αντιστοιχίζονται, ως διαγράμματα εξουσίας, ευθέως και ρητά με το Απολυταρχικό Κράτος του15ου-18ου αιώνα και το Φιλελεύθερο Κράτος του 18ου-19ου αιώνα αντίστοιχα, το παρεμβατικό κράτος που ακολουθεί τον φιλελεύθερο, πειθαρχικό τύπο διακυβέρνησης, ορίζεται από τον Foucault μόνο αρνητικά, ως κρατική-προστατευτική αντίδραση στις φιλελεύθερες δυνάμεις της Αγοράς, μέσα από τις νεοφιλελεύθερες αφηγήσεις που ο Foucault ονομάζει “αντινεοφιλελεύθερη σταθερά” και “φοβία του Κράτους”. Αυτές οι νεοφιλελεύθερες, κρατοφοβικές αντιλήψεις βλέπουν στο ναζιστικό, το σοβιετικό, το σοσιαλδημοκρατικό κράτος έναν κοινό εχθρό, έναν κρατισμό που τείνει εγγενώς στον ολοκληρωτισμό, προετοιμάζοντας το έδαφος για την έλευση ενός τύπου διακυβέρνησης πέρα από τη κρατική διεύθυνση της κοινωνίας και της οικονομίας, τη “νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση” που αντιστοιχεί στη Βιοπολιτική. Επομένως, ο Foucault δεν προτείνει στις διαλέξεις αυτές κανένα διάγραμμα εξουσίας που να αναλύει καταφατικά τον τύπο διακυβερνησιακής ορθολογικότητας που χαρακτηρίζει το Κράτος Πρόνοιας. Το τρίπτυχο των διαγραμμάτων της Κυριαρχίας, της Πειθαρχίας, της Βιοπολιτικής, που αντιστοιχούν για τον Foucault στην Απολυταρχική, τη Φιλελεύθερη, τη Νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση, έχει μια διαγραμματική αναλυτική θέση κενή, ανάμεσα στη Πειθαρχία και τη Βιοπολιτική, ανάμεσα στον φιλελευθερισμό και το νεοφιλελευθερισμό, την οποία οFoucault δεν επιχειρεί να καλύψει. Αυτό το κενό, υποστηρίζουμε, καταλαμβάνει η Ποιμαντική Εξουσία τουΚράτους Πρόνοιας

O Foucault δεν αγνοεί, φυσικά, αυτό την κενή θέση ανάμεσα στην Πειθαρχία και στη Βιοπολιτική στη διαγραμματική του αφήγηση. Προσπαθεί επανειλημμένως να σχηματίσει ένα κατάλληλο αναλυτικό πλαίσιο χρησιμοποιώντας δύο βασικές έννοιες-κλειδιά: την ιατρική γνώση-εξουσία, και την έννοια του προτύπου ή της νόρμαςΣύμφωνα με το Γάλλο διανοητή, οι δημόσιοι θεσμοί πρόνοιας και η κρατικοποίηση ειδικά τηςΙατρικής, ό,τι ταυτοποιήσαμε προηγούμενως ως ουσιαστικό γνώρισμα της Ποιμαντικής, αποτελούν μια μεταβατική στιγμή εξορθολογισμού της εξουσίας από την Πειθαρχία στη Βιοπολιτική, καθώς η ιατρική γνώση-εξουσία σφυρηλατεί μια στενή συνάρτηση ανάμεσα στην ανατομοπολιτική διάσταση του ατομικού σώματος και την ειδολογική διάσταση του ανθρώπινου πληθυσμού. Όσον αφορά τη διάσταση τουπροτύπου, ο Foucault την τοποθετεί, όπως και την ιατρική γνώση-εξουσία, ανάμεσα στον πειθαρχικό έλεγχο του ατομικού σώματος και στον βιοπολιτικό έλεγχο των απροόπτων της πληθύος, που θα δούμε αμέσως μετά. Η “κοινωνία της τυποποίησης”  κοινωνία της νορμοποίησης, κανονικοποίησης) δεν είναι μια γενικευμένη πειθαρχική κοινωνία, αλλά “μια κοινωνία όπου διασταυρώνονται, σε ορθογώνια διάρθρωση, το πρότυπο της πειθαρχίας και το πρότυπο της ρύθμισης… όταν λέμε ότι η εξουσία κατά τον 19ο αιώνα αναδέχτηκε τη ζωή, εννοούμε ότι κατάφερε να καλύψει όλη την επιφάνεια που εκτείνεται από το οργανικό ως το βιολογικό στοιχείο, από το σώμα ως τον πληθυσμό, με τη συνάρθρωση των τεχνολογιών της πειθαρχίας αφενός και των τεχνολογιών της ρύθμισης αφετέρου” (Foucault, 2002: 311). Η Ιατρική εξουσία-γνώση και το Πρότυπο-Νόρμα συναρθρώνονται τελικά σε ένα κοινό διάγραμμα εξουσίας: 

Πιστεύω ότι η διαδικασία που κατέστησε, πραγματικά, δυνατό το λόγο των επιστημών του ανθρώπου είναι η αντιπαράθεση, η συμπλοκή μεταξύ δύο γραμμών προσέγγισης, δύο μηχανισμών, δύο απόλυτα ετερογενών τύπων λόγου: από τη μια μεριά, υπάρχει η επανοργάνωση του δικαίου που επενδύει στην Υπέρτατη Εξουσία, από την άλλη μεριά οι μηχανισμοί των καταναγκαστικών δυνάμεων των οποίων η άσκηση αποκτά μια πειθαρχική μορφή. Πιστεύω ότι στους καιρούς μας η εξουσία ασκείται μέσω αυτού του δικαίου και ταυτόχρονα μέσω αυτών των τεχνικών και ότι αυτές οι τεχνικές και αυτοί οι λόγοι, τους οποίους γέννησαν οι πειθαρχίες, παραβίασαν την περιοχή του δικαίου με τρόπο ώστε οι διαδικασίες νορμοποίησης να ασχολούνται όλο και πιο σταθερά με τον αποικισμό των διαδικασιών του νόμου. Νομίζω ότι όλα αυτά μπορούν να εξηγήσουν τον σφαιρικό τρόπο λειτουργίας αυτού που θα ονόμαζα κοιvωvία vορμοποίησης. Εννοώ, πιο συγκεκριμένα, ότι οι πειθαρχικές νορμοποιήσεις έρχονται σε όλο κα{ μεγαλύτερη σύγκρουση με τα δικαιϊκά. συστήματα της Υπέρτατης Εξουσίας: η ασυμβατότητα μεταξύ τους γίνεται όλο και πιο αισθητή και φανερή· κάποιο είδος διαιτητεύοντος λόγου γίνεται όλο και πιο αναγκαίο, ένας τύπος εξουσίας και γνώσης που η ιερότης της επιστήμης θα τον καθιστούσε ουδέτερο. Στην επέκταση ακριβώς της ιατρικής βλέπουμε, κατά μια έννοια, όχι τόσο τη σύνδεση όσο τη συνεχή ανταλλαγή ή τη σύγκρουση των μηχανισμών πi::ϊθαρχίας με την αρχή του δικαίου. Οι εξελίξεις της ιατρικής, η γενική ιατρικοποίηση των συμπεριφορών, διαγωγών, λόγων, επιθυμιών κτλ. συμβαίνουν στο σημείο τομής αυτών των δύο ετερογενών επιπέδων της πειθαρχίας και της Υπέρτατης Εξουσίας. Γι’ αυτόν το λόγο, ενάντια σ’ αυτούς τους σφετερισμούς στους οποίους προβαίνουν οι πειθαρχικοί μηχανισμοί, ενάντια στην άνοδο μιας εξουσίας που είναι σφιχτά δεμένη με την επιστημονική γνώση, πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει σίγουρη διέξοδος προσιτή σε μας σήμερα, τέτοια που είναι η κατάστασή μας, εκτός από κείνη που έγκειται ακριβώς στην επιστροφή σε μια θεωρία του δικαίου που οργανώνεται γύρω από την Υπέρτατη ‘Εξουσία και αρθρώνεται πάνω στην παλαιά αρχή της. (Foucault, 1991116, 117). 

Υποστηρίζουμε πως η παραπάνω περιγραφή, στο βαθμό που δεν αντιστοιχεί ούτε στην Κυριαρχία, ούτε στην Πειθαρχία, ούτε στη Βιοπολιτική, αναφέρεται, στη πραγματικότητα, στο διάγραμμα της Ποιμαντικής Εξουσίας. Η συνδυαστική ανάγνωση της Μικροφυσικής της Εξουσίας με τις διαλέξεις για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, αποδίδει τελικά, σύμφωνα με την ανάγνωσή μας, δύο κρίσιμους διαμεσολαβητικούς ρόλους στην Ποιμαντική: η Ποιμαντική γεφυρώνει, διαμεσολαβεί τόσο την Κυριαρχία με την Πειθαρχία (στημικροφυσική της εξουσίας), όσο και την Πειθαρχία με τη Βιοπολιτική (στην Υπεράσπιση της Κοινωνίας). Με γνώμονα αυτή την ερμηνευτική θέση, και το σύνολο όσων προηγήθηκαν, μπορούμε λοιπόν να προβούμε στην εξής ανακατασκευή και εμπλουτισμό της έννοιας της ποιμαντικής εξουσίας. Οι “ανθρωπιστικές επιστήμες”, με κορωνίδα τη γνώση-εξουσία της ιατρικής, παρέχουν την αληθή γνώση της “ουσίας του ανθρώπου” που κατέχει ο σωτήρας-ποιμένας, ως ιατρός του ανθρώπινου ποιμνίου, ως Θεραπευτής. Στηχριστιανική Ποιμαντική, το ρόλο αυτό έχει ο θεάνθρωπος Χριστός, ιδεώδες πρότυπο κοσμικής και θείας ζωής, και ο εκκλησιαστικός εκπρόσωπος της φιλάνθρωπης καθοδήγησης του ποιμνίου των πιστών, ο οποίος μεριμνά για τη σωτηρία της ψυχής τους. Στη νεωτερική Ποιμαντική το ρόλο αυτό έχει το Κράτος,ιδεώδες πρότυπο ιδιωτικής και δημόσιας ζωής, και ο κοσμικός εκπρόσωπος της φιλάνθρωπης καθοδήγησης των πολιτών, ο οποίος μεριμνά για τη σωτηρία του σώματός τους και την ευζωία τους. Η Ποιμαντική εξουσία είναι ένα διάγραμμα το οποίο στηρίζεται στη γνώση-εξουσία του φιλάνθρωπου, θεραπευτή, ποιμένα καθοδηγητή, που θυσιάζει τον εαυτό του για το καλό των ακολούθων του. 

O Foucault δεν μας δίνει κάποια διαγραμματική απεικόνιση της Ποιμαντικής, όπως κάνει με τοΠανοπτικόν της Πειθαρχίας. Εμείς θα προτείνουμε τον πύργο του Τάτλιν της 3ηςΚομμουνιστικής Διεθνούς. Σύμφωνα με τους Deleuze-Guattari, η μηχανή-πύργος του Τάτλιν, μια αφηρημένη μηχανή, ένα διάγραμμα επιθυμίας και εξουσίας, εκφράζει “την περίφημη κομματική οργάνωση ως δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, σπειροειδές μοντέλο με κορυφή, ιμάντα μεταβίβασης, βάση” (Deleuze & Guattari, 2016: 462):

Η διαλεκτική σπείρα του Τάτλιν εκφράζει την πυραμοειδή Ποιμαντική της εξουσίας με φορά“από κάτω προς τα πάνω”, σε αντίθεση με τη σπείρα της Κυριαρχίας που έχει φορά, όπως είδαμε, “από πάνω προς τα κάτω”: από τις επιθυμίες του ποιμνίου της βάσης, μέσω τουιμάντα μεταβίβασης, μέχρι την κορυφή του Ηγέτη και ποιμένα, που αντεπιδρά διαλεκτικά και με feedback στη βάση καθοδηγώντας τους ακολούθους του, μεριμνώντας για την κοσμική σωτηρία τους. Πρόκειται για μια ριζοσπαστική εκδοχή του Κράτους Πρόνοιας και της ειδικά νεωτερικής ποιμαντικής, όπως την περιγράφει ο Foucault, εκκοσμίκευση του χριστιανικού-εκκλησιαστικού μοντέλου της ηγεσίας υπέρ της ευζωίας των υπηκόων. Σύμφωνα με την ερμηνεία μας, ο πύργος του Τάτλιν μπορεί να θεωρηθεί εξουσιαστικό διάγραμμα κάθε ποιμαντικού φορέα, κάθε προνοιακού, δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, κάθε κοινωνικούΚράτους Πρόνοιας. 

 

 

  • Ποιμαντική εξουσία
  • ΚΟΜΜΑ-ΠΟΙΜΕΝΑΣ (μπίλια στην κορυφή)
  • ΛΑΟΣ (το μαύρο τετραγωνάκι)
  • ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗΣ (η σπείρα)
  • ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗΣ (η ευθεία από το τετραγωνάκι στη μπίλια)
  • ΔΙΑΦΕΥΓΟΥΣΕΣ ΤΑΣΕΙΣ (οι ακτίνες που βγαίνουν από το τετραγωνάκι)
  • ΠΟΙΜΝΙΟ (η διακεκομμένη συνέχεια της σπείρας μετά το τετραγωνάκι)

Βιοπολιτική

Στις διαλέξεις του Ασφάλεια, Επικράτεια, Πληθυσμός, σε εκείνες για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, και στις διαλέξεις για τη Γέννηση της Βιοπολιτικής, σχηματοποιείται και ιχνηλατείται προοδευτικά το φουκωϊκό διάγραμμα της Βιοπολιτικής. Αρχικά, ο Foucault εντοπίζει, σε πολύ αδρές γραμμές, την ανάδυση της νεωτερικής κρατικής διακυβέρνησης και των νεωτερικών συστημάτων εξουσίας μεταξύ 17ου και 18ου αιώνα (Ασφάλεια, Επικράτεια, Πληθυσμός). Η ανάπτυξη της Raison d’État από τον 15 μέχρι το 18ο αιώνα, η αποκρυστάλλωσή της κατά τον 17ο αιώνα και η γενεαλογία των θεμελιακών νεωτερικών κρατικών μηχανισμών toy 18ου αιώνα, για τον Foucault εγγράφεται στο ευρύτερο πλαίσιο αυτού που ονομάζει βιοπολιτική: ίδια η βιοπολιτική πρέπει να κατανοηθεί στη βάση ενός θέματος που αναπτύχθηκε από τον 17ο αιώνα: της διαχείρισης των κρατικών δυνάμεων” (Foucault, 2009: 474).
Επομένως, η Κυριαρχία δεν είναι απλώς το πρώτο ιστορικό διάγραμμα εξουσίας που αναλύει ο Foucault, έναντι της Βιοπολιτικής, που είναι το ιστορικά πιο πρόσφατο και τελευταίο. Αντίθετα, η ειδικά νεωτερική Κυριαρχία, ως διακυβέρνηση δυνάμεων από μια υπερβατική δύναμη και εξουσία, αποτελεί την βάση της εξέλιξης που οδηγεί στηΒιοπολιτική, η Βιοπολιτική είναι ο ορίζοντας αυτής της Κυριαρχίας. Στη συνέχεια, ο Foucault ορίζει αναλυτικά τη Βιοπολιτική, με γνώμονα την ιστορική περίοδο του 18ου αιώνα (Υπεράσπιση της Κοινωνίας). Στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα αναδύεται ένα νέο είδος, μια νέα τεχνολογία εξουσίας, η βιοπολιτική εξουσία ή βιοεξουσία, η οποία ενσωματώνει την πειθαρχική τεχνική υπερβαίνοντάς την, δρώντας ταυτόχρονα σε άλλη κλίμακα. Ενώ η Πειθαρχία είναι μια ανατομοπολιτική που δρα στο επίπεδο του ανθρώπου ως ατόμου, με αντικείμενο διακυβέρνησης το ατομικό σώμα του, η Βιοπολιτική δρα στο επίπεδο του ανθρώπου ως είδους, με αντικείμενο διακυβέρνησης το πολυκέφαλο σώμα του πληθυσμού(Foucault, 2002: 297, 298, 301). Τέλος, ο Foucault αφηγείται γενεαλογικά την ιστορία της πρωταρχικής εμφάνισης, διαμόρφωσης και ωρίμανσης της Βιοπολιτικής (Η γέννηση της Βιοπολιτικής).

Από το θεμελιώδες μέγεθος της βιοπολιτικής διακυβέρνησης, τον πληθυσμό, απορρέουν όλα τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Βιοπολιτικής ως νέου διαγράμματος εξουσίας. Ως προς το βιοπολιτικό αντικείμενο διακυβέρνησης, πρώτο σημαντικό στοιχείο της Βιοπολιτικής είναι οι θεμελιώδεις αντικειμενικές παράμετροι διακυβέρνησης του πληθυσμού. Η Βιοπολιτική παρεμβαίνει και επιχειρεί να ελέγξει ένα σύνολο διαδικασιών του ανθρώπινου είδους, τη γεννητικότητα, τη θνησιμότητα και τη σεξουαλικότητα, τη νοσηρότητα και τις ποικίλες σωματικές ανικανότητες, την αμοιβαία σχέση επίδρασης του ανθρώπινου είδους με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, κυρίως της πόλης (Foucault, 2002: 301, 309). Σε όσα αναφέρει ο Foucault θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλες παραμέτρους που συνάγουμε από διάφορες διατυπώσεις του, όπως η μαζική ψυχολογία, η παραγωγή και η κατανάλωση αγαθών του πληθυσμού. Ως προς το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά των αντικειμένων διακυβέρνησης, δεύτερο σημαντικό στοιχείο της Βιοπολιτικής είναι το είδος των φαινομένων που εμπίπτουν στο φάσμα της διακυβέρνησής της.
Πρόκειται για συλλογικά, πληθυσμιακά, μαζικά, πολυπαραγοντικά φαινόμενα που διέπονται τόσο από σχετική τυχαιότητα όσο και από ορισμένες σταθερές και επαναλαμβανόμενα μοτίβα στη διάρκεια του χρόνου (όπ.π: 301, 302). Ως προς τις μεθόδους και τους μηχανισμούς διακυβέρνησης, τρίτο σημαντικό στοιχείο της Βιοπολιτικής είναι οι προβλέψεις, οι στατιστικές εκτιμήσεις, τα συνολικά μέτρα, που επιδιώκουν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των παραγόντων και τους ποσοτικοποιημένους δείκτες που καθορίζουν τα γενικά φαινόμενα. Στόχος των βιοπολιτικών μηχανισμών εξουσίας είναι να θεσπιστούν ορισμένοι κανονιστικοί μηχανισμοί ισορροπίας μεταξύ των διακυμάνσεων των παραμέτρων, ορισμένοι μηχανισμοί ομοιόστασης και αντιστάθμισης απέναντι στα επιζήμια αποτελέσματα και τους κινδύνους, ορισμένοι μηχανισμοί ασφαλείας γύρω από το τυχαίο στοιχείο που είναι εγγενές σε κάθε πληθυσμό έμβιων όντων (όπ.π: 302).
Οι βιοπολιτικοί αυτοί μηχανισμοί έχουν ως στόχο τη βελτιστοποίηση, τη μεγιστοποίηση και την άντληση των δυνάμεων, όπως και οι πειθαρχικοί μηχανισμοί, το ζητούμενο όμως της Βιοπολιτικήςδεν είναι η ατομική εκπαίδευση, πειθάρχηση, εκγύμναση των ατόμων, όπως συμβαίνει στο διάγραμμα τηςΠειθαρχίας, αλλά η προσέγγιση των ατόμων μέσω συνολικών μηχανισμών που επιφέρουν συνολικές εξισορροπήσεις και ρυθμίσεις των βιολογικών διεργασιών του ανθρώπου ως είδους (όπ.π: 303): “Η εν λόγω τεχνολογία λοιπόν δεν αποσκοπεί στην ατομική εκπαίδευση, αλλά στη συνολική ισορροπία, σε μια οιωνεί ομοιόσταση: στην ασφάλεια του συνόλου ως προς τους εκ των έσω κινδύνους” (όπ.π: 306). Σε σχέση με την Κυριαρχία, η Βιοπολιτική σηματοδοτεί μια αντιστροφή της λογικής της εξουσίας, κοσμο-ιστορικής σημασίας: “Πέραν της μεγάλης, απόλυτης, δραματικής, σκοτεινής εξουσίας της κυριαρχίας και της οποίας η ουσία ήταν η δυνατότητα θανάτωσης, εμφανίζεται λοιπόν τώρα, με την τεχνολογία της βιοπολιτικής, η τεχνολογία της εξουσίας επί “του” πληθυσμού αυτού καθαυτόν, επί του ανθρώπου ως έμβιου όντος, μια εξουσία συνεχής, λόγια, η εξουσία του “διδόναι ζωή”. Η κυριαρχία θανάτωνε και επέτρεπε τη ζωή. Να λοιπόν τώρα, που εμφανίζεται μια ρυθμιστική, θα την ονόμαζα, εξουσία που δίνει αντιθέτως ζωή και επιτρέπει το θάνατο” (όπ.π: 303). Ενώ στην Κυριαρχία ο θάνατος συμβόλιζε το μυθικό πέρασμα από την εγκόσμια στη θεϊκή αρμοδιότητατης θεοπατριαρχικής, βασιλικής εξουσίας, στη Βιοπολιτική ο θάνατος συμβολίζει το πέρας της εξουσιαστικής επικράτειας, η οποία αναφέρεται πλέον στην προαγωγή της ζωής, για αυτό και ο θάνατος πλέον απομυθοποιείται και γίνεται μη δημόσια, “απόκρυφη”, δυσάρεστη “ιδιωτική υπόθεση” (όπ.π: 303). Η Βιοπολιτική δεν ασχολείται πια με το θάνατο, παρά μόνο με τη θνησιμότητα. 

Στις διαλέξεις του για τη Γέννηση της Βιοπολιτικής στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-79), ο Foucault μας δίνει μια ανατομία του «νεοφιλελευθερισμού» ιδιαίτερη χρήσιμη ώστε να συλλάβουμε τις ρυθμιστικές αρχές του ώριμου βιοπολιτικού κράτους, του νεωτερικού κράτους που παρεμβαίνει διαπλαστικά και ρυθμιστικά στους περιβαλλοντικούς παράγοντες άμυνας, ασφάλειας, ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας του πληθυσμού. Διατρέχει δύο γενεαλογίες του νεοφιλελευθερισμού, τη γερμανική (ορντοφιλελευθερισμός) και την αμερικάνικη (αμερικανικός νεοφιλελευθερισμός). Η πρώτη έχει αφετηρία την μεταπολεμική ανοικοδόμηση, που ακολούθησε μια αλυσίδα κοσμοϊστορικών γεγονότων: Δημοκρατία της Βαϊμάρης, κρίση του 1929, ανάπτυξη του ναζισμού, κριτική και ήττα του ναζισμού. Η δεύτερη, έχει αφετηρία τη κριτική στο New Deal και τις πολιτικές του Ρούσβελτ, αλλά και τη κριτική που ασκήθηκε μεταγενέστερα στον κρατικό παρεμβατισμό και τα προγράμματα βοήθειας των Τρούμαν, Κέννεντυ, Τζόνσον κ.α7 
Μεταξύ των δύο μορφών νεοφιλελευθερισμού, και παρά τις διαφορετικές ιστορικές διαδρομές τους, υπάρχει ως ελάχιστος κοινός παρονομαστής η κριτική στον μείζονα θεωρητικό αντίπαλο, τον Κέυνς, και σε αυτό που ο Foucault ονομάζει «αντιφιλελεύθερη» οικονομικο-πολιτική σταθερά» (στο εξής, ), με 4 στοιχεία: προστατευμένη οικονομία, σοσιαλισμός του Κράτους, σχεδιασμένη οικονομία, παρεμβατισμός κευνσιανού τύπου. 
Τα 4 αυτά στοιχεία, σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη κριτική, είναι συνδεμένα το ένα με το άλλο, και το καθένα έλκει τα άλλα τρία. Σύμφωνα με τους νεοφιλελεύθερους, η –Σ εντοπίζεται σε ετερογενή καθεστώτα, από τη Σοβιετική Ένωση μέχρι την κευνσιανή πολιτική των προγραμμάτων Μπέβεριτζ στην Αγγλία ή το New Dealστις ΗΠΑ. Με γνώμονα την –Σ, ενοποιείται ο Χάγιερ, ο Φον Μίζες, ο Φρίντμαν, η λεγόμενη «Αυστριακή Σχολή» οι ιδέες της οποίας μεταφυτεύτηκαν στις ΗΠΑ και αργότερα στη Σχολή του Σικάγο, με τη Σχολή του Φράιμπουργκ των ορντοφιλελεύθερων (εκ του περιοδικού Ordo): όλοι τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ασκούν κριτική στην –Σ, ανεξάρτητα από το αν στοχοποιούν την ΕΣΣΔ, τις ΗΠΑ, την Αγγλία, τη Γαλλία κ.α.
Από την –Σ, λοιπόν, ως αρνητικός προσδιορισμός απέναντι στην «κευνσιανή ρύθμιση» και στο σοβιετικό μπλοκ, γεννιέται ο πυρήνας του νεοφιλελευθερισμού, που για τον Foucault, περισσότερο από μια «ιδεολογία», είναι μια τέχνη διακυβέρνησης, μια νέα συνάρθρωση οικονομικού-πολιτικού, κεφαλαίου-κράτους, που δεν αποτελεί απλά επιστροφή σε χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης διακυβέρνησης μετά από μια “κρατικίστικη” ιστορική παρένθεση, αλλά και μια νέα τεχνολογία εξουσίας.
Ποιά είναι, λοιπόν, η διαφορά φιλελευθερισμού-νεοφιλελευθερισμού; Πρόκειται για ένα σύνολο διαφορών, που οFoucault τις εντοπίζει μία μία, μελετώντας μερικά βασικά κείμενα στην ιστορία του γερμανικού και του αμερικανικού φιλελευθερισμού. Στον Λόγο του Λούντβιχ Ερχαρντ, στις 28 Απριλίου του 1948, ο Foucault εντοπίζει τη ρητά και επίσημα εκφρασμένη αρχή ενός νεοφιλελεύθερου προγράμματος, μέσα στο «διευθυντιστικό, παρεμβατικό και κευνσιανό περιβάλλον» της τότε Ευρώπης. Επηρεασμένος από τον κύκλο των ορντοφιλελεύθερων οικονομικών του συμβούλων (Βάλτερ Όικεν, Βίλχεμ Ρέπκε κ.α) “κατά βάθος, λέει ο Έρχαρντ, στη σημερινή κατάσταση πραγμάτων-δηλαδή το 1948, πριν επανιδρυθεί το γερμανικό Κράτος, πριν συσταθούν τα δύο γερμανικά Κράτη-, δεν είναι προφανώς δυνατόν να διεκδικήσει κανείς μια-βάσει δικαίου-νομιμότητα, στον βαθμό που δεν υπάρχει μηχανισμός, δεν υπάρχει συναίνεση, δεν υπάρχει συλλογική βούληση που μπορεί να εκφραστεί σε μια κατάσταση όπου η Γερμανία είναι κομματιασμένη και υπό κατοχή. Δεν υπάρχουν, λοιπόν, ιστορικά δικαιώματα, δεν υπάρχει βάσει δικαίου νομιμότητα για να ιδρυθεί ένα νέο γερμανικό Κράτος”. Αυτό το πρόβλημα παραγωγής νομιμοποίησης στο συντρίμμια του ναζιστικού κράτους, η νέα γερμανική ηγεσία προσπαθεί να το λύσει με την παραγωγή νομιμοποίησης του κράτους από την κατοχύρωση του οικονομικού φιλελευθερισμού, την οποία διακηρύσσει στον Λόγο του ο Έρχαρντ, αφού «μόνο ένα Κράτος που εγκαθιδρύει τις ελευθερίες και ταυτόχρονα την ευθύνη των πολιτών μπορεί να μιλάει εν ονόματι του λαού». Ο Foucault, αναλύοντας το ιστορικό πλαίσιο και τις θεωρητικές προκείμενες αυτής της πολιτικής, υποστηρίζει, στην Παράδοση της 31ης Ιανουαρίου του 1979, τα εξής:
“Η ιδέα μιας νομιμοποιητικής ίδρυσης του Κράτους στη βάση της εγγυημένης άσκησης μιας οικονομικής ελευθερίας είναι, νομίζω, πράγματι, κάτι σημαντικό […] Στην ουσία, στη σύγχρονη Γερμανία η οικονομία, η οικονομική ανάπτυξη, η οικονομική μεγέθυνση παράγει κυριαρχία, παράγει πολιτική κυριαρχία μέσω της θέσμισης και του θεσμικού παιχνιδιού που θέτει αυτήν την οικονομία σε λειτουργία. Η οικονομία παράγει νομιμότητα για το Κράτος, που είναι ο εγγυητής της […] Γένεση, διαρκής γενεαλογία του Κράτους με αφετηρία την οικονομική θέσμιση […] Όλοι οι εταίροι της οικονομίας, στο βαθμό που αποδέχονται αυτό το οικονομικό παιχνίδι, το οικονομικό παιχνίδι της ελευθερίας, παράγουν μια συναίνεση που είναι πολιτική […] Και αν ισχύει ότι παραμένουμε εντός μιας κυβερνητικότητας φιλελεύθερου τύπου, βλέπετε ποιά μετατόπιση έχει επέλθει σε σχέση με εκείνον τον φιλελευθερισμό που είχαν προγραμματίσει οι φυσιοκράτες, ο Τυργκό, οι οικονομολόγοι του 18ου αιώνα, το πρόβλημα των οποίων ήταν ακριβώς το αντίθετο, εφόσον τον 18ο αιώνα είχαν να αντιμετωπίσουν το εξής ζήτημα:έστω ένα Κράτος που υπάρχει, έστω ένα Κράτος νόμιμο, έστω ένα Κράτος που ήδη λειτουργεί στο ύφος της διοικητικής πλησμονής, της διοικητικής πληρότητας, υπό μορφή Αστυνομικού Κράτους. Το πρόβλημα ήταν πώς μπορούμε να το περιορίσουμε και, κυρίως, να δώσουμε χώρο στην αναγκαία οικονομική ελευθερία εντός αυτού του υπάρχοντος κράτος; Λοιπόν, οι Γερμανοί είχαν ακριβώς το αντίθετο πρόβλημα να λύσουν.Έστω ένα Κράτος που δεν υπάρχει, πώς θα το κάνουμε άραγε να υπάρξει βάσει αυτού του μη κρατικού χώρου που είναι ο χώρος της οικονομικής ελευθερίας;” (Foucault, 2012: 90-97).
Ο Foucault, στην αμέσως επόμενη Παράδοση της 7ης Φεβρουαρίου 1979, εξηγώντας περαιτέρω αυτό που κομίζει ο νεοφιλελευθερισμός, εκκινώντας από τη Γερμανία και ειδικά με τη κριτική του στην “αντιφιλελεύθερη σταθερά, σημειώνει: “Εφόσον επαληθεύεται (σ.σ κατά τον ορντοφιλελευθερισμό) ότι το Κράτος είναι, οπωσδήποτε, φορέας ενδογενών ατελειών και ότι τίποτε δεν αποδεικνύει ότι η οικονομία της αγοράς έχει κάτι απ’αυτά τα ψεγάδια, ας της ζητήσουμε να είναι καθεαυτή όχι η αρχή περιορισμού του Κράτους (σ.σ όπως στον κλασικό φιλελευθερισμό), αλλά η αρχή εσωτερικής ρύθμισης του Κράτους από το ένα ως το άλλο άκρο της ύπαρξης και της δράσης του. Με άλλα λόγια, αντί να δεχτούμε μια ελευθερία της αγοράς, καθορισμένη από το Κράτος και, κατά κάποιο τρόπο, υπό κρατική επιτήρηση-πράγμα που ήταν η συνταγή εκκίνησης του φιλελευθερισμού: ας ιδρύσουμε έναν χώρο οικονομικής ελευθερίας και ας τον περικυκλώσουμε, ας τον αφήσουμε να περικυκλωθεί από ένα Κράτος που θα τον επιτηρεί-, λοιπόν, λένε οι ορντοφιλελεύθεροι, πρέπει να αναστρέψουμε ολοκληρωτικά τη συνταγή και να αποκτήσουμε μια ελευθερία της αγοράς ως οργανωτική και ρυθμιστική αρχή του Κράτους, από την αρχή της ύπαρξής του μέχρι την τελευταία μορφή των παρεμβάσεών του. Με άλλα λόγια, μάλλον ένα Κράτος υπό την επιτήρηση της αγοράς παρά μια αγορά υπό την επιτήρηση του Κράτους […] Στο σημείο αυτό, νομίζω, μπορούμε να βρούμε ό,τι σημαντικό, ό,τι αποφασιστικό υπάρχει στον σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό. Διότι δεν πρέπει να έχουμε ψευδαισθήσεις, ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός δεν είναι καθόλου, όπως συχνότατα λέγεται, η ανάδυση, η επανάκαμψη των παλαιών μορφών της φιλελεύθερης οικονομίας που μορφοποιήθηκαν τον 18ο και 19ο αιώνα […] Στην ουσία, αυτό που τίθεται ως ζήτημα στο σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό, είτε παίρνει τη γερμανική μορφή που αναφέρω ακριβώς τώρα είτε παίρνει την αμερικανική μορφή του αναρχοφιλελευθερισμού, είναι κάτι πολύ σημαντικότερο. Αυτό το οποίο τίθεται ως ζήτημα είναι μα μάθουμε αν, πράγματι, μια οικονομία της αγοράς μπορεί να χρησιμεύσει ως αρχή, ως μορφή και ως πρότυπο για ένα ελαττωματικό Κράτος προς το οποίο σήμερα, δεξιά και αριστερά, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, όλος ο κόσμος δυσπιστεί”.
Η μετατόπιση αυτή, η ”μετάλλαξη”, λέει εμφατικά ο Foucault, από τη κλασική φιλελεύθερη θέσηπεριορισμού του προϋπάρχοντος Κράτος ενώπιον της Αγοράς, στη νεοφιλελεύθερη θέση της Αγοράς ως περιβαλλοντικής αρχής πίεσης και ρύθμισης του Κράτους, γίνεται από τους ορντοφιλελεύθερους με συγκεκριμένες εννοιολογικές μεταθέσεις, όπως αναφέρει ο Γάλλος αρχαιολόγος των λογοθετικών πρακτικών, από την παραδοσιακή φιλελεύθερη διδασκαλία στη νεοφιλελεύθερη. Προσπαθώντας να αναδιοργανώσουμε τα στοιχεία που αναφέρει ο Foucault με έναν συνεκτικό τρόπο, αυτές οι μεταθέσεις είναι:
1. Από την ανταλλαγή στον ανταγωνισμό ως ουσία της Αγοράς
Oι νεοφιλελεύθεροι εδώ ακολουθούν μια ολόκληρη εξέλιξη της φιλελεύθερης σκέψης που συντελέστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία το ουσιώδες της αγοράς δεν είναι η ισοδυναμία των ανταλλαγών μεταξύ των οικονομικών υποκειμένων, αλλά η ανισότητα του ανταγωνισμού στο οικονομικό πεδίο. Ωστόσο, οι νεοφιλελεύθεροι εισάγουν στην μετατόπιση από την ανταλλαγή στον ανταγωνισμό ως ουσία της αγοράς κάτι πραγματικά καινούργιο. Για τους φιλελεύθερους στοχαστές στη μαρτζιναλιστική και νεομαρτζιναλιστική αντίληψη της αγοράς του 19ου και του 20ου αιώνα, το Κράτος πρέπει να υπακούει, ενώπιον της αγοράς, στην αρχή «αφήστε-να-δράσουν», ώστε να μπορεί να αναπτυχθεί ανεμπόδιστα οανταγωνισμός στο οικονομικό πεδίο, όπως ακριβώς οι πρώιμοι φιλελεύθεροι υποστήριζαν την αρχή «αφήστε-να-δράσουν» για να αναπτυχθεί η ελεύθερη ανταλλαγή σαν φυσικό δεδομένο της αγοράς. Έτσι λοιπόν, οι πρώιμοι φιλελεύθεροι που έδιναν έμφαση στην ισοδυναμία των ανταλλαγών και οι ύστεροι φιλελεύθεροι που έδιναν έμφαση στην ανισότητα του ανταγωνισμού σαν κινητήριο δύναμη της αγοράς, συμφωνούσαν στο ότι το Κράτος δεν έπρεπε να παρεμβαίνει αποφασιστικά στη διαμόρφωση των όρων ανταλλαγής ή/και ανταγωνισμού της αγοράς. Αντίθετα, οι νεοφιλελεύθεροι ορντοφιλελεύθεροι, δεν θεωρούν τον ανταγωνισμό φυσικό δεδομένο της αγοράς, και, επηρεασμένοι από τον Edmund Husserl, θεωρούν την άποψη αυτή μια νατουραλιστική αφέλεια, που δεν βλέπει ότι ο ανταγωνισμός είναι ένα χουσσερλιανό eidos, μια αρχή τυποποίησης που προϋποθέτει το υπερβατολογικό ενέργημα συγκρότησης του Υποκειμένου (εν προκειμένω, του Κράτους). “Ως βασική οικονομική λογική ο ανταγωνισμός δεν θα εμφανιστεί και δεν θα παραγάγει τα αποτελέσματά του παρά μόνο υπό ορισμένες συνθήκες που θα έχουν επιμελώς και τεχνηέντως διευθετηθεί. Δηλαδή ο καθαρός ανταγωνισμός δεν είναι ένα πρωτογενές δεδομένο. Δεν θα μπορούσε να είναι παρά το αποτέλεσμα μιας μακράς προσπάθειας, ενώ ομολογουμένως, ο καθαρός ανταγωνισμός δεν θα επιτευχθεί ποτέ. Ο καθαρός ανταγωνισμός οφείλει να είναι, και δεν μπορεί παρά να είναι μόνο ένας στόχος, ένας στόχος που συνεπώς προϋποθέτειμια ακατάπαυστα ενεργό πολιτική […] η αγορά, ή μάλλον ο καθαρός ανταγωνισμός, που είναι η ίδια η ουσία της αγοράς, μπορεί να εμφανιστεί μόνο αν παραχθεί, και αν παραχθεί από μια ενεργό κυβερνητικότητα, Θα έχουμε, λοιπόν, κάτι σαν μια ολική επικάλυψη των συναρτημένων με τον ανταγωνισμό μηχανισμών της αγοράς και της διακυβερνησιακής πολιτικής» (όπ.π: 122-128). “Μάλιστα, αν θέλουμε να σώσουμε τον ανταγωνισμό και την αγορά από τα ίδια τα αποτελέσματά τους, πρέπει να παρεμβαίνουμε κυβερνητικά, αφού, παραδέχονται οι ορνοφιλελεύθεροι-νεοφιλελεύθεροι, «πρέπει να εδραιώσουμε ένα θεσμικό πλαίσιο που θα πρέπει να εμποδίσει τους ανθρώπους-είτε τις ιδιωτικές εξουσίες είτε τις δημόσιες-να παρεμβαίνουν, για να δημιουργήσουν μονοπώλιο, βλ. αντιμονοπωλιακή νομοθεσία της Γερμανίας” (όπ.π: 137).
2. Από την ελάχιστη διακυβέρνηση και ρύθμιση της αγοράς, στην ενεργητική κυβερνητική κατασκευή των κοινωνικοθεσμικών περιβαλλοντικών όρων της αγοράς.
Η βαθύτερη σύνδεση διακυβέρνησης-αγοράς υπό την κυριαρχία της λογικής της δεύτερης, καταδεικνύεται με γλαφυρό τρόπο, σύμφωνα με τον Foucault, και από τις παρεμβάσεις στο “Συνέδριο Βάλτερ Λίππμαν, όπου συμμετείχαν εκπρόσωποι και της γερμανικής (π.χ Ρέπκε) και της αυστριακής (Χάγιεκ, Φον Μίζες) νεοφιλελεύθερης σχολής, πολλοί από τους οποίους πρότειναν τη σύλληψη της νέας τέχνης διακυβέρνησης (νεοφιλελεύθερης, όπως την αποκαλούμε σήμερα) με όρους “θετικού φιλελευθερισμού» ή παρεμβατικού φιλελευθερισμού” ήκοινωνιολογικού φιλελευθερισμού (Foucault, 2012: 132). Τελικά οι νεοφιλελεύθεροι υποστηρίζουν ότι, για να είναι δυνατή η πολιτική/κρατική συγκρότηση ενός, προσεγγιστικά, καθαρού ανταγωνισμού,πρέπει η διακυβέρνηση να παρεμβαίνει όχι απλά ρυθμιστικά επί της αγοράς (ρυθμιστικές δράσεις), αλλά κυρίως επί τωνεξωοικονομικών συνθηκών της οικονομικής αγοράς (καταστατικές δράσεις). Αντικείμενο διακυβέρνησης, γίνεται πια, η ίδια η κοινωνία ως συνθήκη ύπαρξης της αγοράς και της κερδοφορίας, σε μια «πολιτική πλαισίου». “Πληθυσμός, τεχνικές, μαθητεία και εκπαίδευση, νομικό καθεστώς, διαθεσιμότητα των γαιών, κλίμα κλπ: όλα αυτά είναι στοιχεία που βλέπετε ότι δεν είναι άμεσα οικονομικά, ότι δεν αφορούν τους ίδιους τους μηχανισμούς της αγοράς, αλλά είναι, για τον Όικεν, οι συνθήκες υπό τις οποίες θα μπορέσει να λειτουργήσει η γεωργία ως αγορά, η γεωργία μέσα στην αγορά […] πώς να τροποποιήσουμε αυτές τις υλικές, πολιτιστικές, τεχνικές, νομικές βάσεις που υφίστανται στην Ευρώπη; Πώς να τροποποιήσουμε αυτά τα δεδομένα, πώς να τροποποιήσουμε αυτό το πλαίσιο, ώστε να παρέμβει η οικονομία της αγοράς; […] Αυτά για τις ενδεδειγμένες δράσεις, τις συγκυριακές δράσεις και τις καταστατικές δράσεις στο επίπεδο του πλαισίου. Είναι ό,τι αποκαλούν οργάνωση μιας τάξης της αγοράς, μιας τάξης ανταγωνισμού” (όπ.π: 141).
3. Από την Κοινωνική Πολιτική Πρόνοιας στο ελάχιστο Δίχτυ Κοινωνικής Προστασίας
Ο Foucault ισχυρίζεται πως ο ορντοφιλελευθερισμός αμφισβήτησε τις βασικές αρχές της Κοινωνικής Πολιτικής τουΚράτους Πρόνοιας-Ευημερίας (Foucault, 2002:142-145):
1. Η Κοινωνική Πολιτική είναι αντιστάθμισμα των αρνητικών κοινωνικών συνεπειών της αγοράς
2. Βασικά όργανα της Κοινωνικής Πολιτικής είναι η συλλογική κατανάλωση κοινωνικών αγαθών (ιατρική, παιδεία, πολιτισμός) και η αναδιανεμητική πολιτική (επιδόματα κ.α).
3. Όσο μεγαλύτερη είναι η οικονομική ανάπτυξη, τόσο πιο γενναιόδωρη πρέπει να είναι η Κοινωνική Πολιτικήαπέναντι στους πολίτες, σαν ανταπόδοση και αντιστάθμισμα.
Τα τρία παραπάνω σημεία ανασκευάζονται από τον ορντοφιλελευθερισμό, με βάση την εξής συλλογιστική: ΗΚοινωνική Πολιτική δεν μπορεί να ορίζεται ως αντιστάθμισμα της των αρνητικών συνεπειών της Αγοράς, ούτε να έχει ως στόχο την κοινωνική ισότητα. Η αγορά λειτουργεί με βάση την ανταγωνιστική ανισότητα, έτσι λοιπόν και η κατανάλωση βασίζεται στην ανισότητα, και είναι λογικό κάποιοι να καταναλώνουν περισσότερο και κάποιοι λιγότερο. Το μόνο που πρέπει να κάνει η κοινωνική πολιτική είναι να αναδιανείμει ένα ποσό, από αυτούς που απολαμβάνουν το μέγιστο της κατανάλωσης (υπερκατανάλωση), προς εκείνους που απολαμβάνουν το ελάχιστο της κατανάλωσης (υποκατανάλωση), με σκοπό την εξασφάλιση ενός ζωτικού ελαχίστου: “Έχουμε την οριακή μεταβίβαση ενός μεγίστου προς ένα ελάχιστο. Δεν έχουμε καθόλου σταθεροποίηση, εξομάλυνση γύρω από έναν μέσο όρο». Ως προς τα βασικά όργανα της κοινωνικής πολιτικής, προκρίνεται η λογική της ιδιωτικής ασφάλισης και αλληλασφάλισης με την παροχή κρατικών διευκολύνσεων, με όργανο όχι τη συλλογική-δημόσια κατανάλωση αλλά την ιδιωτική ιδιοκτησία, προτείνεται δηλαδή μια ατομικοποίηση αντί για μια συλλογικοποίηση της κοινωνικής πολιτικής. Και σαν συμπέρασμα όλων των παραπάνω, προκύπτει ότι υπάρχει μόνο μια κοινωνική πολιτική που είναι αληθινή και θεμελιώδης, δηλαδή η οικονομική ανάπτυξη. Η θεμελιώδης μορφή της κοινωνικής πολιτικής δεν μπορεί να είναι κάτι που θα μπορούσε να αντιβαίνει την οικονομική πολιτική και να την αντισταθμίζει: η κοινωνική πολιτική δεν θα έπρεπε να είναι πιο γενναιόδωρη απ’όσο το επιτρέπει η οικονομική ανάπτυξη […] Είναι αυτό που ο Μύλλερ-Άρμακ, ο σύμβουλος του Καγκελάριου Έρχαρντ, αποκάλεσε γύρω στο 1952-53 «κοινωνική οικονομία της αγοράς», ενώ τον ίδιο τίτλο διάλεξε η γερμανική κοινωνική πολιτική”. Για τον Foucault, πάνω σε αυτή τη συλλογική πάτησε και ο αμερικανικός νεοφιλελευθερισμός, και η γενική τάση, υποστηρίζει, στην κοινωνική πολιτική όλων των χωρών, είναι αυτή η ιδιωτικοποίηση-αγοραιοποίηση της κοινωνικής πολιτικής.
Τα παραπάνω α, β, γ, όπως τα ταξινομήσαμε, αναδεικνύουν για τον Γάλλο διανοητή «τον αυθεντικό σκελετό του νεοφιλελευθερισμού» (όπ.π: 145). Σε διάκριση από τον κεϋνσιανισμό, αλλά και από τον κλασικό φιλελευθερισμό,το αντικείμενο της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης δεν είναι η αγορά, με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ατέλειές της, αλλά ό,τι οι Γερμανοί αποκαλούν die soziale Umweltτο κοινωνικό περιβάλλον, το σύνολο της κοινωνικής ζωής. Αυτή η «κοινωνιολογική διακυβέρνηση» πρέπει πάνω από όλα να καταστήσει την αγοράκοινωνικά εφικτή, ώστε να μπορέσει να γίνει η αγορά, κατά την πολύ ωραία έκφραση του Foucaultαρχή πολιτικής ορθολογικότητας (όπ.π: 147). Έτσι ο Foucault τονίζει, για άλλη μια φορά, ότι δεν επιστρέφουμε στο μοντέλο μιας απλά εμπορευματικής κοινωνίας “αυτό που επιδιώκεται δεν είναι μια κοινωνία υποκείμενη στο φαινόμενο-εμπόρευμα, είναι μια κοινωνία υποκείμενη στη δυναμική του ανταγωνισμού. Όχι μια κοινωνία της υπεραγοράς-μια κοινωνία των επιχειρήσεων. O homo economicus, τον οποίο δεν θέλουν να ανασυστήσουν, δεν είναι ο άνθρωπος της ανταλλαγής, δεν είναι ο καταναλωτής, είναι ο άνθρωπος της επιχείρησης και της παραγωγής (όπ.π: 147). Ανατρέχοντας στη προβληματική των Βέμπερ, Σουμπέτερ, Ζόμπαρτ για μια “κοινωνική ηθική της επιχείρησης”και αναλύοντας σύντομα ένα κείμενο του Ρέπκε με τίτλο “Προσανατολισμός της γερμανικής οικονομικής πολιτικής”, ο Foucault ριζοσπαστικοποιεί τα έως τώρα συμπεράσματά του, αφού μιλά για τη συγκρότηση ενός “κοινωνικού ιστού” στον οποίο:
“Οι ενότητες βάσης θα είχαν τη μορφή της επιχείρησης, εφόσον τι είναι η ατομική ιδιοκτησία, αν όχι μια επιχείρηση; Τί είναι μια ιδιωτική οικία, αν όχι μια επιχείρηση; Τί είναι η διαχείριση αυτών των μικρών κοινοτήτων της γειτονιάς […] αν όχι κάποιες άλλες μορφές επιχείρησης; Mε άλλα λόγια, πρόκειται για τη γενίκευση, για τη διάδοση και τον πολλαπλασιασμό, όσο το δυνατόν περισσότερο, των μορφών «επιχείρηση», που δεν οφείλουν να είναι ακριβώς συγκεντρωτικές υπό τη μορφή είτε των μεγάλων, εθνικής ή διεθνούς κλίμακας, επιχειρήσεων, είτε, ακόμη, των μεγάλων επιχειρήσεων τύπου Κράτος. Το διακύβευμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής θα είναι, νομίζω, ο πολλαπλασιασμός της μορφής “επιχείρηση” εντός του κοινωνικού σώματος. Η αγορά, ο ανταγωνισμός, και συνεπώς η επιχείρηση θα δημιουργήσουν ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε διαπλαστική ισχύ της κοινωνίας”. Για τον Foucault, απατώνται όσοι νομίζουν ότι η κριτική σήμερα πρέπει να στραφεί ενάντια στα φαινόμενα της μαζοποίησης, της ομογενοποίησης, του θεάματος κ.α, προβληματική που είχε ανοίγει ήδη ο Ζόμπαρτ κοντά στο 1900. Όσοι επικρίνουν τα παραπάνω “επικρίνουν κάτι που υπήρξε, αναμφίβολα, στον σαφή ή υπονοούμενο, ηθελημένο ή όχι ορίζοντα των τεχνών διακυβέρνησης από το ’20 μέχρι το ’60. Έχουμε ξεπεράσει, όμως, εκείνο το στάδιο. Δεν είμαστε πλέον εκεί. Η προγραμματισμένη από τους ορντοφιλελεύθερους τέχνη διακυβέρνησης γύρω στη δεκαετία του ’30, η οποία σήμερα αποτελεί τον προγραμματισμό των περισσότερων κυβερνήσεων στις καπιταλιστικές χώρες, αυτός ο προγραμματισμός, λοιπόν, δεν επιδιώκει καθόλου τη συγκρότηση εκείνου του τύπου της κοινωνίας. Αντίθετα, θέλει να κατακτήσει μια κοινωνία συναρτημένη όχι με το εμπόρευμα και με την ομοιογένεια του εμπορεύματος, αλλά με την πολλαπλότητα και τη διαφοροποίηση των επιχειρήσεων”.
O Foucault δεν μας δίνει διάγραμμα της βιοπολιτικής. Θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε ένα σύγχρονο κυψελοειδές αρχιτεκτονικό δημιούργημα, ώστε να απεικονίσουμε τη λογική της ασφυκτικής περίκλεισης των υποκειμένων από το βιοπολιτικό περιβάλλον, καθώς και ένα διάγραμμα που απεικονίζει τη λογική ενός οικοσυστήματος το οποίο περιβάλλει ένα δίκτυο κόμβων:
Βιοπολιτική
  • ΠΗΓΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ (η μπίλια στην κορυφή)
  • ΙΣΧΥΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ (η διακεκομμένη που βγαίνει από τη μπίλια)
  • ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ (το μέσα από την πρώτη θηλιά)
  • ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ (οι μικρές θηλιές)
  • ΤΡΟΧΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ (το περιστρεφόμενο βέλος)
  • ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ’ (το μέσα από την πρώτη θηλιά)
  • ΑΠΕΔΑΦΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΟΡΙΟΥ (η διακεκομμένη που βγαίνει από τη μύτη του βέλους)
Μόνο μέσω μιας τέτοιας απεικόνισης, που δίνει έμφαση στο βιοπολιτικό περιβάλλον ως παράδοξο “αποκεντρωμένο κέντρο” της εξουσιαστικής ισχύος επί των υποκειμένων, μπορούμε να κατανοήσουμε την τελευταία φράση του Deleuze στο δοκίμιό του για τις κοινωνίες του ελέγχου:
Πολλοί νέοι απαιτούν, παραδόξως, να τους παρέχονται «κίνητρα», αξιώνουν περιόδους μαθητείας και διαρκή εκπαίδευση’ σ’ αυτούς έγκειται να ανακαλύψουν αυτό που πρόκειται να υπηρετήσουν, όπως οι πρόγονοί τους ανακάλυψαν, όχι χωρίς δυσκολία, τις πειθαρχίες. Οι σπείρες ενός ερπετού είναι ακόμα πιο πολύπλοκες από τις τρύπες ενός τυφλοπόντικα” (Deleuze, 200116).
Eνώ οι “τρύπες του τυφλοπόντικα”8 σηματοδοτούσαν διακριτούς χώρους εγκλεισμού και εισόδου-εξόδου του υποκειμένου, οι “σπείρες του ερπετού” σηματοδοτούν ένα ασφυκτικό βιοπολιτικό περιβάλλον το οποίο επιβάλλεται εξουσιαστικά μέσω της περίκλεισης του υποκειμένου στην οικολογία των καπιταλιστικών σχέσεων. Όπως τα ερπετά σκοτώνουν τη λεία τους σφίγγοντάς την με τις δυνατές σπείρες τους, έτσι και το καπιταλιστικό εχθρικό περιβάλλον πιέζει ασφυκτικά τα υποκείμενα να αμυνθούν, να προσαρμοστούν, να ανταγωνιστούν για μια καλύτερη θέση σε αυτό. Ίσως για αυτό η λέξη στρες (stress) προέρχεται από το λατινικό ρήμα stringere, που σημαίνει σφίγγω κάποιον (ή κάτι) τόσο δυνατά με αποτέλεσμα να πάθει ασφυξία, ακόμη και πνιγμό. Όπως ο Ουροβόρος Όφις των αρχαίων συμβόλων και μύθων, έτσι και το Κεφάλαιο τρέφεται από τις σάρκες του αναπαραγόμενο, διαμορφώνοντας ένα αέναο περιβάλλον ασφυκτικής περιτύλιξης και περίσφιξης.
Η Βιοπολιτική εξέλιξη της Κυριαρχίας
Η σχέση του Foucault με τη νεωτερική ορθολογικότητα, και ειδικά με το Διαφωτισμό, είναι αμφίσημη. ΟFoucault αναγνωρίζει εν μέρει την έννοια του νεωτερικού εξορθολογισμού, με στόχο όμως να αναλύσει όχικάποια γενική, αξιολογικά αδέσμευτη ορθολογικότητα, την οποία αξιώνει ο Διαφωτισμός, αλλά την ειδική ορθολογικότητα των συστημάτων εξουσίας:“Να επιχειρήσουμε να αναλύσουμε αυτόν τον τύπο ορθολογισμού που μοιάζει να προσιδιάζει στη νεωτερική κουλτούρα μας και που έχει αγκυροβόλιο στηνAufklärung; Αυτή ήταν η προσέγγιση ορισμένων μελών της Σχολής της Φρανκφούρτης. Ο αντικειμενικός στόχος μου όμως δεν είναι να ξεκινήσω μια συζήτηση πάνω στα έργα τους, που είναι βέβαια σπουδαία και πολύτιμα. Μάλλον είναι να προτείνω έναν άλλο τρόπο ανάλυσης των σχέσεων ανάμεσα στον ορθολογισμό και στην εξουσία” (Foucault, 1991: 78). Σύμφωνα με την ερμηνεία μας, o Foucault υποστηρίζει πως το νεωτερικό διάγραμμα εξουσίας, στη μακρά διάρκεια, εξελίσσεται με τη σχεδόν δαρβινική έννοια του όρου: η νεωτερική εξουσία καλείται να προσαρμοστεί, να αναπροσαρμοστεί και να παρέμβει διαπλαστικό σε ένα περιβάλλον αντιστάσεων και προβλημάτων που προσπαθεί να επιλύσει. Μπορούμε να πούμε, για την πλέον εξελιγμένη εξουσία, αυτό που έλεγε ο Marx για την ιστορία των τρόπων παραγωγής-”το κλειδί για την ανατομία του πιθήκου είναι η ανατομία του ανθρώπου”. Με αυτή την έννοια, η ύστερη, πιο εξελιγμένη και προσαρμοστική μορφή εξουσίας, έπειτα από μια σειρά ιστορικών μεταλλάξεων και επιβίωσης των προσαρμοστικότερων μορφών, εμπεριέχει και τις προηγούμενες μορφές εξουσίας, γενεαλογικά, στην ανατομία της. O Foucault κάνει λόγο για“βαθμούς εξορθολογισμού” των συστημάτων εξουσίας:
”…Συγκεκριμένα, η ανάλυση των σχέσεων εξουσίας απαιτεί να προσδιορίσουμε έναν αριθμό σημείων […] 5. Οι βαθμοί εξορθολογισμού: διότι η ενεργοποίηση των σχέσεων εξουσίας ως δράση πάνω σ’ ένα πεδίο δυνατότητας μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο επεξεργασμένη σε συνάρτηση με την αποτελεσματικότητα των εργαλείων και τη βεβαιότητα του αποτελέσματος (τεχνολογικές εκλεπτύνσεις μεγαλύτερες ή μικρότερες στην άσκηση της εξουσίας) ή ακόμη σε συνάρτηση με το ενδεχόμενο κόστος (είτε πρόκειται για το οκονομικό «κόστος» των μέσων που χρησιμοποιούνται, είτε για το «αντι-δραστικό» κόστος το οποίο συνιστούν οι συναντώμενες αντιστάσεις). Η άσκηση της εξουσίας δεν είναι ένα ακατέργαστο γεγονός, ένα θεσμικό δεδομένο, ούτε μια δομή που διατηρείται ή ·θρυμματίζεται: επιδέχεται επεξεργασία, μετασχηματίζεται, οργανώνεται, εφοδιάζεται με διαδικαστικές ενέργειες περισσότερο ή λιγότερο συναρμοσμένες” (όπ.π: 96-97).
Αφού το το γενικό όριο-πρόβλημα, το καταστατικό σφάλμα των συστημάτων εξουσίας είναι τα σημεία αντίστασης και ελευθερίας, τότε ένα διάγραμμα εξουσίας εξορθολογίζεται όταν μπορεί να ελαχιστοποιεί την αντίσταση, όταν μπορεί να χαρτογραφεί, να διαγραμματοποιεί, να αντικειμενοποιεί, να πραγματώνει όλο και περισσότερο την υποκειμενική ελευθερία, αλλοτριώνοντάς τη μέσα σε όλο και πιο προσαρμοστικές σχέσεις εξουσίας. Έτσι, η μετάβαση από την υπερβατολογική συνθήκη ελευθερίας στα διαγράμματα εξουσίας ακολουθείται από μια αντίστροφη μετάβαση, τη προσπάθεια εξορθολογισμού των διαγραμμάτων εξουσίας που τείνουν εκ των πραγμάτων και παραδόξως να ανακτήσουν, ενσωματώνοντας τις αντιστάσεις, την απολεσθείσα ελευθερία.
Σε διάφορα σημεία των γενεαλογικών έργων του, ο Foucault υποστηρίζει ένθερμα αυτή την υπόθεση εργασίας εξορθολογισμού του συστήματος εξουσίας, αναφορικά με το ειδικά νεωτερικό πέρασμα από την Κυριαρχία στηΒιοπολιτική:
Θα μπορούσαμε να πούμε το εξής: Θα έλεγε κανείς ότι η εξουσία, της οποίας η ιδιότητα, το οργανωτικό σχήμα ήταν η κυριαρχία, αποδείχτηκε αναποτελεσματική όσον αφορά τη διοίκηση μιας κοινωνίας, η οποία είχε ως χαρακτηριστικό της τη δημογραφική έκρηξη αφενός και την εκβιομηχάνιση αφετέρου. Έτσι, από την παλαιά μηχανική της εξουσίας της κυριαρχίας διέφευγαν πάρα πολλά πράγματα, τόσο σε επίπεδο βάσης όσο και κορυφής, τόσο σε επίπεδο λεπτομερειών όσο και σε μαζικό επίπεδο. Η πρώτη προσαρμογή έγινε για να μη διαφύγουν οι λεπτομέρειες: οι μηχανισμοί της εξουσίας προσαρμόστηκαν στο σώμα του ατόμου, με την επιτήρηση και την εκπαίδευση-αυτή ήταν η πειθαρχία. Φυσικά, η συγκεκριμένη προσαρμογή ήταν η ευκολότερη. Γι’αυτό και έγινε πολύ νωρίς-στον 17ο αιώνα και στις αρχές του 18ου αιώνα ήδη-σε τοπικό επίπεδο, με ενστικτώδεις, εμπειρικές, αποσπασματικές μορφές και στο περιορισμένο πεδίο ορισμένων θεσμών όπως το σχολείο, το νοσοκομείο, το στρατόπεδο, το εργαστήριο, κ.λπ. Και στη συνέχεια, στα τέλη του 18ου αιώνα, έχουμε μια δεύτερη προσαρμογή, που αφορά τα συνολικά φαινόμενα, τα φαινόμενα τα σχετικά με τον πληθυσμό, με τις βιολογικές ή βιοκοινωνικές διεργασίες των ανθρώπινων μαζών. Οι προσαρμογές αυτές ήταν πολύ πιο δύσκολες, διότι συνεπάγονταν, φυσικά, ορισμένα πολύπλοκα όργανα συντονισμό και συγκέντρωσης […] Από την άλλη, τα δύο αυτά σύνολα μηχανισμών, πειθαρχικό το ένα και ρυθμιστικό το άλλο, δεν είναι του ίδιου επίπέδου. Ως εκ τούτου, δεν αλληλοαποκλείονται και μπορούν να διαρθρωθούν από κοινού. Μπορούμε να πούμε μάλιστα ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι πειθαρχικοί μηχανισμοί και οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί της εξουσίας, οι μηχανισμοί πειθάρχησης του σώματος και οι μηχανισμοί ρύθμισης των πληθυσμών, διαρθρώνονται από κοινού” (Foucault, 2002:306, 307, 308).
Υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε να συλλάβουμε μια διαγραμματική, βαθμιδωτή σχέση εξορθολογισμού ανάμεσα στα νεωτερικά διαγράμματα εξουσίας: Από την Κυριαρχία στην Πειθαρχία, από την Πειθαρχία στην Ποιμαντική, από την Ποιμαντική στη Βιοπολιτική, έχουμε έναν αύξοντα εξορθολογισμό της εξουσίας με βιοπολιτικό ορίζοντα, έχουμε δηλαδή μια βιοπολιτική εξέλιξη της Κυριαρχίας: Η Κυριαρχία γίνεται όλο και λιγότερο αφηρημένη, ιδεαλιστική, κάθετη και κεντροθετημένη, αυθαίρετη, κακότεχνη και προσωποπαγής, γίνεται όλο και περισσότερο συγκεκριμένη, υλιστική, ριζωματική και περιβαλλοντική, επιστημονική, άρτια και απρόσωπη. Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε δύο άξονες της νεωτερικής εξουσίας, τον συγχρονικό, δομικό, και το διαχρονικό, εξελικτικό.
Από τη σκοπιά του συγχρονικού, δομικού άξονα της εξουσίας, η Κυριαρχία, η Πειθαρχία, η Ποιμαντική, ηΒιοπολιτική, με βάση τις αναφορές του Foucault, όλες συνυπάρχουν στην ανάδυση του νεωτερικού κράτους, όλες συνθέτουν το κοινό διάγραμμα της νεωτερικής εξουσίας. Η ειδικά νεωτερική κρατική Κυριαρχία, που ανασυνθέτει τη προνεωτερική κρατική κυριαρχία, διαμορφώνεται την περίοδο του 15ου-18ου αιώνα. Η νεωτερική Πειθαρχία, ανασυνθέτοντας όπως είδαμε τις προγενέστερες πειθαρχίες του εγκλεισμού, με την άνοδο της φιλελεύθερης αστικής τάξης, την περίοδο του 18ου αιώνα. Η νεωτερική Ποιμαντική, ανασυνθέτοντας τη χριστιανική-εκκλησιαστικήΠοιμαντική, αναπτύσσεται στις προνοιακές δομές τους ιδιωτικού και δημόσιου βίου κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, με την αστυνομία να αποτελεί γέφυρα ανάμεσα στην Πειθαρχία και την Ποιμαντική. Η Βιοπολιτικήσυστηματοποιείται στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, και θεσμοποιείται με τις συνταγματικές επαναστάσεις. Επομένως, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, το νεωτερικό διάγραμμα έχει διαμορφωθεί στην κυριαρχική, πειθαρχική, ποιμαντική, βιοπολιτική του διάστασηΚάθε νεωτερικό κράτος περικλείει συγχρονικά, δομικά, όλα τα νεωτερικά διαγράμματα της εξουσίας, που στη πραγματικότητα αποτελούν επιμέρους στιγμές εξορθολογισμού του ίδιου διαγράμματος εξουσίας.
Από τη σκοπιά του διαχρονικού, εξελικτικού άξονα της εξουσίας, η Κυριαρχία, η Πειθαρχία, η Ποιμαντική, ηΒιοπολιτική αποτελούν διαδοχικούς βαθμούς και ιστορικά “κατώφλια” εξορθολογισμού του νεωτερικού διαγράμματος εξουσίας, το οποίο, εξελικτικά αναπροσαρμοζόμενο, υποστηρίζει υλικά τις ιστορικά καθορισμένες κρατικές ιδεοτυπικές μορφές: Το νεωτερικό Απολυταρχικό Κράτος στηρίζεται στην Κυριαρχία, το Φιλελεύθερο Κράτος στηρίζεται στην Πειθαρχία, το Κοινωνικό Κράτος Πρόνοιας στηρίζεται στην Ποιμαντική, το Επιχειρηματικό Κράτος στηρίζεται στη Βιοπολιτική. Επομένως, υπάρχει μια δεύτερη νεωτερική Κυριαρχία, μια δεύτερη νεωτερικήΠειθαρχία, μια δεύτερη νεωτερική Ποιμαντική, μια δεύτερη νεωτερική Βιοπολιτική, η διαχρονική, ιστορική, εξελικτική πέρα από τη συγχρονική, δομική. Όσον αφορά, ειδικά, τη Βιοπολιτική, αν για τον Foucault αναδύεται και συστηματοποιείται πρώτη φορά στο δεύτερο μισό και στα τέλη του 18ου αιώνα, είναι στο δεύτερο μισό και στα τέλη του 20ου αιώνα που μια κρατική μορφή, το νεοφιλελεύθερο επιχειρηματικό κράτος, πραγματώνει ιστορικά-εξελικτικά τη Βιοπολιτική, αποτελώντας τη πλέον αντιπροσωπευτική μορφή μιας μακράς διαδικασίας γέννησης, διαμόρφωσης, ωρίμανσής της. Συμπεραίνουμε λοιπόν πως υπάρχουν δύο ιστορικές σπείρες και δύο Βιοπολιτικές: η πρώτη σπείρα καταλήγει στη Βιοπολιτική του νεωτερικού έθνους-κράτους στα τέλη 18ου αιώνα, η δεύτερη σπείρα πραγματώνει και ολοκληρώνει τη πρώτη καταλήγοντας στη Βιοπολιτική του ειδικά νεοφιλελεύθερου, επιχειρηματικού νεωτερικού κράτους στα τέλη του 20ου αιώνα.
Μάλιστα, η βιοπολιτική εξέλιξη της κυριαρχίας εμφανίζεται να ακολουθεί μια επιστημολογική εξέλιξη, στα όρια μεταξύ των επιστημών διακυβέρνησης της φύσης (φυσικές-θετικές επιστήμες) και των επιστημών διακυβέρνησης των ανθρώπων (ανθρωπιστικές-κοινωνικές επιστήμες). Στο βαθμό που το νεωτερικό διάγραμμα εξουσίας και διακυβέρνησης ανθρώπου από άνθρωπο εξορθολογίζεται και εξελίσσεται, ακολουθεί μια επιστημολογική εξέλιξη σύμμορφη με το νεωτερικό διάγραμμα διακυβέρνησης των φυσικών δυνάμεων από τον άνθρωπο.
πρώτη νεωτερική εξέλιξη της εξουσίας, από την Κυριαρχία στην Πειθαρχία, σηματοδοτεί, σύμφωνα με τονFoucault, τη μετάβαση από μια “μακροφυσική” μηχανική της κυριάρχης βασιλικής εξουσίας, νευτώνειου τύπου, με γνώμονα την οποία η εξουσία αναπαρίσταται ως οριζόντια δράση επί δράσεων που τελικά ανάγεται σε μία κεντρική δύναμη βαρύτητας με θεϊκή προέλευση, σε μια “μικροφυσική” μηχανική της πειθαρχικής εξουσίας στους επιμέρους χώρους εγκλεισμού και βελτιστοποίησης της απόδοσης των ατομικών σωμάτων:

 “Έτσι, μιά ‘Ιστορία τής Λεπτομέρειας στόν 18ο αιώνα, εμπνευσμένη από τόν Jean-Baptiste de La καθώς καί άπό τόν Φρειδερίκο Β’, ιστορία πού θά διέσχιζε τά πεδία της παιδαγωγικής, της ιατρικής, της στρατιωτικής τακτικής καί τής οικονομίας, επρεπε νά καταλήγει στόν άνθρωπο πού ειχε ονειρευτεί, στά τέλη του αιώνα, νά γίνει ενας καινούργιος Newton, όχι πιά ενας Newton τής άπεραντοσύνης τοΰ ούρανοϋ ή των άστρικών μαζών, αλλά ένας Newton των «μικρών σωμάτων». Μιά εξονυχιστική άνάλυση τής λεπτομέρειας καί ταυτόχροναενας πολιτικός υπολογισμός όλων τών μικρών πραγμάτων, γιά νά eξασφαλιστεί ό έλεγχος καί ή χρησιμοποίηση τών άνθρώπων, παρατηρούνται άπό τήν κλασική κιόλας έποχή, καί περιλαμβάνουν ενα σύνολο τεχνικών μεθόδων καί γνώσεων, περιγραφών, συνταγών καί δεδομένων. Καί άπό τά ψιλοπράγματα αυτά γεννήθηκε, χωρίς αμφιβολία, ό άνθρωπος τοϋ νεότερου ούμανισμού […]Μιά μακρο-φυσική καί μιά μικρο-φυσική της έξουσίας επέτρεψαν, όχι βέβαια τήν άνακάλυψη της ιστορίας (άπό καιρό δέν χρειαζόταν πιά νά ανακαλυφθεί), άλλά τήν ένταξη μιας διάστασης χρονικής, ενιαίας, συνεχούς, σωρευτικής στήν άσκηση τού έλέγχου καί στήν πρακτική της κυριαρχίας. Ή «εξελικτική» ιστορικότητα, όπως διαμορφώνεται τήν έποχή έκείνη -καί τόσο βαθιά μάλιστα, ώστε γιά πολλούς είναι άκόμα καί σήμερα κάτι τό αυταπόδεικτο – συνδέεται μέ εναν τρόπο λειτουργίας της έξουσίας […] Χάρη στις τεχνικές της επιτήρησης, ή «φυσική» της εξουσίας, ή επίδραση στο σώμα, πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους νόμους της οπτικής και της μηχανικής, συμφωνά με ένα ολοκληρωμένο σύστημα από χώρους, γραμμές, οθόνες, δέσμες, βαθμίδες, και χωρίς να καταφεύγει, θεωρητικά τουλάχιστον, στην υπέρβαση, στον καταναγκασμό ή στη βία. Εξουσία πού, φαινομενικά, είναι τόσο λιγότερο «σωματική», όσο περισσότερο επιστημονικά είναι «φυσική» (Foucault,1978a: 187, 188, 211, 236).
O Foucault δεν είναι σαφής ως προς το επιστημολογικό status αυτής της μετάβασης. Από τη μια μεριά, ηΚυριαρχία συνδέεται ρητά με τη νευτώνεια μηχανική, πράγμα άλλωστε συμβατό τόσο με την επιστημολογική θέση του Νεύτωνα υπέρ της θείας προέλευσης της βαρύτητας, ως εξαίρεσης στη δράση εξ επαφής των φυσικών δυνάμεων και σωμάτων, όσο και με την πολιτική του θέση υπέρ της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Από την άλλη μεριά, η Πειθαρχία περιγράφεται συχνά από τον Foucault με τους όρους μιας ελάσσονος νευτώνειας μηχανικής ή μικρομηχανικής, με τους όρους της οπτικής, ή και με τους όρους της κβαντικής φυσικής9. Στη πραγματικότητα, ο βασικός ορισμός της Πειθαρχίας από τον Foucault, σύμφωνα με τον οποίο η πειθαρχική εξουσία οργανώνει τα πειθαρχούμενα σώματα με λειτουργικό στόχο την ελαχιστοποίηση της δαπάνης ενέργειας-εισροής και τη μεγιστοποίηση του οφέλους-εκροής (μεγιστοποίηση της απόδοσης), μας οδηγεί σε μια θερμοδυναμική σύλληψη της Πειθαρχίας. Προς αυτό κατατείνουν ερμηνευτές του Foucault όπως ο Gilles Deleuze10, o οποίος αφηγείται χαρακτηριστικά:

Είναι εύκολο να αντιστοιχίσουμε σε κάθε κοινωνία τύπους μηχανών, όχι γιατί οι μηχανές είναι προσδιοριστικός παράγων, αλλά γιατί εκφράζουν εκείνες τις κοινωνικές μορφές11 που είναι ικανές να τις γεννήσουν και να τις χρησιμοποιήσουν. Οι παλιές κοινωνίες της κυριαρχίας χειρίζονταν απλές μηχανές, μοχλούς, τροχαλίες, ρολόγια. Ενώ οι πιο πρόσφατες πειθαρχικές κοινωνίες είχαν για εξοπλισμό τις μηχανές ενέργειας, με τον παθητικό κίνδυνο της εντροπίας και τον ενεργητικό κίνδυνο του σαμποτάζ. Στις κοινωνίες του ελέγχου λειτουργούν μηχανές τρίτου τύπου, μηχανές πληροφορικής και υπολογιστές, στις οποίες ο παθητικός κίνδυνος είναι το θόλωμα του μυαλού και ο ενεργητικός εκείνος της πειρατείας και της εισαγωγής των ιών ”(Deleuze, 2001: 13).
Οι “απλές μηχανές” της εποχής της Κυριαρχίας, οι μοχλοί, οι τροχαλίες, τα κλασικά ρολόγια, διέπονται από τη λογική της νευτώνειας φυσικής μηχανικής, έχοντας μια εξωτερική, υπερβατική κεντρική πηγή κίνησης- ο ανθρώπινος ή θείος ωρολογοποιός, που έδωσε την πρωταρχική ώθηση. Αντίθετα, οι “μηχανές ενέργειας” της εποχής της Πειθαρχίας, είναι θερμοδυναμικές, αντιμετωπίζοντας τον παθητικό κίνδυνο της “εντροπίας” και τον ενεργητικό κίνδυνο του σαμποτάζ. Οι μηχανές τρίτης γενιάς, της εποχής της Βιοπολιτικής και τουΕλέγχου, είναι βιοπληροφοριακές, σχηματίζοντας ένα σύμπλεγμα πληροφορίας και ζωής που αντιμετωπίζει τον παθητικό κίνδυνο να “κρασάρει” και τον ενεργητικό κίνδυνο της πειρατείας και της εισαγωγής ιών. 

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η θέση των Foucault-Deleuze πρέπει να ερμηνευτεί ως εξής.
Η μετάβαση από την Κυριαρχία στην Πειθαρχία και από την Κυριαρχία στη Βιοπολιτική, είναι επιστημολογικά ισόμορφη με τη μετάβαση από τη Φυσική Μηχανική στη Θερμοδυναμική, και από τη Θερμοδυναμική στη νέα, μοριακή και πληθυσμιακή, Βιολογία. Η ερμηνεία αυτή είναι συμβατή με τις σχετικές αναπτύξεις του Foucault για καθένα από τα παραπάνω διαγράμματα εξουσίας. Η μηχανική της Κυριαρχίας αντιστοιχεί στην περίοδο της “πρωταρχικής συσσώρευσης” του κεφαλαίου, της νευτώνειας φυσικής μηχανικής και του νεωτερικού Απολυταρχικού Κράτους του 15-18ου αιώνα. Η μηχανική της Πειθαρχίας αντιστοιχεί στην περίοδο της 1ης Βιομηχανικής Επανάστασης, της ενεργειακής νέας φυσικής και θερμοδυναμικής, και του νεωτερικού Φιλελεύθερου Κράτους του 18ου-19ου αιώνα. Η μηχανική της Βιοπολιτικής αντιστοιχεί στην περίοδο της 3ης (μετα-)Βιομηχανικής Επανάστασης, της θεωρίας της πληροφορίας, της μοριακής και πληθυσμιακής Βιολογίας. Η ορθολογική αναδιοργάνωση της διακυβέρνησης των φυσικών δυνάμεων συμβαδίζει με την ορθολογική αναδιοργάνωση της διακυβέρνησης των ανθρώπινων δυνάμεων. Ωστόσο, σε αυτά τα δύο διαγράμματα των φυσικών και κοινωνικών επιστημών, τα οποία συνεξελίσσονται, παρατηρούμε το ίδιο πρόβλημα ταξινόμησης που συναντήσαμε και προηγουμένως: Η Ποιμαντική και το Κοινωνικό Κράτος Πρόνοιας βρίσκουν μια ελλιπή φουκωική μοντελοποίηση, που δεν αποτελεί παρά την αντίστροφη όψη της αδυναμίας τουFoucault να τοποθετήσει με ακρίβεια την επιστημολογική τους θέση στην ιστορία των φυσικών και κοινωνικών επιστημών διακυβέρνησης. Στη 2η Βιομηχανική Επανάσταση είναι που εισάγεται, μέσω της νέας φυσικής του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου και της συγκρότησης της χημείας σε επιστήμη, μια σχεσιακή, μη πραγματοκρατική αντίληψη του όντος, ισόμορφη με τη σχεσιακή, μη πραγματοκρατική αντίληψη του Foucault για τις σχέσεις εξουσίας, όπως αυτή εμφανίζεται ειδικά στο συνδυασμό μαζοποιητικών/ολοποιητικών-εξατομικευτικών τεχνικών της Ποιμαντικής.
Τεχνο-παραγωγική Μορφή
Πρωταρχική Συσσώρευση
1η Βιομηχανική Επανάσταση
2η Βιομηχανική Επανάσταση
3η Βιομηχανική Επανάσταση
Επιστημολογική Μορφή
Φυσική Μηχανική
Ενέργεια, Θερμοδυναμική
Ηλεκτρομαγνητικό Πεδίο,
Χημεία
Μοριακή & Πληθυσμιακή Βιολογία, Πληροφορική
Μορφή εξουσίας
Κυριαρχία
Πειθαρχία
Ποιμαντική
Βιοπολιτική
Κρατική μορφή
Απολυταρχικό Κράτος
Φιλελεύθερο Κράτος
Κοινωνικό Κράτος Πρόνοιας
Επιχειρηματικό Κράτος Άμυνας/Ασφάλειας

O Foucault και η Φιλοσοφία της Ιστορίας:

Μύθος του Παρελθόντος, Ιστορία του Παρόντος, Προ-ιστορία του Μέλλοντος
O Foucault πραγματοποιεί μια αντιστροφή προοπτικής σε σχέση με τις παραδοσιακές προσεγγίσεις της Κυριαρχίας, σε σχέση ακόμα και με εκείνες τις προσεγγίσεις με τις οποίες βρίσκεται σε μεγαλύτερη εγγύτητα, όπως της Σχολής της Φρανκφούρτης. Ξεκινά από τους αγώνες ελευθερίας και τις μορφές αντίστασης απέναντι στους διαφορετικούς τύπους εξουσίας, και έτσι φέρνει στο φως τις σχέσεις και τα διαγράμματα εξουσίας (Foucault 1991:79). Έτσι αποκαλύπτονται, απέναντι στις αντιστάσεις, και χαρτογραφούνται τα συγκεκριμένα σημεία εφαρμογής των συστημάτων εξουσίας, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν, οι στρατηγικές αντιμετώπισής τους. Για τον Foucault, δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς εξουσία, η κριτική αναλυτική όμως των μορφών εξουσίας με τη φουκωϊκή αλλαγή προοπτικής, η προβληματικοποίησή τους, δείχνει ότι οι ιστορικά καθορισμένες μορφές και σχέσεις εξουσίας δεν είναι αναγκαίες και αναπόφευκτες, οι δυνάμεις των φορέων τους και τα διαγράμματα εξουσίας μπορούν να αναδιαταχθούν (όπ.π95), στην κατεύθυνση δημιουργίας συστημάτων ελευθερίας-εξουσίας δίχωςΚυριαρχία. Άλλωστε, η Κυριαρχία, το Κράτοςείναι ένα ιστορικό φαινόμενο, ένα ορισμένο διάγραμμα εξουσίας με διάφορες παραλλαγές, πριν την Κυριαρχία και το Κράτος υπήρξαν κοινότητες με άλλη διάταξη εξουσιών, δίχως εξουσιαστικό κυριαρχικό Κέντρο. Σε αυτό το σημείο, ο Foucault ανοίγει μια μικρή χαραμάδα προς το μέλλον, ένα μέλλον ελευθερίας και εξουσιών πέρα από το Κράτος και την Κυριαρχία.
Σαν αποτέλεσμα της υλιστικής αντιστροφής της εξουσίας του Foucault, εμφανίζονται δύο τύποι “νοητότητας”, δύο“αλυσώσεις”δύο αναγνώσεις της ιστορίας, διαμετρικά αντίθετες: η ιστορία της κυρίαρχης εξουσίας των καταπιεστών και του εξορθολογισμού της, και η ιστορία των αντιστάσεων των καταπιεσμένων:
Η συμβολή ακριβώς αυτών των δύο αναγνώσεων κάνει να εμφανιστούν αυτά τα θεμελιώδη φαινόμενα “κυριαρχίας” που παρουσιάζει η ιστορία ενός μεγάλου μέρους των ανθρώπινων κοινωνιών. Η κυριαρχία είναι μια σφαιρική δομή της εξουσίας, της οποίας διακλαδώσεις και συνέπειες μπορούμε να καμιά φορά να βρούμε ακόμη και στον πιο λεπτό μίτο της κοινωνίας. Αλλά είναι συγχρόνως και μια στρατηγική κατάσταση, περισσότερο ή λιγότερο κεκτημένη και σταθεροποιημένη, μέσα σε μια αντιμετώπιση μεγάλου βεληνεκούς ανάμεσα σε αντιπάλους. Μπορεί κάλλιστα ένα γεγονός κυριαρχίας να μην είναι παρά η μεταγραφή ενός από τους μηχανισμούς εξουσίας μιας σχέσης αντιμετώπισης και των συνεπειών της (μια πολιτική δομή που προέρχεται από μια εισβολή) […] Αυτό όμως που καθιστά την κυριαρχία μιας ομάδας, μιας κάστας ή μιας τάξης και τις αντιστάσεις ή τις εξεγέρσεις στις οποίες προσκρούει κεντρικό φαινόμενο στην ιστορία των κοινωνιών, είναι το ότι εκφράζουν, υπό μορφή σφαιρική και μαζική, στην κλίμακα ολόκληρου του κοινωνικού σώματος, τη σύμπλεξη των σχέσεων εξουσίας με τις στρατηγικές σχέσεις, και τα αποτελέσματα της αμοιβαίας έλκυσής τους” (όπ.π9599-100).

Στις διαλέξεις του για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, ο Foucault αναπτύσσει περισσότερο αυτό το σημείο. Στον ιστορικό λόγο που αρθρώθηκε κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού και ενόψει της Γαλλικής Επανάστασης, διακρίνει στην ίδια την Ιστορία των κυρίαρχων δύο “κώδικες κατανόησης” (Foucault 2002:265 και επ.):
1. Σύμφωνα με το πρώτο κώδικα κατανόησης της Ιστορίας των κυρίαρχων, που ο Foucault ονομάζει αριστοκρατική-αντιδραστική δεξιά, κλειδί αποκρυπτογράφησης της Ιστορίας είναι το αληθές παρελθόν ενός μυθικού, αφετηριακού φυλετικού πολέμου, ο οποίος συγκαλύπτεται, συσκοτίζεται, βυθίζεται στη λησμονιά από τους κατακτητές νικητές και τους παραδομένους ηττημένους, που παρουσιάζουν αναληθώς το παρόν σαν προοδευτική, ειρηνική υπέρβαση και συμφιλίωση του φυλετικού, πολεμικού παρελθόντος. Για τη συντηρητική φράξια των Κυρίαρχων, από τηΒασιλεία στη Δημοκρατία δεν έχουμε παρά έναν βαθμιαίο εκφυλισμό και συσκότιση του φυσικού γεγονότος του πολέμου και της κυριαρχίας των φυλών. Θα ονομάσουμε αυτόν τον κώδικα κατανόησης, Μύθο του Παρελθόντος.
2. Σύμφωνα με το δεύτερο κώδικα κατανόησης της Ιστορίας των κυρίαρχων, που ο Foucault χαρακτηρίζειφιλελεύθερη και προοδευτική, κλειδί αποκρυπτογράφησης της Ιστορίας είναι το αληθές παρόν της ειρηνικής, διαλεκτικής συμφιλίωσης, ύστερα από μια μακρά, προοδευτική διαδικασία υπέρβασης του αναληθούς φυλετικού, εμπόλεμου παρελθόντος. Για τη φιλελεύθερη φράξια των Κυρίαρχων, από τη Βασιλεία στη Δημοκρατία δεν έχουμε παρά μια βαθμιαία αποκάλυψη, συνειδητοποίηση και πραγμάτωση, του φυσικού γεγονότος της ελευθερίας του κυρίαρχου εθνικού λαού. Θα ονομάσουμε αυτόν τον κώδικα κατανόησης, Ιστορία του Παρόντος.
Όπως συνοψίζει ο Foucault“Κατά βάθος, πρόκειται για μια ιστορία που έχει γραφτεί αφενός υπό μορφήν επιβολής-και στο βάθος βάθος υπάρχει ο πόλεμος-και αφετέρου υπό μορφήν ολοκλήρωσης-όπου στο πεδίο του παρόντος, του επικείμενου εν τέλει, του άρτι συμβάντος και του συμβησομένου, αναδύεται το κράτος. Μια ιστορία η οποία γράφεται λοιπόν τόσο με τους όρους της σπαρασσόμενης αφετηρίας όσο και με τους όρους της ολοκληρωτικής τελείωσης. Και νομίζω ότι το στοιχείο που ορίζει την πολιτική χρησιμότητα, τη δυνατότητα χρησιμοποίησης του ιστορικού λόγου, είναι κατά βάθος ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται μεταξύ τους οι δύο αυτοί κώδικες. Ο τρόπος με τον οποίο δίνεται βάρος στον έναν ή στον άλλο” (όπ.π281).
Απέναντι σε αυτές τις δύο, συμπληρωματικές οπτικές, στις οποίες διακλαδώνεται η ανάγνωση της Ιστορίας από τη σκοπιά των κυρίαρχων, ο Foucault ανοίγει νοερά μια τρίτη δυνατότητα, που δεν την αναπτύσσει, αυτή του κώδικα κατανόησης της Ιστορίας από τους καταπιεσμένους. Κατά γενική ομολογία, ο ύστερος Foucault μεταβαίνει από ένα στοχασμό περί της εξουσίας, σε ένα στοχασμό περί του υποκειμένου. Πώς θα μπορούσε να ιδωθεί το ύστερο φουκωϊκό υποκείμενο, στον ορίζοντα μιας άλλης αποκωδικοποίησης της Ιστορίας, από τη σκοπιά των καταπιεσμένων; Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η λογική των ερευνών του Foucault μας οδηγεί πέρα από το ίδιο το έργο του, πέρα από τα 4 διαγράμματα νεωτερικής εξουσίας, προς ένα στοχασμό για το υποκείμενο εντός καταστάσεων εξουσίας πέρα από το Κράτος και την Κυριαρχία, προς τη πραγμάτωση της ελευθερίας. Ένα επιπλέον διάγραμμα εξουσίας-ελευθερίας, μια διαφορετική συνθήκη ελευθερίας του υποκειμένου το οποίο πλεονάζει των 4 διαγραμμάτων νεωτερικής εξουσίας, που δεν είναι τελικά παρά παραλλαγές της Κυριαρχίας. Η υπερβατολογική συνθήκη ύπαρξης της ελευθερίας δίχως εξουσία, και η ιστορική συνθήκη ύπαρξης της προ-κρατικής εξουσίας δίχως κράτος και κυριαρχία, σχηματίζουν τον μελλοντικό ορίζοντα πραγμάτωσης των σημερινών αγώνων ελευθερίας σε μια νέα οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας. Αυτή η νέα οργάνωση των σχέσεων ελευθερίας-εξουσίας, είναι το διάγραμμα που δεν αναπτύσσει ο Foucault, το διάγραμμα δίχως Κράτος και Κυριαρχία. 
Γιάννης Ευσταθίου
Πηγή: https://bestimmung.blogspot.com

                                                                                                                                                                                 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Clough Patricia Ticineto, Halley Jean, The Affective Turn: Theorising the Social, Duke University Press, Durham and London, 2007.
Deleuze Gilles, Φουκώ, μτφ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα, 2005.
Deleuze Gilles & Guattari Felix, Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια, Αντι-Οιδίπους, Πατσογιάννης, Πλέθρον, Αθήνα, 2016.
Foucault Michel, Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, μτφ. Τιτίκα Δημητρούλια, Ψυχογιός, Αθήνα, 2002.
Foucault Michel, Διάλεξη της 1ης Φεβρουαρίου 1978-Ασφάλεια, Επικράτεια, Πληθυσμός (παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας 1977-1978), στο Φυλακή//Κυβερνολογική-Δύο Κείμενα, μτφ. Δημήτρης Κόρος, Ακυβέρνητες Πολιτείες, Θεσσαλονίκη, 2017.
Foucault Michel, Eξουσία, Γνώση και Ηθική, μτφ. Ζήσης Σαρίκας, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, 1987.
Foucault Michel, Επιτήρηση και Τιμωρία-η γέννηση της φυλακής, μτφ. Καίτη Χατζηδήμου-Ιουλιέττα Ράλλη, Ράππα, Αθήνα, 1978 (a).
Foucault MichelΗ γέννηση της βιοπολιτικής-παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-1979), μετάφραση Βασίλης Πατσογιάννης, Πλέθρον, Αθήνα, 2012.
Foucault Michel, Η Ηθική της Επιμέλειας Εαυτού ως Πρακτική της Ελευθερίας, στο Το Μάτι της εξουσίας, μτφ. Τάσος Μπέτζελος, Βάνιας, Αθήνα, 2008.
Foucault Michel, Η ιστορία της σεξουαλικότητας-1. η δίψα της γνώσης, Γκλόρυ Ροζάκη, Ράππα, Αθήνα, 1978 (b).
Foucault Michel, Η μικροφυσική της εξουσίας, μτφ. Λίλα Τρουλινού, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, 1991.
Foucault Michel, Σκέψεις γύρω από το μαρξισμό, τη φαινομενολογία και την εξουσία, μτφ. Θανάσης Λάγιος, Futura,Αθήνα, 2013.
Foucault Michel, Security, Territory, Population-Lectures at the Collège de France (1977-1978), trans. Graham Burchell, Pallgrave Macmillan, UK, 2009.
1Σύμφωνα με τον Macherey, o Foucault αναφέρεται στον δεύτερο τόμο της γαλλικής έκδοσης του Κεφαλαίου του Marx, o οποίος περιλαμβάνει τα μέρη 4 έως 6 του πρώτου τόμου (“Η παραγωγή της σχετικής υπεραξίας”, “Η παραγωγή της απόλυτης και της σχετικής υπεραξίας”, “Ο εργατικός μισθός”). Βλ. το επίμετρο του Δημήτρη Κόρου “Για τον μαρξισμό, την αποτυχία της φυλακής και την κυβερνολογική”, στο Foucault, 2017: 91 και επ.
2Για μια εκτενέστερη ανάπτυξη των “πέντε μεθοδολογικών προφυλάξεων”, βλ. όπ.π, 43 και επ.
3. “[…] Αυτή την εξουσία πρέπει να τη διακρίνουμε πρώτα από εκείνη που ασκείται στα πράγματα και που μας καθιστά ικανούς να τα τροποποιήσουμε, να τα χρησιμοποιήσουμε, να τα καταναλώσουμε ή να τα καταστρέψουμε-μια εξουσία που παραπέμπει σε δεξιότητες άμεσα εγγεγραμμένες στο σώμα ή διαμεσολαβημένες από εργαλειακούς αναμεταδότες. Αντίθετα, αυτό που χαρακτηρίζει την «εξουσία» την οποία πρόκειται να αναλύσουμε εδώ είναι ότι ενεργοποιεί σχέσεις ανάμεσα σε άτομα (ή ανάμεσα σε ομάδες). Γιατί δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε: όταν μιλάμε για εξουσία των νόμων, των θεσμών ή των ιδεολογιών, όταν μιλάμε για δομές ή μηχανισμούς της εξουσίας, το κάνουμε μόνο στο βαθμό που υποθέτουμε ότι «κάποιοι» ασκούν εξουσία σε άλλους. Ο όρος «εξουσία» κατονομάζει σχέσεις ανάμεσα σε «συμπαίκτες» (και μ’ αυτό δεν σκέφτομαι ένα σύστημα παιχνιδιού, αλλά απλούστατα, εκφραζόμενος με τη μεγαλύτερη γενικότητα, ένα σύνολο δράσεων που επάγουν η μια την άλλη και απαντούν η μια στην άλλη)”.
4“Όταν ορίζουμε την άσκηση της εξουσίας ως έναν τρόπο δράσης πάνω στίς δράσεις των άλλων, όταν τις χαρακτηρίζουμε από τη «διακυβέρνηση» των ανθρώπων, των μεν από τους δε – με την πιο πλατιά έννοια αυτής της λέξης- συμπεριλαμβάνουμε εδώ ένα σημαντικό στοιχείο: το στοιχείο της ελευθερίας. Η εξουσία ασκείται μόνο σε «ελεύθερα υποκείμενα», και στο βαθμό που είναι «ελεύθερα» – μ’ αυτό εννοούμε ατομικά ή συλλογικά υποκείμενα που έχουν μπροστά τους ένα πεδίο δυνατότητας όπου μπορούν να λάβουν χώρα πολλές διαγωγές, πολλές αντιδράσεις και διάφοροι τρόποι συμπεριφοράς. Εκεί όπου οι καθορισμοί έχουν κορεστεί δεν υπάρχει σχέση εξουσίας η δουλεία δεν είναι μια σχέση εξουσίας όταν ο άνθρωπος είναι αλυσοδεμένος (πρόκειται σ’ αυτή την περίπτωση για μια φυσική σχέση εξαναγκασμού) αλλά είναι όταν αυτός μπορεί να μετακινείται και οριακά να δραπετεύσει. Δεν υπάρχει λοιπόν ένα πρόσωπο-με-πρόσωπο εξουσίας και ελευθερίας, με μια σχέση αποκλεισμού ανάμεσά τους (παντού όπου ασκείται η εξουσία, η ελευθερία εξαφανίζεται)· αλλά ένα παιχνίδι πολύ πολύπλοκο: σ‘ αυτό το παιχνίδι η ελευθερία τείνει να εμφανιστεί ως συνθήκη ύπαρξης της εξουσίας (ως η προϋπόθεσή της, εφόσον πρέπει να υπάρχει ελευθερία για να ασκηθεί η εξουσία, και συγχρόνως ως το μόνιμο υποστήριγμά της διότι, αν αυτή ξέφευγε εντελώς από την εξουσία που ασκείται σ’ αυτήν, η τελευταία θα εξαφανιζόταν εξαιτίας αυτού του γεγονότος και θα έπρεπε να βρεθεί ένα υποκατάστατο στον καθαρό και απλό καταναγκασμό της βίας)· αλλά η ελευθερία εμφανίζεται επίσης και σαν αυτό που δεν μπορεί παρά να εναντιώνεται σε μια άσκηση της εξουσίας, η οποία τείνει τελικά να την καθορίσει ολοκληρωτικά. Η σχέση εξουσίας και η ανυποταξία της ελευθερίας δεν μπορεί λοιπόν να χωρίζονται. Το κεντρικό πρόβλημα της εξουσίας δεν είναι η «εθελούσια σκλαβιά» (πώς μπορούμε να επιθυμούμε να είμαστε σκλάβοι;): στην καρδιά της σχέσης εξουσίας υπάρχουν, «προκαλώντας» την αδιάκοπα, η δυσπείθεια της θέλησης και η αμεταβατότητα της ελευθερίας. Αντί για ουσιώδη «ανταγωνισμό», θα άξιζε περισσότερο να μιλάμε ‘για «αγωνισμό» – μια σχέση αμοιβαίας παρότρυνσης και συγχρόνως αγώνα. Αντί για μια αντίθεση όρου προς όρο, που τους μπλοκάρει και τους δυο, θα άξιζε περισσότερο να μιλάμε για διαρκή πρόκληση.”
5Βλ. ενδεικτικά Foucault, 2017: 83.
6.Ίσως για αυτό το βασικό έργο ενός σημαίνοντος μαθητή και συνεργάτη του Foucault από το 1976 έως το θάνατό του το 1984, πραγματεύεται την ανάπτυξη του κοινωνικού Κράτους Πρόνοιας. Βλ. Francois Ewald, L’Etat Providence.
7Παρακάτω θα σταθούμε βασικά στον γερμανικό νεοφιλελευθερισμό (ορντοφιλελευθερισμό), ως αρχετυπική εκδοχή του βιοπολιτικού μετασχηματισμού του κυρίαρχου κράτους από τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Ο αμερικανικός νεοφιλελευθερισμός αναφέρεται στην κωδικοποίηση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας με όρους κεφαλαίου, από την εγκληματολογία μέχρι την υγεία και την εκπαίδευση, σύμφωνα με το φαινόμενο που ονομάζεται συχνά “οικονομικός ιμπεριαλισμός” και βασίζεται στη θεώρηση του ανθρώπου ως “επιχειρηματία του εαυτού” και “ανθρώπινου κεφαλαίου”.
8Στον οποίο αναφέρεται με παροιμιώδη τρόπο ο Marx στην 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη: “Η επανάσταση είναι συστηματική. Ακόμα, ταξιδεύει μέσα στο καθαρτήριο. Κάνει τη δουλειά της μεθοδικά…Και όταν έχει ολοκληρώσει το δεύτερο μισό της προκαταρκτικής της εργασίας, η Ευρώπη θα αναπηδήσει απ’ το κάθισμά της και θα φωνάξει: έσκαψες καλά, γερο- τυφλοπόντικα! “
9Το πρόβλημα με τη θέση περί ισομορφισμού πειθαρχίας-κβαντικής φυσικής, με βασικό επιχείρημα τη σχεσιακότητα, είναι τόσο δομικό, όσο και ιστορικό: στην Πειθαρχία διατηρείται η εξωτερικότητα των σωμάτων που συναντάται στην Κυριαρχία, παίρνοντας την ειδική μορφή της πειθάρχησης των ατομικών σωμάτων, σύμφωνα με τους λειτουργικούς στόχους της αξιολόγησης και βελτιστοποίησης-αρχές που δεν διέπουν το κβαντικό σώμα. Επιπλέον, ιστορικά η επιστημολογική οντολογία διακυβέρνησης της φύσης της σχεσιακής φυσικής, στις δύο ετερογενείς εκδοχές της κβαντικής φυσικής και της θεωρίας της σχετικότητας, εμφανίζεται στις αρχές του 20ου αιώνα κατά την ωρίμανση της 2ης Βιομηχανικής Επανάστασης, ενώ η εξουσιαστική οντολογία διακυβέρνησης ανθρώπων της Πειθαρχίας εμφανίζεται πολύ νωρίτερα, στη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα.
10Βλ. και την ερμηνεία των Parisi, Terranova, όπως παρατίθεται επιδοκιμαστικά στο Clough, Halley, 2007: 270.

 

11Η ελληνική έκδοση-μετάφραση, ανάμεσα στα άλλα ελαττώματά της, γράφει “κοινωνικές” στο σημείο αυτό, χωρίς τη λέξη “μορφές”. Συμβουλευτήκαμε την αγγλική μετάφραση και συμπληρώσαμε το χωρίο.

© I for Interview team

Σε περίπτωση που επιλέξατε να αναδημοσιεύσετε κάποιο κείμενό μας στο δικό σας site, σας ευχαριστούμε ιδιαίτερα εκ των προτέρων για την προτίμηση! Ωστόσο,  να σας υπενθυμίσουμε το πόσο ευχάριστο και δίκαιο είναι να ακολουθούνται οι δεοντολογικοί κανόνες που ορίζουν τη σωστή και λειτουργική αναφορά στην αρχική  πηγή ( δλδ. αναγραφή πλήρους ονόματος του site μας και ενεργό link που ανακατευθύνει στο πρωτότυπο άρθρο). Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζετε τον κόπο και τη δουλειά μας και σας ευχαριστούμε διπλά!

Leave a Reply

Your email address will not be published.

*

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Φρέσκα άρθρα στο Mind Opener

Στην Κορυφή