fbpx

Όσα μάθαμε ψάχνοντας για εργασία

F*ck My Life! Millennials | Η γενιά που αντιμετωπίζει το πιο τρομακτικό μέλλον

στo Mind Opener

Θέλω να λαμβάνω τα νέα άρθρα του IforINTERVIEW με e-mail.

Στείλε μας την ιστορία σου

Γιατί οι millennials αντιμετωπίζουν το πιο τρομακτικό μέλλον από κάθε γενιά μετά την Παγκόσμια Οικονομική κρίση του 1929

Επιμέλεια – μετάφραση: G400, Άρθρο του Michael Hobbes στο Huffington Post

Είμαι 35 χρονών – οι μεγαλύτεροι των millennials, οι πρώτοι των millenials – και εδώ και μια δεκαετία περιμένω την ενηλικίωση να έρθει. Το ενοίκιο μου αποτελεί το μισό μου σχεδόν εισόδημα, έχω να δουλέψω σε σταθερή δουλειά από τότε που ο Πλούτωνας θεωρούταν πλανήτης και οι αποταμιεύσεις μου φυλλορροούν γρηγορότερα από τους πάγους που έλιωσαν οι baby boomers.

Τι είναι οι millennials, τελοσπάντων;

Εκτός αν διευκρινίζεται κάπως αλλιώς, εννοούμε οποιονδήποτε έχει γεννηθεί μεταξύ του 1982 και του 2004.

Ξέρουμε όλοι τα στατιστικά στοιχεία. Περισσότεροι millennials μένουν με τους γονείς τους απ’ ότι με συγκατοίκους. Καθυστερούμε τους γάμους με τους συντρόφους μας, την αγορά σπιτιού και την τεκνοποίηση περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γενιά. Και, όπως λένε οι Παλιοί, για τα προβλήματά μας φταίμε εμείς: πήραμε το λάθος πτυχίο. Ξοδεύουμε χρήματα που δεν έχουμε σε πράγματα που δε χρειαζόμαστε. Δεν έχουμε μάθει ακόμα προγραμματισμό. Εξαφανίσαμε τα δημητριακά, τα εμπορικά κέντρα, το γκολφ, τα μαντήλια και το μεσημεριανό. Αν αναφέρεις τους millennials σε οποιονδήποτε άνω των 40 θα σου απαντήσει “προνομιούχιοι” εντός δευτερολέπτων, το δικό μας παιχνίδι “τυφλόμυγας” μεταξύ των γενεών.

Έτσι νιώθουν οι νέοι πλέον. Όχι μόνο την έχουμε γαμήσει, αλλά πρέπει να ακούμε και “τροπάρια” για τη νωθρότητα μας και τα προνόμιά μας από τα άτομα που μας γάμησαν.

via GIPHY

Αλλά, οι γενικεύσεις για τους millennials, όπως αυτές για οποιοδήποτε άλλο προσδιορισμένο σύνολο των 75 εκατομμυρίων ατόμων, μπορούν να καταρρεύσουν κάτω από οποιαδήποτε έστω και μικρή διερεύνηση. Αντίθετα από το κλισέ, η μεγάλη πλειοψηφία των millennials δεν σπούδασε στο πανεπιστήμιο, δεν δούλεψε σαν barista σε καφετέριες και δεν μπορεί να στηριχθεί στους γονείς της για βοήθεια. Καθένα απ’ αυτά τα στερεότυπα της γενιάς μας εφαρμόζεται μόνο στο μικροσκοπικότερο, πλουσιότερο, λευκότερο τμήμα της νεολαίας. Και οι συνθήκες στις οποίες ζούμε είναι πιο επιτακτικές απ’ ότι αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι άνθρωποι.

Αλλά δεν έχει να κάνει μόνο με τους αριθμούς

Οι διαφορές μας ως άτομα σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές είναι μικρές. Οι διαφορές του κόσμου γύρω μας είναι βαθύτατες. Οι μισθοί έχουν αποστεωθεί και ολόκληροι τομείς έχουν διαλυθεί. Την ίδια στιγμή, το κόστος οποιουδήποτε προαπαιτούμενου για μια ασφαλή ζωή – εκπαίδευση, στέγαση, ασφάλιση – έχει φτάσει στη στρατόσφαιρα. Από την ασφάλεια της εργασίας μέχρι το δίχτυ της κοινωνικής ασφάλισης, όλες οι δομές προστασίας ενάντια στην καταστροφή μας αποσαθρώνονται. Και οι ευκαιρίες να ζήσει κανείς τη ζωή της μεσαίας τάξης -αυτές τις οποίες είχαν οι τυχεροι baby boomers- απομακρύνονται από το πεδίο μας. Αν προστεθούν όλα αυτά δεν εκπλήσσει κανέναν το γεγονός ότι είμαστε η πρώτη γενιά στη σύγχρονη ιστορία που καταλήγει φτωχότερη από τους γονείς της.

Γι’ αυτό, η βασικότερη εμπειρία των millennials, αυτό το οποίο πραγματικά μας προσδιορίζει δεν είναι οι υπερ-αφοσιωμένοι γονείς ή οι απλήρωτες πρακτικές ή το Pokémon Go. Είναι η ανασφάλεια. “Κάποιες μέρες ανασαίνω και αισθάνομαι ότι κάτι θα πεταχτεί από το στέρνο μου”, λέει η Τζίμι Μάτσινγκερ. “Είμαι 25 και είμαι ακόμα στη θέση που ήμουν όταν έπαιρνα τον κατώτατο μισθό.” Τέσσερις φορές τη βδομάδα δουλεύει σε ένα οδοντιατρείο, τις παρασκευές φυλάει μωρά, τα Σαββατοκύριακα κρατάει παιδιά. Και παρ’ όλ’ αυτά δεν τα κατάφερνε με το ενοίκιο, το δάνειο του αυτοκινήτου και το φοιτητικό δάνειο. Νωρίτερα μες στο χρόνο έπρεπε να δανειστεί λεφτά για να κάνει την αίτηση για πτώχευση. To ίδιo εγκλωβιστικό άγχος ακούγεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της χώρας και σε ένα εύρος της κλίμακας εισοδημάτων, από ταμίες στο Ντιτρόιτ μέχρι νοσοκόμες στο Σιάτλ.

Είναι πολύ δελεαστικό να θεωρήσει κανείς την οικονομική κρίση ως αιτία όλων αυτών, του Μεγάλου γαμησιού από το οποίο ακόμα περιμένουμε να ανακάμψουμε. Αλλά αυτό το οποίο ζούμε τώρα, το οποίο η κρίση απλά επιτάχυνε, είναι ένα ιστορικό σημείο σύγκλισης οικονομικών “ασθενειών”, οι περισσότερες εξ’ αυτών δημιουργούμενες εδώ και δεκαετίες. Απόφαση την απόφαση, η οικονομία μετατράπηκε σε μια μηχανή που γαμάει τους νέους ανθρώπους. Και αν δεν αλλάξει κάτι, η γκαντεμιά μας θα μετατραπεί σε αυτή όλης της Αμερικής.

Κεφάλαιο 1 | Ατέρμονη Εργασιακή ανασφάλεια FTW

Τι θυμάται ο Scott ότι είναι οι ομαδικές συνεντεύξεις

Οκτώ, 10 άτομα με κοστούμια, ένας κύκλος αναδιπλούμενων καρεκλών, μία εύθυμη υπεύθυνη Ανθρώπινου Δυναμικού με ένα πρόχειρο ντοσιέ. Κάθε υποψήφιος της λέει, ένας-ένας, μπροστά σε όλους τους άλλους, γιατί είναι ο σωστός υποψήφιος για αυτή τη δουλειά των 11$/ώρα ως ταμίας σε τράπεζα.

Ήμασταν στο έτος 2010, και ο Scott είχε μόλις αποφοιτήσει από το κολλέγιο με ένα πτυχίο (bachelor) στα οικονομικά, δευτερεύουσα ειδίκευση (minor) στις επιχειρήσεις και $ 30.000 σε φοιτητικό χρέος. Σε μερικές από τις συνεντεύξεις ήταν μακράν το λιγότερο εξειδικευμένο άτομο στην αίθουσα. Οι υπόλοιποι υποψήφιοι περιέγραφαν τις εταιρικές θέσεις εργασίας τους και απαριθμούσαν τα εξωακαδημαϊκά πτυχία τους. Κάποιοι έμοιαζαν πενηντάρηδες. «Μια φορά η υπεύθυνη Ανθρώπινου Δυναμικού μας είπε ότι το έκανε αυτό τρεις φορές την εβδομάδα», λέει ο Σκοτ. «Και απλά ήξερα ότι δεν θα πιάσω δουλειά ποτέ».

Αφού πέρασε 6 μήνες κάνοντας αιτήσεις για δουλειές και συνεντεύξεις, χωρίς να παίρνει ποτέ απάντηση, ο Scott επέστρεψε στη δουλειά που έκανε στο λύκειο στο εστιατόριο The Old Spaghetti Factory. Μετά από αυτό, μεταπηδούσε σε διάφορες δουλειές -πωλητής κουστουμιών σε ένα κατάστημα Nordstrom, καθαριστής χαλιών, σερβιτόρος- μέχρι που έμαθε ότι οι οδηγοί αστικών λεωφορείων κερδίζουν $ 22 την ώρα, με πλήρη οφέλη. Δουλεύει εκεί εδώ και ένα χρόνο. Παίρνει τα περισσότερα χρήματα που έχει ποτέ του βγάλει. Εξακολουθεί να ζει στο οικογενειακό σπίτι, τσοντάροντας μερικά κατοστάρικα κάθε μήνα για να βοηθήσει τη μητέρα του να πληρώσει το ενοίκιο.

Θεωρητικά, ο Scott θα μπορούσε να υποβάλει πάλι αιτήσεις για θέσεις εργασίας στον τραπεζικό τομέα. Αλλά το πτυχίο του είναι σχεδόν οκτώ ετών και δεν έχει τη σχετική εμπειρία. Σκέφτεται μερικές φορές να κάνει ένα μεταπτυχιακό, αλλά αυτό θα σήμαινε να χάσει το μισθό και την ασφάλισή του για δύο χρόνια και να προσθέσει άλλο ένα πενταψήφιο χρέος – απλώς για να αδράξει μια θέση αρχαρίου σε ηλικία 30 ετών, που θα τον πληρώνει λιγότερο από τη θέση του οδηγού λεωφορείου. Με την τρέχουσα δουλειά του, θα μπορεί να μετακομίσει σε έξι μήνες. Και να εξοφλήσει τα φοιτητικά του δάνεια σε 20 χρόνια.

Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι σαν τον Scott στη σύγχρονη οικονομία. «Πολλοί εργαζόμενοι ήταν μόλις 18 ετών σε λάθος χρονική στιγμή», λέει ο William Spriggs, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Howard και Υφυπουργός υπεύθυνος για την πολιτική στο Τμήμα Εργασίας της κυβέρνησης Obama. «Οι εργοδότες δεν είπαν,» Ωχ, χάσαμε μια γενιά. Το 2008 δεν προσλάβαμε αποφοίτους, ας προσλάβουμε όλους τους ανθρώπους που προσπεράσαμε» Όχι, προσέλαβαν τους απόφοιτους του 2012».

Μπορείτε να το δείτε αυτό ακόμα και στα στατιστικά στοιχεία, μια τρύπα από το 2008 έως το 2012, εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκονται εκατομμύρια θέσεις εργασίας και δισεκατομμύρια κέρδη. Το 2007, περισσότεροι από το 50% των πτυχιούχων κολλεγίων είχε μια προσφορά εργασίας σε αναμονή. Στους απόφοιτους του 2009, λιγότεροι από το 20 τοις εκατό είχαν το αντίστοιχο. Σύμφωνα με μια μελέτη του 2010, κάθε 1% αύξηση του ποσοστού ανεργίας το έτος που αποφοίτησε από το κολλέγιο αντιστοιχεί σε πτώση του αρχικού σας μισθού κατά 6 με 8% – ένα μειονέκτημα που μπορεί να κουβαλάτε για δεκαετίες. Στην ίδια μελέτη διαπιστώθηκε ότι οι εργαζόμενοι που αποφοίτησαν κατά τη διάρκεια της ύφεσης του 1981 εξακολουθούσαν να εργάζονται για λιγότερα λεφτά από τους ομολόγους τους που αποφοίτησαν 10 χρόνια αργότερα. «Κάθε ύφεση,» λέει ο Spriggs, «δημιουργεί αυτές τις ομάδες που ποτέ δεν ανακάμπτουν».

Πηγές: “Cashier or Consultant? Entry Labor Market Conditions, Field of Study, and Career Success,” απότους Joseph G. Altonji, Lisa B. Kahn &Jamin D. Speer, Journal of Labor Economics, 2016, και“The long-term labor market consequences of graduating from college in a bad economy,” απότην Lisa B. Kahn, Labor Economics, 2010. Οι προβλέψεις υποθέτουν αρχικά κέρδη ύψους 50.000 δολαρίων και βασίζονται στην ανάλυση των ερευνητών για τα κέρδη σε περιόδους ανάπτυξης και ύφεσης από το 1980 έως το 2011.

Μέχρι τώρα, αυτοί οι άτυχοι millennials που αποφοίτησαν τη λάθος στιγμή έχουν κατρακυλήσει οικονομικά. Ορισμένες εκτιμήσεις δείχνουν ότι το 48% των εργαζομένων με πτυχίο πανεπιστημίου απασχολούνται σε θέσεις εργασίας για τις οποίες έχουν περισσότερα προσόντα από τα απαραίτητα. Ένα πανεπιστημιακό δίπλωμα έχει γίνει ουσιαστικά προϋπόθεση για ακόμα και τις πιο χαμηλές θέσεις εργασίας, απλά ένα άλλο κομμάτι χαρτιού να δείξεις στο διευθυντή προσλήψεων των σαντουιτσάδικων Quiznos.

Αλλά τα πραγματικά θύματα αυτού του πληθωρισμού προσόντων είναι τα δύο τρίτα των millennials που δεν πήγαν στο κολλέγιο. Από το 2010, η οικονομία έχει προσθέσει 11,6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας – και οι 11,5 εκατομμύρια από αυτές έχουν πάει σε εργαζόμενους με τουλάχιστον μερική σπουδή σε κολλέγιο. Το 2016, οι νέοι εργαζόμενοι με απολυτήριο λυκείου είχαν περίπου τριπλάσιο ποσοστό ανεργίας και τρισήμισι φορές μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας από τους αποφοίτους κολλεγίων.

Άπαξ και αρχίσετε να εντοπίζετε αυτές τις τάσεις προς τα πίσω, η ύφεση αρχίζει να μοιάζει λιγότερο με μια προσωρινή αναποδιά και μάλλον σαν μια κλιμάκωση. Τα τελευταία 40 χρόνια, όσο οι πολιτικοί και οι γονείς και τα γουστόζικα άρθρα-λίστες των περιοδικών μας λένε να μελετήσουμε σκληρά και να οικοδομήσουμε τις προσωπικές μας φίρμες, ολόκληρη η οικονομία έχει μετασχηματιστεί κάτω από τα πόδια μας.

Εδώ και δεκαετίες, το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της απασχόλησης στην Αμερική ήταν σε θέσεις χαμηλού μισθού, χαμηλής ειδίκευσης, προσωρινές και βραχυπρόθεσμες δουλειές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απλώς παράγουν όλο και λιγότερο τα είδη εργασίας που είχαν οι γονείς μας. Αυτό εξηγεί γιατί τα ποσοστά της «υποαπασχόλησης» μεταξύ των αποφοίτων λυκείου και κολλεγίου αυξάνονταν σταθερά πολύ πριν από την ύφεση. «Ο τρόπος να το σκεφτείς», λέει ο Jacob Hacker, ένας πολιτικός επιστήμονας του Yale και συγγραφέας του The Great Risk Shift, «είναι ότι υπάρχουν κύματα στην οικονομία, αλλά έχουμε άμπωτη εδώ και πολύ καιρό».

Η μείωση των θέσεων εργασίας έχει τις απαρχές της στη δεκαετία του ’70, με ένα εκατομμύριο μικρές αλλαγές που η μεταπολεμική γενιά οριακά παρατηρούσε. Η Federal Reserve (Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ) πήρε σκληρότερα μέτρα πάταξης του πληθωρισμού. Οι εταιρείες άρχισαν να πληρώνουν στελέχη με μετοχές. Τα συνταξιοδοτικά ταμεία επενδύονταν σε πιο επικίνδυνα περιουσιακά στοιχεία. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν τα χρήματα, που εισέβαλαν στη χρηματιστηριακή αγορά όπως τα καύσιμα στα jet. Μεταξύ του 1960 και του 2013, ο μέσος χρόνος που οι επενδυτές κρατούσαν τα αποθέματα μετοχών πριν πουλήσουν πήγε από οκτώ χρόνια σε περίπου τέσσερις μήνες. Κατά τη διάρκεια περίπου της ίδιας περιόδου, ο χρηματοπιστωτικός τομέας μετατράπηκε σε ένα λάκκο Sarlacc [1] που περιλαμβάνει περίπου το ένα τέταρτο του συνόλου των εταιρικών κερδών και σκεβρώνει εντελώς τα κίνητρα των επιχειρήσεων.

~ [1] φανταστικό τέρας του StarWars ~

Η πίεση για άμεσα αποτελέσματα έγινε αμείλικτη. Την περίοδο που τα αποθέματα μετοχών ήταν μακροπρόθεσμες επενδύσεις, οι μέτοχοι άφηναν τους διευθύνοντες συμβούλους να ξοδεύουν χρήματα σε πράγματα όπως τα επιδόματα των εργαζομένων επειδή συνέβαλαν στη μακροχρόνια υγεία της εταιρείας. Όταν οι επενδυτές έχασαν τη δυνατότητα να κοιτάξουν πέρα ​​από την επόμενη έκθεση κερδών, ωστόσο, οποιαδήποτε κίνηση που δεν ενίσχυε τα βραχυπρόθεσμα κέρδη ισοδυναμούσε με προδοσία.

Η νέα αυτή ιδέα κατέλαβε τις αμερικάνικες επιχειρήσεις. Ιδιωτικές εταιρίες διαχείρισης επενδύσεων και εμπορικές τράπεζες έβγαζαν προσωρινά εκτός αγοράς εταιρίες, απέλυαν ή ενοικίαζαν σε τρίτους τους εργαζόμενους, και έπειτα πουλούσαν τις επιχειρήσεις πίσω στους επενδυτές. Μόνο στη δεκαετία του 1980, το ένα τέταρτο των εταιρειών της Fortune 500 αναδιαρθρώθηκαν. Οι εταιρείες δεν ήταν πλέον ενιαίες οντότητες με ευθύνες απέναντι στους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους ή τις κοινότητες.

Ήταν κάστρα Lego, συστάδες διακριτών μονάδων που μπορούσαν να χωριστούν, να βελτιστοποιηθούν, να πωληθούν και να ξανακολληθούν.

Οι επιχειρήσεις εφάρμοζαν την ίδια λογική του κόβω – ράβω [2] στη λειτουργία τους. Τα ανώτερα στελέχη άρχισαν να βλέπουν την πάρτη τους ως πρώτο και κύριο μέλημα στο παιχνίδι με τους μετόχους. Οι υψηλότεροι μισθοί των υπαλλήλων έγιναν πολυτέλειες που πρέπει να κοπούν. Τα συνδικάτα, οι σπουδαίοι διαπραγματευτές των μισθών και των παροχών και οι εγγυητές των αποζημιώσεων, έγιναν αντίπαλοι μαχητές. Και τελικά, οι ίδιοι οι υπάλληλοι έγιναν εμπόδια.«Οι εταιρείες αποφάσισαν ότι ο ταχύτερος τρόπος για υψηλότερη τιμή μετοχών ήταν η πρόσληψη εργαζομένων μερικής απασχόλησης, η μείωση των μισθών και η μετατροπή των υπαρχόντων υπαλλήλων σε εξωτερικούς συνεργάτες», λέει ο Rosemary Batt, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Cornell.

~ [2] Στο πρωτότυπο χρησιμοποιήθηκε ο όρος chop-shop που αναφέρεται στις μάντρες πώλησης ανταλλακτικών από κλεμμένα οχήματα ~

Τριάντα χρόνια πριν, λέει, θα μπορούσατε να μπείτε σε οποιοδήποτε ξενοδοχείο στην Αμερική και όλοι στο κτίριο, από τους καθαριστές μέχρι τους φρουρούς ασφαλείας και τους μπάρμαν, ήταν με άμεση πρόσληψη, κάθε εργαζόμενος ήταν στην ίδια μισθολογική κλίμακα και είχε τα ίδια οφέλη με όλους τους άλλους. Σήμερα, είναι σχεδόν όλες έμμεσες προσλήψεις, εργαζόμενοι τυχαίων, ανώνυμων συμβαλλόμενων εργολαβικών εταιρειών: Laundry Inc., Rent-A-Guard Inc., Watery Margarita Inc. Το 2015, το Government Accountability Office υπολόγισε ότι το 40% των Αμερικανών εργατών εργάζονταν κάτω από ένα είδος «ενδεχόμενης» ρύθμισης όπως αυτή – από τους κουρείς μέχρι τις μαίες και από τους επιθεωρητές πυρηνικών αποβλήτων μέχρι τους συμφωνικούς τσελίστες. Από την ύφεση και έπειτα, ο οικονομικός κλάδος που προσέφερε τις περισσότερες θέσεις εργασίας δεν είναι ούτε τα τεχνικά επαγγέλματα ούτε το λιανικό εμπόριο ούτε η νοσηλευτική. Πρόκειται για «υπηρεσίες προσωρινής βοήθειας» – για όλους τους μικρούς, ανώνυμους εργολάβους που προσλαμβάνουν εργαζόμενους και τους εκμισθώνουν σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών των «εγχώριων αναθέσεων σε εξωτερικούς συνεργάτες» – και, ας είμαστε ειλικρινείς, ο πραγματικός του σκοπός – είναι ότι οι εργαζόμενοι παίρνουν πολύ λιγότερα για τις δουλειές τους από ότι στο παρελθόν. Μία από τις επιστημονικές έρευνες του Batt, διαπίστωσε ότι οι υπάλληλοι χάνουν έως και το 40 τοις εκατό του μισθού τους όταν «ανακατατάσσονται» ως εξωτερικοί συνεργάτες. Το 2013, ο δήμος του Μέμφις, σύμφωνα με πληροφορίες, μείωσε τους μισθούς από 15 δολάρια την ώρα στα 10 δολάρια, αφού απόλυσε τους οδηγούς των σχολικών λεωφορείων και τους υποχρέωσε να υποβάλουν εκ νέου αίτηση μέσω υπηρεσίας πρόσληψης προσωπικού. Ορισμένοι «αχθοφόροι» της Walmart, εργαζόμενοι αποθήκης που μεταφέρουν κιβώτια από τα φορτηγά στα ράφια, πρέπει να εμφανίζονται κάθε πρωί, αλλά πληρώνονται μόνο αν υπάρχει αρκετή δουλειά για εκείνη την ημέρα.

«Αυτό είναι που οδηγεί πραγματικά στην ανισότητα των μισθών», λέει ο David Weil, ο πρώην επικεφαλής του τμήματος Μισθών και Ωραρίου του Υπουργείου Εργασίας και ο συγγραφέας του The Fissured Workplace. «Μεταφέροντας τα καθήκοντα στους εργολάβους, οι εταιρείες πληρώνουν την υπηρεσία αντί για μισθούς εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να σκεφτούν την κατάρτιση, την εξέλιξη σταδιοδρομίας ή την εξασφάλιση παροχών».

Αυτή η μεταμόρφωση επηρεάζει ολόκληρη την οικονομία, αλλά οι millennials είναι στην πρώτη γραμμή. Ενώ οι προηγούμενες γενιές ήταν σε θέση να συσσωρεύσουν χρόνια σταθερής εμπειρίας και εισοδήματος στην παλιά οικονομία, πολλοί από εμάς θα περάσουμε ολόκληρη την εργασιακή μας ζωή μπαινοβγαίνοντας σε δουλειές στη νέα οικονομία. Θα έχουμε λιγότερη κατάρτιση και λιγότερες ευκαιρίες για να διαπραγματευτούμε για παροχές μέσω συνδικάτων (τα οποία κάλυπταν 1 στους 3 εργαζόμενους και τώρα μειώνονται σε περίπου 1 στους 10). Επιπλέον, καθώς η Uber και η “gig economy” [3] της τελειοποιούν τους αλγορίθμους τους, θα είμαστε ολοένα και περισσότερο στο έλεος των εταιρειών που θέλουν μόνο να μας πληρώσουν για το χρόνο που δημιουργούμε έσοδα, ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω.

~ [3] Gigeconomy: Όρος που περιγράφει τη νέα μορφή της οικονομίας, στην οποία κυριαρχούν οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και οι εργαζόμενοι – «εξωτερικοί συνεργάτες» ~

Όμως, η ευθύνη δεν πέφτει μόνο στις εταιρείες. Τα τεχνικά επιμελητήρια ανταποκρίθηκαν στον φθίνοντα αριθμό ασφαλών θέσεων εργασίας, σκάβοντας μια τάφρο γύρω από τους λίγους που έχουν απομείνει. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων, έχουν επιτυχώς πιέσει τις κυβερνήσεις να απαιτούν επαγγελματικές άδειες για δεκάδες δουλειές που ποτέ δεν τους ήταν απαραίτητο. Έχει νόημα: Όσο πιο δύσκολο είναι να γίνεις υδραυλικός, τόσο λιγότεροι υδραυλικοί θα υπάρχουν και τόσο περισσότερο μπορεί να χρεώνει ο καθένας. Σχεδόν το ένα τρίτο των Αμερικανών εργαζομένων χρειάζονται κάποια άδεια για να ασκήσουν το επάγγελμά τους, σε σύγκριση με λιγότερο από 5% το 1950. Στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες δεν χρειάζεστε επίσημη άδεια για να γίνεις κομμωτής ή μπαρίστα. Εδώ, οι θέσεις εργασίας μπορούν να απαιτήσουν έως και 20.000 δολάρια σε εκπαίδευση και 2.100 ώρες μαθητείας και απλήρωτης πρακτικής.

Συνοψίζοντας, σχεδόν κάθε μονοπάτι για ένα σταθερό εισόδημα απαιτεί τώρα δεκάδες χιλιάδες δολάρια προτού να πάρετε το πρώτο σας τσεκ ή μια ιδέα για το αν έχετε επιλέξει τη σωστή καριέρα. «Κυριολεκτικά πλήρωνα για να δουλέψω», λέει η Elena, 29χρονη διαιτολόγος στο Τέξας. (Έχω αλλάξει τα ονόματα ορισμένων από τους ανθρώπους σε αυτή την ιστορία επειδή δεν θέλουν να απολυθούν). Ως μέρος του μεταπτυχιακού τίτλου της, ήταν υποχρεωμένη να κάνει μια ετήσια «πρακτική άσκηση» σε ένα νοσοκομείο. Υποτίθεται ότι ήταν εκπαίδευση, αλλά λέει ότι εργάζονταν τις ίδιες ώρες και αναλάμβανε τα ίδια καθήκοντα με τους έμμισθους υπαλλήλους.«Χρεώθηκα άλλα 20.000 δολάρια σε φοιτητικά δάνεια για να πληρώσω δίδακτρα για το έτος που εργαζόμουν δωρεάν», λέει.

Όλες αυτές οι τάσεις – το κόστος της εκπαίδευσης, η άνοδος των εξωτερικών συμβάσεων, οι φραγμοί στα εξειδικευμένα επαγγέλματα – προστίθενται σε μια οικονομία που έχει σκόπιμα μετατοπίσει τον κίνδυνο της οικονομικής ύφεσης και της διακοπής της βιομηχανίας από τις εταιρείες στα άτομα. Για τους γονείς μας, μια δουλειά ήταν η εγγύηση για μια ασφαλή ενήλικη ζωή. Για εμάς, είναι ένα στοίχημα. Και αν πέσουμε σε ύφεση κατά μήκος της πορείας, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα να μας εμποδίσει από την καταστροφή.

Κεφάλαιο 2 | T(he) F(ealing) W(hen) H αίσθηση όταν έσπασαν το δίχτυ ασφαλείας

Η φτωχοποίηση δεν είναι ένα συμβάν. Είναι μια διαδικασία.

Όπως ένα αεροπορικό δυστύχημα, έτσι και η φτώχεια σπανίως έρχεται ως αποτέλεσμα ενός μόνο πράγματος που πήγε στραβά. Συνήθως, αιτία είναι μια σειρά από ατυχίες –απώλεια της εργασίας, μετά ένα αυτοκινητικό ατύχημα, μετά μια έξωση- που λειτουργούν σε αλληλεπίδραση και συνδυαστικά.

Άκουσα την πιο ακριβή περιγραφή αυτής της διαδικασίας από τον Anirudh Krishna, καθηγητή στο Duke University, ο οποίος τα τελευταία 15 χρόνια έχει πάρει συνεντεύξεις από περισσότερα από 1.000 άτομα που βρέθηκαν σε καθεστώς φτώχειας και ξέφυγαν από αυτό. Ξεκίνησε από την Ινδία και την Κένυα, αλλά στην πορεία οι μεταπτυχιακοί φοιτητές του τον έπεισαν να κάνει την ίδια έρευνα στη Βόρεια Καρολίνα. Ανακάλυψε ότι ο μηχανισμός που οδηγεί στη φτώχεια ήταν κοινός.

Συχνά αντιμετωπίζουμε τη φτώχεια στην Αμερική σαν μια πισίνα, μια σταθερή δηλαδή μερίδα του πληθυσμού που παραμένει άπορη για χρόνια. Στην πραγματικότητα, λέει ο Krishna, η φτώχεια μοιάζει περισσότερο με μια λίμνη, στην οποία τα ρεύματα κυλούν με σταθερό τρόπο μέσα-έξω διαρκώς. «Ο αριθμός των ανθρώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο φτωχοποίησης είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν των ανθρώπων που ζουν όντως σε καθεστώς φτώχειας», δηλώνει.

Ζούμε όλοι μας σε κατάσταση μόνιμης κινητικότητας. Από το 1970 έως το 2002, έχουν υπερδιπλασιαστεί οι πιθανότητες για μια εργασιακά ενεργή Αμερικανίδα να χάσει ξαφνικά τουλάχιστον το μισό οικογενειακό της εισόδημα. Ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα σοβαρός για τους νέους. Τη δεκαετία του ’70, όταν η μεταπολεμική γενιά βρισκόταν στην ηλικία μας, οι πιθανότητες για τους νέους εργαζόμενους να βρεθούν κάτω από το όριο της φτώχειας ήταν 24%. Μέχρι τη δεκαετία του ’90, είχαν ανέλθει σε 37%. Και οι αριθμοί διαρκώς χειροτερεύουν. Από το 1979 έως το 2014, το ποσοστό φτώχειας στους νέους εργαζομένους με απολυτήριο λυκείου έχει υπερτριπλασιαστεί, στο 22%. «Η γενιά του 2000 νιώθει ότι μπορεί να τα χάσει όλα σε οποιαδήποτε στιγμή», λέει ο Hacker. «Και οι πιθανότητες να συμβεί αυτό διαρκώς αυξάνονται».

Δείτε πως μοιάζει η κατρακύλα: Ο Gabriel είναι 19 ετών και ζει σε μια κωμόπολη στο Oregon. Παίζει πιάνο και, μέχρι πρότινος, αποταμίευε για να σπουδάσει μουσική σε ένα κολλέγιο τεχνών. Το περασμένο καλοκαίρι δούλευε σε μια εταιρία παραγωγής συμπληρωμάτων διατροφής. Δεν ήταν και η πιο εντυπωσιακή δουλειά, να κουβαλάει κουτιά και να αναμιγνύει υλικά, όμως έβγαζε 12,50 δολλάρια την ώρα και ήλπιζε ότι θα μπορούσε να προαχθεί σε καλύτερη θέση αν ξεχώριζε στην δουλειά του.

Τότε η αδερφή του είχε ένα τροχαίο, χτυπήθηκε στο πλάι ενώ έστιβε στο δρόμο για το σπίτι τους. «Δεν μπορούσε να περπατήσει· Δεν μπορούσε να σκεφτεί», λέει ο Gabriel. Η μητέρα του δεν είχε τη δυνατότητα να πάρει άδεια για μία μέρα χωρίς να χάσει τη δουλειά της, οπότε ο Gabriel τηλεφώνησε στο αφεντικό του και άφησε ένα μήνυμα που έλεγε ότι έπρεπε να λείψει για μία ημέρα από τη δουλειά για να πάει την αδερφή του από το νοσοκομείο στο σπίτι.

~ [4] Σ.τ.Μ: Συνταξιοδοτικά προγράμματα 401 (k): Τύπος συνταξιοδοτικών προγραμμάτων για μισθωτούς στις ΗΠΑ. Οι εργοδότες κρατούν τις ασφαλιστικές εισφορές από το μισθό και τις καταθέτουν σε επενδυτικούς λογαριασμούς, τα κέρδη των οποίων χρηματοδοτούν τις μελλοντικές συντάξεις των εργαζομένων ~

Την επόμενη μέρα, του τηλεφώνησαν από το γραφείο εύρεσης προσωρινής εργασίας: είχε απολυθεί. Αν και ο Gabriel ισχυρίζεται πως κανείς δεν τον είχε προειδοποιήσει, η εταιρία είχε την πολιτική να απολύει τους εργαζόμενους μετά από τρεις μη προγραμματισμένες απουσίες. Είχε ήδη λείψει μία ημέρα εξαιτίας ενός κρυολογήματος και άλλη μία λόγω μιας μόλυνσης με σταφυλόκοκκο, οπότε τέλος. Ένας πρώην συνάδελφός του του είπε ότι οι απουσίες του σήμαιναν πως πιθανότατα δεν θα μπορούσε να δουλέψει ξανά εκεί.

Τώρα, λοιπόν, ο Gabriel εργάζεται στο Taco Time και ζει σε ένα τροχόσπιτο με τη μητέρα και τις αδερφές του. Το μεγαλύτερο μέρος του μισθού του πηγαίνει σε βενζίνη και τρόφιμα, αφού το εισόδημα της μητέρας του εξαφανίζεται στα ιατρικά έξοδα της οικογένειας. Θέλει ακόμη να πάει στο κολλέγιο. Αλλά από τη στιγμή που ίσα-ίσα επιπλέει, έστρεψε την προσοχή του σε ένα πρόγραμμα μαθητείας για ηλεκτρολόγους που προσφέρει μια τοπική ΜΚΟ. «Δεν καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο δύσκολο να κάνεις κάτι με τη ζωή σου», μου λέει.

Η απάντηση είναι απλή κατά τρόπο βάναυσο. Σε μια οικονομία στην οποία οι μισθοί είναι επισφαλείς και το δίχτυ ασφαλείας έχει μετατραπεί σε κορδελάκια, λίγη κακή τύχη μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε αγώνα χρόνων για επιστρέψεις πίσω στην κανονικότητα.

Τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, έχει υπάρξει μια τεράστια αλλαγή στη σχέση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους πολίτες. Στο βιβλίο «Η Εποχή της Ευθύνης», o πολιτικός επιστήμονας Yascha Mounk, γράφει ότι πριν τη δεκαετία του ’80, η έννοια της «ευθύνης» γινόταν αντιληπτή ως κάτι που κάθε Αμερικανός όφειλε στους συμπολίτες του, ως ένα εθνικό σχέδιο για να προφυλαχθούν οι πιο ευπαθείς ομάδες από το να χάσουν τα βασικά μέσα επιβίωσης. Μέχρι και ο Richard Nixon, που δεν ήταν ακριβώς ο τύπος που στήριζε τους καταπιεσμένους, εισηγήθηκε ένα εθνικό επίδομα κοινωνικής πρόνοιας και μια μορφή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Υπό την προεδρία, όμως, του Ronald Reagan και έπειτα του Bill Clinton, η έννοια της «ευθύνης» μεταβλήθηκε. Ειδώθηκε ατομικιστικά, ως το καθήκον του καθενός να κερδίσει τα επιδόματα που του προσφέρει η χώρα του.

Από το 1996, το ποσοστό άπορων οικογενειών που λαμβάνουν οικονομική βοήθεια από το κράτος έχει πέσει από το 68% στο 23%. Καμία πολιτεία δεν παρέχει χρηματικά επιδόματα που ανεβάζουν σε ψηλότερο επίπεδο το όριο της φτώχειας. Τα κριτήρια επιλεξιμότητας έχουν αυστηροποιηθεί κατά τρόπο χειρουργικό, πολλές φορές με την θέσπιση προαπαιτουμένων που λειτουργούν εντελώς αντιπαραγωγικά στο να ξεφύγει κάποιος από τη φτώχεια. Ας πάρουμε ως παράδειγμα το επίδομα Προσωρινής Ενίσχυσης Οικογενειών σε Ανάγκη, το οποίο φαινομενικά στηρίζει άπορες οικογένειες με παιδιά. Ο προκάτοχός του ήταν ένα επίδομα με στόχο να βοηθάει γονείς με παιδιά κάτω των 7 ετών, συνήθως μέσω απλών χρηματικών παροχών. Σήμερα, τα επιδόματα αυτού του είδους είναι κατηγορηματικά σχεδιασμένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παίρνουν τις μανάδες μακριά από τα παιδιά τους και να τις εντάσσουν στο εργατικό δυναμικό όσο πιο γρήγορα γίνεται. Μερικές πολιτείες απαιτούν από τις γυναίκες να εγγραφούν σε προγράμματα κατάρτισης ή να ξεκινήσουν τις αιτήσεις για δουλειά την επόμενη μέρα μετά τον τοκετό.

Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα. Τα κονδύλια αρωγής στέγασης, που για πολλούς ανθρώπους αποτελούν τη διαφορά ανάμεσα στο να χάσουν τη δουλειά τους και στο να τα χάσουν όλα, έχουν περικοπεί σε βαθμό εξαφάνισης. ( Ένα παράδειγμα από τα πολλά, το 2014 η Βαλτιμόρη έλαβε 75.000 αιτήσεις για 1.500 κουπόνια επιδότησης ενοικίου.) Τα κουπόνια σίτισης, ό,τι πλησιέστερο σε καθολικό επίδομα μας έχει απομείνει, παρέχουν κατά μέσο όρο 1,4 δολλάρια ανά γεύμα.

Κατά τρόπο που ομοιάζει σε διεστραμμένο αστείο, σχεδόν κάθε μορφή κοινωνικής πρόνοιας που διατίθεται σε νέους ανθρώπους προϋποθέτει την ύπαρξη σταθερής και πλήρους απασχόλησης. Τα επιδόματα ανεργίας και οι αποζημιώσεις των εργατών έχουν περιοριστεί μόνο στους μισθωτούς υπαλλήλους. Οι μοναδικές μεγάλες διευρύνσεις προνοιακών παροχών [5] από το 1980 μέχρι σήμερα ήταν η διεύρυνση της Επιστροφής Φόρου Εισοδήματος και της Έκπτωσης Φόρου Εισοδήματος για τους γονείς ανηλίκων, παροχές που έχουν αμφότερες το χαρακτήρα επιστροφής εισοδημάτων στους εργαζομένους, που τα έχουν ήδη καταβάλει.

~ [5] Σ.τ.Μ: ώστε οι παροχές αυτές να δίνονται και σε εργάτες, όχι μόνο σε υπαλλήλους ~

Την εποχή που είχαμε αξιοπρεπείς δουλειές και ισχυρά συνδικάτα, έμοιαζε (κατά κάποιον τρόπο) λογικό να περιλαμβάνονται στα εργασιακά δικαιώματα παροχές όπως η ασφάλιση υγείας και τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Σήμερα, όμως, για όλους αυτούς που εργάζονται ως ανεξάρτητοι πάροχοι υπηρεσιών, εποχικοί υπάλληλοι και συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου –δηλαδή, για όλους εμάς –τα επιδόματα αυτά είναι σαν τα λεφτά στη Monopoly. To 41% των millennials δεν πληρούν καν τις προϋποθέσεις ένταξης στα συνταξιοδοτικά προγράμματα των εταιριών όπου εργάζονται.

Έπειτα, υπάρχει και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη

Το 1980, 4 στους 5 υπαλλήλους είχαν πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη δια μέσου της εργασίας τους. Σήμερα, έχουν πρόσβαση λίγοι παραπάνω από τους μισούς. Οι millennials μπορούμε να καλυπτόμαστε από τα προγράμματα ασφάλισης των γονιών μας μέχρι να γίνουμε 26. Η στατιστική ομάδα που ακολουθεί αμέσως μετά, όσοι είναι 26-34, είναι η ομάδα με τα υψηλότερα ποσοστά ανασφάλιστων στη χώρα, ενώ οι millennials έχουν ανησυχιτικά μεγαλύτερο συνολικό χρέος για ιατρικές παροχές από ότι η μεταπολεμική γενιά. Ακόμη και το Obamacare, μία από τις ελάχιστες διευρύνσεις στο δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας από την εποχή που ο άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι, μας αφήνει ακάλυπτους. Οι millennials που έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα έρχονται αντιμέτωποι με τις αυξήσεις ασφαλίστρων (το επόμενο έτος θα πρέπει να πληρώνω $388/μήνα), προκαταβολές ($850), κόστη συμμετοχής ($5.000), τα οποία για πολλούς είναι πολύ υψηλά για να τα επωμιστούν χωρίς βοήθεια. Και, σύμφωνα με τον Krishna, από όλα τα γεγονότα που επιταχύνουν την πορεία προς τη φτώχεια, ένας τραυματισμός ή μία ασθένεια είναι το πιο σύνηθες έναυσμα.

«Ένα τυχαίο αρνητικό περιστατικό δύναται να μας κάνει να χάσουμε τα πάντα», λέει η Ashley Lauber, δικηγόρος που ασχολείται με πτωχεύσεις στο Seattle και «μεγάλη» millennial, όπως κι εγώ. Για τους περισσότερους πελάτες της κάτω των 35 ετών η ολίσθηση προς την πτώχευση ξεκινάει με ένα αυτοκινητικό ατύχημα ή μερικά ιατρικά έξοδα. «Δεν μπορείς να πληρώσεις την προκαταβολή για την ασφάλισή σου, οπότε παίρνεις ένα δάνειο από το Moneytree [6] για μερικές εκατοντάδες δολλάρια. Έπειτα, χάνεις μερικές πληρωμές και οι εισπρακτικές εταιρίες αρχίζουν να σου τηλεφωνούν στη δουλειά και να λένε στο αφεντικό σου ότι δεν μπορείς να πληρώσεις. Στη συνέχεια, αυτός απηυδεί με την κατάσταση, σε απολύει και όλα πάνε προς το χειρότερο». Για πολλούς από τους millennials πελάτες της, λέει η Lauber, τη διαφορά ανάμεσα στο να γλυτώσουν από τα χρέη τους ή να πτωχεύσουν την κάνει σε τελική ανάλυση το μοναδικό δίχτυ ασφαλείας που έχουν – οι γονείς τους.

~ [6] Σ.τ.Μ: ΤοMoneytreeείναι εταιρία παροχής πιστωτικών υπηρεσιών χαμηλής αξίας. Προσφέρει γρήγορα καταναλωτικά δάνεια και προπληρωμένες χρεωστικές κάρτες αξίας μερικών εκατοντάδων δολλαρίων ~

Αυτό, όμως, το δίχτυ ασφαλείας, όπως και όλα τα υπόλοιπα, δεν είναι εξίσου διαθέσιμο σε όλους. Το περιουσιακό χάσμα ανάμεσα στις λευκές και τις μη λευκές οικογένειες είναι τεράστιο. Από καταβολής κόσμου, σχεδόν κάθε μέσο πρόσβασης στον πλουτισμό –ανώτατη εκπαίδευση, ιδιόκτητη κατοικία, πρόσβαση σε πιστώσεις– δεν διατίθεται στις μειονότητες μέσα από πολιτικές διακρίσεων τόσο άμεσες όσο και έμμεσες. Το χάσμα έχει μάλιστα διευρυνθεί από όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση. Από το 2007 έως το 2010, οι καταθέσεις των μαύρων οικογενειών σε συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς μειώθηκαν κατά 35%, την ίδια στιγμή που οι λευκές οικογένειες, που είναι πιθανότερο να διαθέτουν και άλλες πηγές χρημάτων, είδαν τους λογαριασμούς τους να αυξάνονται κατά 9%.

Κατά συνέπεια, οι έγχρωμοι millennials είναι περισσότερο εκτεθιμένοι στον κίνδυνο της οικονομικής καταστροφής από ότι οι λευκοί συνομήλικοί τους. Πολλοί λευκοί millennials διαθέτουν αποθεματικά πλούτου που συγκέντρωσαν οι γονείς τους, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν βοηθητικά για τα δίδακτρά τους, το ενοίκιο ή για να έχουν ένα μέρος να μείνουν κατά τη διάρκεια μιας απλήρωτης πρακτικής άσκησης. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Περιουσιακών Αγαθών και Κοινωνικής Πολιτικής, οι λευκοί Αμερικανοί έχουν 5 φορές περισσότερες πιθανότητες να λάβουν κάποια κληρονομιά από ότι οι μαύροι Αμερικανοί – μια κληρονομιά που μπορεί να είναι αρκετή για να πληρώσει την προκαταβολή για ένα σπίτι ή να ξεχρεώσει τα φοιτητικά δάνεια. Αντιθέτως, το 67% των μαύρων οικογενειών και το 71% των Λατινοαμερικανών δεν έχουν αρκετή αποταμίευση ώστε να καλύψουν τα έξοδα τριών μηνών.

Συνεπώς, αντί να λαμβάνουν βοήθεια από τις οικογένειές τους, οι έγχρωμοι millennials είναι πιθανότερο να χρειαστεί να τους την παρέχουν. Κάθε επιπλέον εισόδημα από μια νέα δουλειά ή μία αύξηση κατά κανόνα απορροφάται από λογαριασμούς ή χρέη, για τα οποία οι λευκοί millennials θα είχαν βοηθηθεί από τις οικογένειές τους. Τέσσερα χρόνια μετά την αποφοίτησή τους, οι μαύροι απόφοιτοι κολλεγίου έχουν κατά μέσο όρο σχεδόν διπλάσιο φοιτητικό χρέος σε σχέση με τους λευκούς ομολόγους τους και είναι 3 φορές πιθανότερο να είναι πίσω στις δόσεις

Πηγές: «Η Πορεία προς τη Μηδενική Περιουσία», InstituteforPolicyStudies, Σεπτέμβριος 2017 και «Τάσεις σχετικά με τις περιουσίες των νοικοκυριών στις ΗΠΑ, 1962-2013: Τι συνέβη κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης;», Εθνικό Κέντρο Οικονομικών Ερευνών, Δεκέμβριος 2014

Θέλετε να στεναχωρηθείτε περισσότερο; Σκεφτείτε λίγο τι πρόκειται να μας συμβεί όταν γεράσουμε. Ενάντια σε όλες τις ιστορίες που διαβάζετε για επιπόλαιους millennials που αρνούνται να κάνουν σχέδια για τη σύνταξή τους (λες και οι παππούδες μας ασχολούνταν μανιωδώς με κάθε λεπτομέρεια των συνταξιοδοτικών τους προγραμμάτων όταν ήταν 25), το μεγαλύτερό μας πρόβλημα δεν είναι η άγνοια για τα οικονομικά. Είναι οι αναπροσαρμογές των επιτοκίων.

Στις επερχόμενες δεκαετίες, οι αποδόσεις των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων 401(k) [7] αναμένεται να μειωθούν κατά το ήμισυ. Σύμφωνα με τη μελέτη του Ινστιτούτου Έρευνας για τα Δικαιώματα των Υπαλλήλων, μία πτώση μόλις 2% στις χρηματιστηριακές αποδόσεις σημαίνει ότι μία 25χρονη υπάλληλος θα πρέπει να καταβάλλει υπερδιπλάσιες εισφορές για τη σύνταξή της από ότι κατέβαλε μία υπάλληλος της μεταπολεμικής γενιάς. Και θα πρέπει, φυσικά, να το κάνει αυτό παρά τους χαμηλότερους μισθούς. Το σενάριο γίνεται ακόμη χειρότερο αν σκεφτεί κανείς τι πρόκειται να συμβεί στο ασφαλιστικό σύστημα όταν θα φτάσουμε στα 65. Και τότε αναπόφευκτα θα μας γαμήσει η δημογραφία: το 1950, υπήρχαν 17 Αμερικανοί εργαζόμενοι για να χρηματοδοτήσουν κάθε συνταξιούχο. Όταν οι millennials συνταξιοδοτηθούν, θα υπάρχουν μόνο 2.

~ [7] Σ.τ.Μ: Συνταξιοδοτικά προγράμματα 401 (k): Τύπος συνταξιοδοτικών προγραμμάτων για μισθωτούς στις ΗΠΑ. Οι εργοδότες κρατούν τις ασφαλιστικές εισφορές από το μισθό και τις καταθέτουν σε επενδυτικούς λογαριασμούς, τα κέρδη των οποίων χρηματοδοτούν τις μελλοντικές συντάξεις των εργαζομένων ~

Υπάρχει ένας μόνο τρόπος με τον οποίο πολλοί Αμερικανοί παραδοσιακά κατάφερναν να πλουτίσουν και να διασφαλίσουν ένα επίπεδο αξιοπρέπειας και άνεσης για τα γεράματά τους. Μιλώ, φυσικά, για την ιδιοκτησία κατοικίας. Τουλάχιστον, θα έχουμε μια ελπίδα γι αυτό, έτσι δεν είναι;

Κεφάλαιο 3 | RIP στις ευκαιρίες να «σηκώσεις» οικονομικά ένα σπίτι

Κάθε φορά που ο Tyrone μετακομίζει σε ένα νέο διαμέρισμα, ξαπλώνει γυμνός στο πάτωμα του σαλονιού.

Είναι τελετουργικό, μια υπενθύμιση για τα χρόνια που πέρασε χωρίς ένα πάτωμα από κάτω του ή ένα ταβάνι από πάνω του. Ήταν άστεγος για τέσσερα χρόνια στη Georgia: να κοιμάται σε παγκάκια, να πηγαίνει με ποδήλατο σε συνεντεύξεις μες στη ζέστη, να φτάνει μια ώρα νωρίτερα ώστε να μην είναι ιδρωμένος για τη χειραψία. Όταν, επιτέλους, βρήκε δουλειά, οι συνάδελφοί του ανακάλυψαν ότι πλενόταν σε μπάνια βενζινάδικων και τον στενοχώρησαν τόσο που παραιτήθηκε. «Έλεγαν ότι μύριζα σαν άστεγος», λέει ο ίδιος.

Ο Tyrone μετακόμισε στο Seattle πριν έξι χρόνια, όταν ήταν 23, γιατί είχε ακούσει ότι ο μικρότερος μισθός εκεί ήταν τουλάχιστον διπλάσιος από εκείνον που έπαιρνε στην Ατλάντα. Βρήκε δουλειά σε ένα μανάβικο και κοιμόταν σε καταφύγιο, ενώ αποταμίευε. Από τότε, το εισόδημά του έχει αυξηθεί , αλλά έχει αναγκαστεί να πηγαίνει όλο και πιο μακριά από την πόλη. Πρώτη στάση ήταν επιδοτούμενη στέγη στο Κίρκλαντ, 20 λεπτά ανατολικά κατά μήκος της λίμνης. Μετά ένα νοικιασμένο σπίτι στην Tacoma, 45 λεπτά νότια, να μοιράζεται μια κρεβατοκάμαρα με την κοπέλα του και, τελικά, με ένα γιο. Ο χωρισμός είναι η αιτία που τώρα βρίσκεται στο Lakewood, ακόμη πιο μακριά προς το νότο, σε ένα δωμάτιο ακριβώς δίπλα στην είσοδο του αυτοκινητόδρομου.

Και είναι ήδη τόσος κόπος. Ο Tyrone βγάζει 17 δολάρια την ώρα ως σεκιουριτάς σε ένα κτίριο, ο υψηλότερος μισθός της ζωής του. Αλλά είναι εξωτερικός συνεργάτης (φυσικά), οπότε δεν παίρνει άδεια ασθενείας ή ασφάλεια υγείας. Το ενοίκιό του είναι 1.000 δολάρια το μήνα. Είναι περισσότερα από όσα μπορεί να «σηκώσει» οικονομικά, αλλά μπόρεσε να βρει μόνο ένα κτίριο που τον άφηναν να μετακομίσει μέσα χωρίς να πληρώσει ολόκληρη την προκαταβολή εκ των προτέρων.

Αφού το ενοίκιο πρέπει να πληρωθεί την 1η του μήνα και ο ίδιος πληρώνεται την 7η, ο σπιτονοικοκύρης προσθέτει 100 δολάρια στο λογαριασμό κάθε μήνα ως πρόστιμο για την καθυστέρηση. Μετά από αυτό και τις πληρωμές για το αυτοκίνητο – είναι δυο ώρες διαδρομή με το λεωφορείο από το προάστιο στο οποίο ζει μέχρι το προάστιο όπου δουλεύει – έχει 200 δολάρια περίσσευμα κάθε μήνα για φαγητό. Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, ήταν η 27η του μήνα και ο Tyrone μου είπε ότι ο λογαριασμός του είχε ήδη φτάσει στο μηδέν. Είχε βάλει ως ενέχυρο το σκέιτμπορντ του το προηγούμενο βράδυ για χρήματα για αέριο.

Παρά τα στρέμματα των ειδησεογραφικών σελίδων που είναι αφιερωμένα στην αφήγηση ότι οι millenials αρνούνται να ωριμάσουν, υπάρχουν στο διπλάσιο βαθμό νέοι άνθρωποι σαν τον Tyrone – που ζουν μόνοι τους και βγάζουν λιγότερα από 30.000 δολάρια το χρόνο – από τον αριθμό των millenials που ζουν με τους γονείς τους. Η κρίση της γενιάς μας δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κρίση μιας οικονομικά προσιτής στέγης.

Οι ενοικιάσεις σπιτιών είναι περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη εποχή από τα τέλη του 1960. Αλλά στα 40 χρόνια που προηγήθηκαν της ύφεσης, τα ενοίκια αυξήθηκαν πάνω από δύο φορές σε σχέση με τα εισοδήματα. Ανάμεσα στο 2001 και το 2014, ο αριθμός των «σοβαρά επιβαρυμένων» ενοικιαστών – με τα νοικοκυριά να δαπανούν πάνω από το μισό των εισοδημάτων τους στο ενοίκιο – αυξήθηκε σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50 τοις εκατό. Μάλλον όχι απροσδόκητα, καθώς οι τιμές των σπιτιών έχουν εκτοξευτεί, ο αριθμός των 30άρηδων ως 34άρηδων που είναι ιδιοκτήτες σπιτιών έχει μειωθεί απότομα.

Το να μειώνονται τα ποσοστά ιδιοκτησίας σπιτιών, από μόνο του, δεν αποτελεί απαραίτητα καταστροφή. Αλλά η χώρα μας έχει επινοήσει μία ολόκληρη αλληλουχία στο «Παιχνίδι της Ζωής» που βασίζεται στο να μπορείς να αγοράσεις σπίτι. Νοικιάζεις για ένα διάστημα για να εξοικονομήσεις λόγω χαμηλού μισθού, μετά αγοράζεις ένα αρχικό σπίτι με το σύντροφό σου, έπειτα μετακομίζεις σε ένα μεγαλύτερο σπίτι και κάνεις οικογένεια. Με το που ξεπληρώσεις το δάνειο, το σπίτι σου είναι είτε ένα ατού για να το πουλήσεις είτε ένα φθηνό μέρος για να ζήσεις στη σύνταξη. Τέλος.

Αυτό λειτούργησε καλά όταν τα ενοίκια ήταν αρκετά χαμηλά για να κάνεις οικονομία και τα σπίτια ήταν αρκετά φθηνά για να τα αγοράσεις. Σε μια από τις πιο εξοργιστικές συζητήσεις που είχα για αυτό το άρθρο, ο πατέρας μου εύκολα με πληροφόρησε ότι αγόρασε το πρώτο του σπίτι στα 29. Ήταν το 1973, είχε μόλις μετακομίσει στο Σιάτλ και από τη δουλειά του ως καθηγητή πανεπιστημίου πληρωνόταν (προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό) περίπου 76.000 δολάρια το χρόνο. Το σπίτι κόστισε 124.000 δολάρια – πάλι, σε σημερινά δολάρια. Είμαι έξι χρόνια μεγαλύτερος τώρα από όσο ήταν ο πατέρας μου τότε. Βγάζω λιγότερα από όσα έβγαζε εκείνος και η μέση τιμή σπιτιού στο Σιάτλ είναι περίπου 730.000 δολάρια. Το πρώτο σπίτι του πατέρα μου του κόστισε 20 μήνες από το μισθό του. Το πρώτο μου σπίτι θα κοστίσει περισσότερα από 10 δικά μου χρόνια.

Το οποίο ενθαρρύνει την ερώτηση: πώς τα σπίτια στη Αμερική έγιναν τόσο φρικτά ακριβά;

Να η πόλη σου. Εδώ είναι το κέντρο. Εδώ είναι που βρίσκονται πολλές καλές δουλειές.

Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να μένουν λιγότερο από 30 λεπτά μακριά από τη δουλειά. Επομένως, για ένα μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα, οι μεγάλες πόλεις έχτιζαν σπίτια κοντά στις δουλειές.

Όταν ο εσωτερικός δακτύλιος των προαστίων γέμισε, οι πόλεις έχτισαν αυτοκινητόδρομους για να μεταφέρουν γρήγορα εργάτες.

Αλλά μετά, εκείνα τα προάστια γέμισαν. Το μποτιλιάρισμα χειροτέρευσε. Οι 30άλεπτες διαδρομές προς τη δουλειά έγιναν 45άλεπτες διαδρομές.

Η απαίτηση για σπίτια κοντά στο κέντρο εκτοξεύτηκε.

Υπάρχει μια απλή λύση σε αυτό το πρόβλημα: Χτίσε περισσότερα σπίτια κοντά στις δουλειές.

Για ένα μεγάλο διάστημα αυτό έκαναν οι πόλεις. Έχτιζαν προς τα επάνω, χώριζαν τα σπίτια σε διαμερίσματα και προσέθεταν μεζονέτες και πολυώροφα σπίτια.

Ωστόσο, τη δεκαετία του 1970, σταμάτησαν να χτίζουν. Οι πόλεις εξακολουθούσαν να συσσωρεύουν δουλειές και ανθρώπους. Αλλά δεν προστίθονταν άλλα σπίτια. Και τότε είναι που οι τιμές άρχισαν να αυξάνονται.

Τόσα  πολλά μπορούν να εξηγηθούν με μια φράση:

Ζώνες χρήσης γης

Στην αρχή, οι ζώνες χρήσης γης ήταν αρκετά περιορισμένες. Το νόημα ήταν να σταματήσεις κάποιον από το να αγοράσει το σπίτι του γείτονά σου και να το μετατρέψει σε διυλιστήριο πετρελαίου.

Αλλά τελικά οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη ζώνη χρήσης γης για άλλους σκοπούς.

Στα τέλη του 1960, έγινε επιτέλους παράνομο το να αρνείσαι τη στέγαση σε  μειονότητες. Οπότε, οι πόλεις θέσπισαν περιέργως συγκεκριμένους κανόνες που οδήγησαν σε αύξηση της τιμής των νέων σπιτιών και απέκλεισαν τους φτωχούς ανθρώπους – που ήταν, δυσανάλογα, μειονότητες.

Τα σπίτια έπρεπε να έχουν τεράστιες πίσω αυλές. Δεν μπορούσαν να είναι χωρισμένα σε ξεχωριστά διαμερίσματα. Βασικά, οι πόλεις επέβαλαν τα McMansions [8]

[8] McMansions: υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιούν στα προάστια για υπερμεγέθη (σε σύγκριση με τη γειτονιά), σπίτια «μαζικής κατασκευής» χαμηλής ποιότητας, που χρησιμοποιούν υπερβολικά αρχιτεκτονικά σύμβολα που έχουν συνδεθεί με ιδέες περί πλούτου και αισθητικής, αλλά εφαρμοσμένα ως κακοσχεδιασμένη εξωτερική και εσωτερική διακόσμηση. (σημ. μεταφραστικής ομάδας) ~

Ζούμε ακόμη με αυτήν την κληρονομιά. Κατά μήκος τεράστιων λωρίδων των Αμερικανικών πόλεων, είναι ουσιαστικά παράνομο να χτίζεις οικονομικό σπίτι.

Και αυτό το πρόβλημα ολοένα και χειροτερεύει. Κι αυτό επειδή όλη η βιασύνη για οικοδόμηση προέρχεται από ανθρώπους που χρειάζονται κάπου να μείνουν. Αλλά όλη η πολιτική δύναμη βρίσκεται στα χέρια ανθρώπων που ήδη έχουν δικό τους σπίτι.

Για τους ιδιοκτήτες, δεν υφίσταται κρίση στέγασης. Γιατί;

Επειδή όταν η αξία της ιδιοκτησίας αυξάνεται, το ίδιο ισχύει και για την καθαρή αξία. Έχουν κάθε λόγο να εμποδίσουν τις νέες κατασκευές. Το κάνουν αυτό χρησιμοποιώντας σαν όπλο τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς και του κανόνες ιστορικής συντήρησης. Πιέζουν για πιό χαμηλά κτίρια, ώστε να μην ρίχνουν σκιές. Απαιτούν δύο χώρους στάθμευσης για κάθε ξεχωριστή μονάδα. Παραπονιούνται ότι ένα νέο κτίριο διαμερίσματος θα καταστρέψει το «χαρακτήρα της γειτονιάς» όταν η δομή που αντικαθιστά είναι… ένα γκαράζ. (True story.) Όλη αυτή η επιπλέον φασαρία σημαίνει ότι η κατασκευή διαρκεί περισσότερο και κοστίζει πιο πολύ.

Που σημαίνει ότι ο μόνος τρόπος που οι περισσότεροι εργολάβοι μπορούν να βγάλουν χρήματα είναι να χτίσουν πολυτελείς πολυκατοικίες. Επομένως, γι’ αυτό οι πόλεις είναι τόσο απρόσιτες οικονομικά. Ολόκληρο το σύστημα έχει δομηθεί για να παράγει ακριβά σπίτια όταν χρειαζόμαστε απεγνωσμένα το αντίθετο. Η κρίση στέγασης στις πιο εύπορες πόλεις μας, παραμορφώνει σήμερα ολόκληρη την Αμερικανική οικονομία. Για το μεγαλύτερο κομμάτι του 20ού αιώνα, ο τρόπος που πολλοί εργάτες βελτίωσαν την οικονομική τους τύχη ήταν η μετακίνηση πιο κοντά στις ευκαιρίες. Τα ενοίκια ήταν υψηλότερα στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες περιοχές, αλλά εξίσου ήταν και οι μισθοί. Από τη Μεγάλη Ύφεση, οι «καλές» δουλειές – ασφαλείς, όχι προσωρινές, με αξιοπρεπή μισθό – έχουν συγκεντρωθεί στις πόλεις όπως ποτέ άλλοτε. Οι 100 μεγαλύτερες μητροπόλεις της Αμερικής έχουν 6 εκατομμύρια επιπλέον επαγγέλματα από την αρχή της πτώσης της οικονομίας. Οι αγροτικές περιοχές, ταυτόχρονα, έχουν ακόμα λιγότερες δουλειές απ’ ό,τι το 2007. Για τους νέους ανθρώπους που προσπαθούν να βρουν δουλειά, η μετακίνηση σε μια μεγαλύτερη πόλη δεν είναι πολυτέλεια. Είναι σχεδόν καθολική ανάγκη.

Αλλά τα πολύ υψηλά ενοίκια στις μεγάλες πόλεις εξουδετερώνουν, πλέον, τους υψηλότερους μισθούς. Παλιά, το 1970, σύμφωνα με μελέτη του Χάρβαρντ, ένας ανειδίκευτος εργάτης που μετακόμιζε από μία πολιτεία με χαμηλά εισοδήματα σε ένα κράτος με υψηλά εισοδήματα, κρατούσε το 79 τοις εκατό των αυξημένων μισθών μετά την πληρωμή του σπιτιού. Ένας εργάτης που έκανε την ίδια κίνηση το 2010 κρατούσε μόλις το 36 τοις εκατό. Για πρώτη φορά στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, λέει ο Daniel Shoag, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, δεν έχει νόημα πλέον για έναν ανειδίκευτο εργάτη στη Utah να κατευθυνθεί προς τη Νέα Υόρκη με την ελπίδα να χτίσει μια καλύτερη ζωή.

Αυτό αφήνει τους νέους ανθρώπους, ειδικά αυτούς χωρίς πτυχίο πανεπιστημίου, με ένα κορόνα-γράμματα. Μπορούν να μετακομίσουν σε μια πόλη όπου υπάρχουν καλές δουλειές αλλά τρελά ενοίκια. Ή μπορούν να μετακομίσουν κάπου με χαμηλά ενοίκια αλλά ελάχιστες δουλειές που πληρώνουν πάνω από τον ελάχιστο μισθό.

Αυτό το δίλημμα τροφοδοτεί τον τεμαχιστή που γεννά ανισότητα, στον οποίο έχει μετατραπεί η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών. Αντί να προσφέρουν στους Αμερικανούς έναν τρόπο να φτιάξουν πλούτο, οι πόλεις γίνονται συγκεντρώσεις ανθρώπων που ήδη τον έχουν. Στις 10 μεγαλύτερες μητροπόλεις της χώρας, οι κάτοικοι που κερδίζουν περισσότερα από 150.000 δολάρια το χρόνο σήμερα ξεπερνούν σε αριθμό εκείνους που κερδίζουν λιγότερα από 30.000 δολάρια το χρόνο.

Οι millennials που μπορούν να μετακομίσουν σε αυτές τις οάσεις ευκαιρίας, μπορούν να απολαύσουν τα πολλά πλεονεκτήματά τους: καλύτερα σχολεία, πιο γενναιόδωρες κοινωνικές υπηρεσίες, περισσότερα σκαλοπάτια στη σκάλα της καριέρας για να πιαστούν. Οι millennials που δεν «αντέχουν» οικονομικά να μετακομίσουν σε μια μεγάλη ακριβή πόλη είναι… παγιδευμένοι. Το 2016, η υπηρεσία απογραφής ανέφερε ότι οι νέοι άνθρωποι ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν ζήσει σε διαφορετική διεύθυνση το προηγούμενο έτος από οποιαδήποτε εποχή από το 1963.

Και έτσι, ο αληθινός λόγος που οι millennials δε φαίνεται να μπορούμε να κατακτήσουμε την ενηλικίωση όπως οι γονείς μας οραματίστηκαν για μας, είναι ότι προσπαθούμε να επιτύχουμε μέσα σε ένα σύστημα που δε βγάζει νόημα πλέον. Η ιδιοκτησία σπιτιού και η μετανάστευση έχουν πέσει πάνω μας σαν πύλες προς την ευημερία, επειδή παλιά, όταν μεγάλωναν τα παιδιά της μεταπολεμικής γενιάς, ήταν όντως. Αλλά τώρα, οι κανόνες έχουν αλλάξει και έχουμε μείνει παίζοντας ένα παιχνίδι όπου είναι αδύνατον να κερδίσουμε.

Αρχίζουμε να βγάζουμε λιγότερα χρήματα, και με καθυστέρηση. Έχουμε περισσότερο χρέος και υψηλότερο ενοίκιο. Που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αποταμιεύσουμε. Που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αγοράσουμε ένα σπίτι ή να προετοιμαστούμε για τη σύνταξη. Που σημαίνει ότι, εκτός κι αν αλλάξει κάτι… Όλοι μας κατευθυνόμαστε προς ένα πολύ σκοτεινό μέρος.

Κεφάλαιο 4 | LOL Όλα έχουν σημασία

Το εντυπωσιακότερο στα προβλήματα των millennials είναι το πόσο αλληλένδετα, αυτο-ενισχυόμενα και πανταχού παρόντα είναι

Μέσα στους οκτώ μήνες που πέρασαν γράφοντας αυτήν την ιστορία, πέρασα λίγα βράδια σε ένα άσυλο για άστεγους νέους και συνάντησα απλήρωτους πρακτικάριους και αυτοαπασχούμενους ντελίβερι με ποδήλατα που εξοικονομούσαν τον πρώτο μήνα του ενοικίου τους. Τις ημέρες εκείνες πήρα συνεντεύξεις από ανθρώπους σαν τον Josh, έναν 33χρονο σχεδιαστή οικονομικά προσιτών κατοικιών που ανέφερε ότι η μητέρα του αγωνίζεται να τα βάλει πέρα ως εργολάβος, ένα επάγγελμα που άλλοτε αποτελούσε αξιόπιστη κυβερνητική εργασία. Κάθε ημέρα των ευχαριστιών, του θυμίζει ότι το σχέδιό της να συνταξιοδοτηθεί είναι «401 (j)» –το J για τον Josh.

Για να επιδιορθωθεί αυτό που μας έχουν προκαλέσει θα χρειαστεί πολλά περισσότερα από ένα απλό μπάλωμα. Ακόμη και αν η οικονομική ανάπτυξη συνεχίσει να ανεβαίνει και η ανεργία να μειώνεται, συνεχίζουμε να είμαστε σε μια πορεία ολοένα και μεγαλύτερης ανασφάλειας για τους νέους ανθρώπους. Το εργατικό δυναμικό εκείνο, το οποίο έχει την ίδια δουλειά από το πτυχίο μέχρι τη σύνταξη, δεν θα επιστρέψει ποτέ ξανά. Οποιαδήποτε προσπάθεια να ξαναδημιουργηθούν οι οικονομικές συνθήκες της γενιάς του «baby boom» είναι τόσο πιθανή όσο το να στείλει κανείς σωστικές λέμβους σε ένα τζακούζι.

Αλλά έστω και έτσι υπάρχει ακόμα μια τεράστια λίστα με καθυστερημένες αλλαγές στην ομοσπονδιακή πολιτική που θα μπορούσαν τουλάχιστον να αρχίσουν να ενισχύουν το μέλλον μας και να πλέξουν ξανά το δίχτυ ασφαλείας μας. Ακόμα και εν μέσω αυτής της απαίσιας πολιτικής μας στιγμής, μπορούμε να ξεκινήσουμε το χτίσιμο μιας πλατφόρμας αντίστασης. Αυξήστε τον ελάχιστο μισθό και συνδέστε τον με τον πληθωρισμό. Πάρτε πίσω αντισυνδικαλιστικούς νόμους και δώστε στους εργαζόμενους περισσότερη δύναμη ενάντια στις εταιρείες που τους αντιμετωπίζουν ως αναλώσιμους. Γείρτε τον φορολογικό κώδικα προς την πλευρά των πλουσίων. Αυτή τη στιγμή, οι πλούσιοι μπορούν να διαγράψουν τους τόκους των στεγαστικών τους δανείων για την δεύτερη κατοικία τους και τα έξοδα που σχετίζονται με την ιδιοκτησία ή (και δεν κάνω πλάκα)με την κατοχή αλόγου στον ιππόδρομο. Οι υπόλοιποι δεν μπορούμε καν να περικόψουμε τα φοιτητικά μας δάνεια ή το κόστος απόκτησης άδειας ασκήσεως επαγγέλματος.

Αυτές τις μέρες ορισμένες από τις πιο δημοφιλείς διορθώσεις υψηλής πολιτικής είναι οι προσπάθειες για την επαναθεμελίωση των κυβερνητικών υπηρεσιών. Το καλύτερο παράδειγμα είναι το καθολικό βασικό εισόδημα, ένα μηνιαίο εισόδημα για κάθε Αμερικανό. Η ιδέα είναι να καθοριστεί ένα επίπεδο βασικής διαβίωσης κάτω από το οποίο κανείς σε μια πολιτισμένη χώρα δεν θα επιτρέπεται να πέσει. Η κεφαλαιακή εταιρεία Y Combinator σχεδιάζει ένα πιλοτικό πρόγραμμα που θα δώσει 1.000 δολάρια κάθε μήνα σε 1.000 συμμετέχοντες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα. Και ενώ, ναι, είναι θετικό το γεγονός ότι μια ιδέα πολιτικής υπέρ των φτωχών έχει κερδίσει την υποστήριξη εταιριών όπως η κερδοσκοπική DC και η τεχνολογική Ayn Rand, αξίζει να σημειωθεί ότι τα υπάρχοντα προγράμματα, όπως τα κουπόνια τροφίμων, τα προγράμματα κοινωνικής μέριμνας, η κοινωνική κατοικία και η επιδοτούμενη ημερήσια φροντίδα δεν είναι εγγενώς αναποτελεσματικά. Έχουν σκόπιμα μετατραπεί σε αναποτελεσματικά. Θα ήταν ωραίο αν οι άνθρωποι που ενθουσιάστηκαν από τα λαμπερά νέα προγράμματα, προσπαθούσαν λίγο να υπερασπιστούν και να επεκτείνουν τα ήδη υπάρχοντα.

Αλλά έχουν δίκιο για ένα πράγμα: Θα χρειαστούμε κυβερνητικές δομές που θα ανταποκρίνονται στον τρόπο που εργαζόμαστε στο σήμερα. Τα «μετακινούμενα οφέλη», μια ιδέα που πλανάται εδώ και χρόνια, επιχειρεί να καταργήσει τη διάκριση μεταξύ των υπαλλήλων με πλήρες ωράριο που λαμβάνουν κυβερνητική εργατική προστασία,από τους εργαζομένους και αυτοαπασχολούμενους που δεν δικαιούνται τίποτα. Ο τρόπος για να επιλυθεί αυτό, αν το σκεφτεί κανείς, είναι γελοία απλός: Συνδέστε τα οφέλη με την εργασία και όχι με τις θέσεις εργασίας. Οι υπάρχουσες προτάσεις ποικίλλουν, αλλά οι καλές βασίζονται στην ίδια αρχή: Για κάθε ώρα που εργάζεται κάποιος, το αφεντικό πληρώνει ένα ταμείο που καλύπτει σε περίπτωση ασθένειας, εγκυμοσύνης, γηρατειών ή απόλυσης. Το ταμείο αυτό σας ακολουθεί από δουλειά σε δουλειά και οι επιχειρήσεις πρέπει να το πληρώνουν, ασχέτως αν εργάζεστε εκεί μια μέρα, ένα μήνα ή ένα χρόνο.

Οι μικρής κλίμακας βερσιόν αυτής της ιδέας έχουν αντισταθμίσει την εγγενή ανασφάλεια της οικονομίας της ενοικίασης, πολύ πριν ονομαστεί έτσι. Κάποιοι εργαζόμενοι στον τομέα των κατασκευών έχουν δημιουργήσει μια «τράπεζα χρόνου» που γεμίζει όταν δουλεύουν και παρέχει οφέλη ακόμη και όταν βρίσκονται στην ανεργία. Οι ηθοποιοί και το τεχνικό προσωπικό του Χόλιγουντ έχουν προγράμματα υγείας και συνταξιοδότησης που τους ακολουθούν από ταινία σε ταινία. Και στις δύο περιπτώσεις, τα οφέλη αυτά αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης των συνδικάτων, αλλά δεν χρειάζεται να είναι έτσι. Από το 1962, η Καλιφόρνια προσφέρει επιλεκτική ασφαλιστική κάλυψη που επιτρέπει στους αυτοαπασχολούμενους να ζητήσουν πληρωμές εάν τα παιδιά τους αρρωστήσουν ή εάν τραυματιστούν εν ώρα εργασίας. «Το ρίξιμο των κινδύνων στις πλάτες των εργαζομένων και των οικογενειών τους δεν ήταν φυσικό φαινόμενο», λέει ο Hacker, πολιτικός επιστήμονας του Yale. «Ήταν μια σκόπιμη προσπάθεια. Και μπορούμε να την αντιστρέψουμε με τον ίδιο τρόπο. »

Ένα άλλο πείραμα που δεν έχει νόημα είναι η επέκταση των προγραμμάτων εργασίας. Καθώς οι αξιοπρεπείς ευκαιρίες έχουν μειωθεί και η μισθολογική ανισότητα έχει αυξηθεί, το μήνυμα της κυβέρνησης στους φτωχότερους πολίτες παρέμεινε ακριβώς το ίδιο: Δεν προσπαθείτε αρκετά. Αλλά την ίδια στιγμή, από την δεκαετία του ’70 και μετά η κυβέρνηση δεν προσπάθησε πραγματικά να δώσει στον κόσμο θέσεις εργασίας σε ευρεία κλίμακα.

Επειδή οι περισσότεροι από εμάς μεγάλωσαν σε έναν κόσμο χωρίς αυτά, τα προγράμματα θέσεων εργασίας μπορεί να ακούγονται υπερβολικά φιλόδοξα ή ύποπτα λενινιστικά. Στην πραγματικότητα, δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το 2010, μέσα στα πλαίσια της γενικότερης διάθεσης, ο Μισισιπής ξεκίνησε ένα πρόγραμμα που απλά αποζημίωνετους εργοδότες για τους μισθούς που κατέβαλαν σε νέες προσλήψεις – 100% αρχικά, στη συνέχεια μειώνοντας το στο 25%. Η πρωτοβουλία αφορούσε αρχικά μητέρες χαμηλού εισοδήματος και μακροχρόνια ανέργους. Σχεδόν οι μισοί από τους αποδέκτες ήταν κάτω των 30.

Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Για τον μέσο συμμετέχοντα, οι επιδοτούμενοι μισθοί διήρκεσαν μόνο 13 εβδομάδες. Ωστόσο, το έτος μετά το τέλος του προγράμματος, οι μακροχρόνια άνεργοι εξακολουθούσαν να κερδίζουν σχεδόν εννέα φορές περισσότερο από ό, τι προηγουμένως. Είτε διατηρούσαν τις δουλειές που βρήκαν μέσω των επιδοτήσεων είτε η εμπειρία τους βοήθησε να βρουν κάτι νέο. Επιπλέον, το πρόγραμμα ήταν ένα παζάρι. Η επιχορήγηση περισσότερων από 3.000 θέσεων εργασίας κοστίζει 22 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία οι υπάρχουσες επιχειρήσεις διαμοίρασαν σε εργαζόμενους που δεν ήταν προαπαιτούμενο να λάβουν ειδική εκπαίδευση. Επιπλέον, δεν ήταν μια μεμονωμένη επιτυχία. Η επιθεώρηση του κέντρου καταπολέμησης της φτώχειας και της ανισότητας του Georgetownκατέληξε ότι τα 15 προγράμματα απασχόλησης των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών ήταν «ένα αποδεδειγμένο, ελπιδοφόρο και ελάχιστα χρησιμοποιημένο εργαλείο για την ανάταση των μειονεκτούντων εργαζομένων». Η επιθεώρηση διαπίστωσε ότι επιχορηγώντας την απασχόληση αυξήθηκαν οι μισθοί και μειώθηκε η μακροπρόθεσμη ανεργία. Τα παιδιά των συμμετεχόντων είχαν επιπλέον καλύτερες επιδόσεις στο σχολείο.

Αλλά προτού παρασυρθώ, καταμετρώντας επείγουσες και προφανείς λύσεις για τα προβλήματα των millenials, ας κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα για λίγη πραγματικότητα: Ποιόν κοροϊδεύουμε; Ο Donald Trump, ο Paul Ryan και ο Mitch McConnell δεν ενδιαφέρονται για τις καινοτόμες προτάσεις μας για την ανάταση των συστημικά μειονεκτούντων. Ολόκληρη η πολιτική τους ατζέντα, από τη φορολογική μεταρρύθμιση του Scrooge McDuck μέχρι τη συνεχιζόμενη απόπειρα δολοφονίας του Obamacare, έχει σχεδιαστεί ειδικά για να τροφοδοτήσει τις δυνάμεις που προκαλούν αυτή τη δυστυχία. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, τα πράγματα θα επιδεινωθούν.

Και αυτός είναι ο λόγος που, για τώρα, πρέπει να μεταφέρουμε τον αγώνα εκεί που μπορούμε να τον κερδίσουμε

Κατά την τελευταία δεκαετία, πολιτείες και πόλεις έχουν κάνει αξιοσημείωτη πρόοδο στην προσαρμογή τους στη νέα οικονομία. Αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς έχουν ψηφιστεί σε πολιτείες, ακόμη και σε εκείνες με υψηλά ποσοστά φυλετικού ρατσισμού, όπως η Νεμπράσκα και η Νότια Ντακότα. Μετά από μια μακρά εκστρατεία του “κόμματος των Εργαζομένων Οικογενειών”(Working Families Party) και άλλων ακτιβιστικών οργανώσεων, οκτώ πολιτείες και η περιφέρεια της Κολούμπια έχουν θεσπίσει εγγυημένη αναρρωτική άδεια. Νομοσχέδια για την καταπολέμηση των πρακτικών εκμετάλλευσης στον προγραμματισμό των βαρδιών έχουν ψηφιστεί σε περισσότερες από δώδεκα πολιτειακές νομοθεσίες. Το Σαν Φρανσίσκο δίνει τώρα στους εργαζόμενους στο λιανικό εμπόριο και στα fast food το δικαίωμα να μαθαίνουν τα προγράμματά τους δύο εβδομάδες νωρίτερα και να αποζημιώνονται για αιφνίδιες αλλαγές στις βάρδιες. Οι τοπικές πρωτοβουλίες είναι δημοφιλείς, αποτελεσματικές και είναι η καλύτερη ελπίδα μας στο να αποτρέψουμε τη μετακύληση της χώρας σε έναν ατομικισμό τύπου MadMax.

Το δικαστικό σύστημα, το μόνο κομμάτι της κυβέρνησης που λειτουργεί αυτή τη στιγμή, προσφέρει και άλλες ενθαρρυντικές οδούς. Οι ομαδικές προσφυγές και οι κρατικές και ομοσπονδιακές έρευνες έχουν ως αποτέλεσμα ένα κύμα αποφάσεων ενάντια στις εταιρίες που μεταχειρίζονται «λανθασμένα» τους εργαζόμενους τους ως αυτοαπασχολούμενους. Η FedEx, η οποία απαιτεί από κάποιους από τους οδηγούς της να αγοράσουν τα δικά τους φορτηγά και στη συνέχεια να εργαστούν ως αυτοαπασχολούμενοι, κατέληξε πρόσφατα σε έναν διακανονισμό 227 εκατομμυρίων δολαρίων με περισσότερους από 12.000 ενάγοντες σε 19 πολιτείες. Το 2014, μια startup που ονομάζεται Hello Alfred- βασικά ένα Uber για μικροδουλειές- ανακοίνωσε ότι θα στηριζόταν αποκλειστικά σε απευθείας προσλήψεις αντί για ενοικιαζόμενους εργαζόμενους. Ο λόγος εν μέρει, όπως δήλωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος της στην Fast Company, ήταν το υψηλό νομικό και οικονομικό ρίσκο των υπό ενοικίαση εργαζομένων. Ένα τσουνάμι παρόμοιων αγωγών σχετικά με τις συνθήκες εργασίας και την κλοπή των μισθών θα αρκούσε για να επιβάλει το ίδιο άγχος σε κάθε CEO στην Αμερική.

Και μετά υπάρχει και το ζήτημα της στέγασης, όπου γίνεται προφανής η δυνατότητα -και η αναγκαιότητα- της τοπικής δράσης. Αυτό δεν σημαίνει το να εμφανίζεται κανείς στις ακροάσεις του δημοτικού συμβουλίου για να μην περάσουν τα «μακριά από μας [9]» αιτήματα (αν και φυσικά να το κάνουμε και αυτό). Σημαίνει επίσης το να σιγουρέψει κανείς ότι ολόκληρο το σύστημα που εγκρίνει τις νέες κατασκευές δεν θα δίνει προτεραιότητα στους ήδη ιδιοκτήτες σπιτιών σε βάρος όλων των άλλων. Αυτή τη στιγμή, οι διαδικασίες αδειοδότησης εξετάζουν λεπτομερέστατα πώς ένα νέο κτίριο θα επηρεάσει τα ενοίκια, το θόρυβο, την κυκλοφορία, το πάρκινγκ, τις σκιές και τους πληθυσμούς των σκίουρων. Αλλά ποτέ δεν ερευνούν τις συνέπειες του να μην οικοδομείται τίποτα – αύξηση των τιμών, εκτοπισμένοι ενοικιαστές, χαμηλόμισθοι που χρειάζονται ώρες μετακίνησης από τα προάστια.

~ [9] ΝΙΜΒΥ: Not in my backyard: λέξη προσδιορισμός των αντιδραστικών τοπικών κινημάτων ενάντια την κατασκευή διαφόρων κοινωνικών πρότζεκς όπως φυλακών κλπ. ~

Ορισμένες πόλεις αναγνώρισαν τελικά αυτή την πραγματικότητα. Το Πόρτλαντ και το Ντένβερ έχουν επιταχύνει τις εγκρίσεις και τον εξορθολογισμό της αδειοδότησης. Το 2016, ο δήμαρχος του Σιάτλ ανακοίνωσε ότι η πόλη θα ξεκόψει από τα παλιομοδίτικα, κυρίως λευκά, πολύ «μακριά από μάς» περιφερειακά συμβούλια και θα καθιερώσει μια «επιτροπή εμπλοκής της κοινότητας». Το όνομα είναι απαράδεκτο, προφανώς, αλλά η εντολή είναι πρωτοποριακή: Συμπεριλάβετε τους ενοικιαστές, τους φτωχούς, τις εθνικές μειονότητες – και εκείνους που δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε μια διαβούλευση στις 2 μ.μ. τις Τετάρτες-στις κατασκευαστικές αποφάσεις. Για δεκαετίες, οι πολιτικοί φοβόταν να προβούν στην παραμικρή ρήξη με τους ιδιοκτήτες κατοικιών. Πλέον, με τους ενοικιαστές να ξεπερνούν τους ιδιοκτήτες σε εννέα από τις 11 μεγαλύτερες πόλεις της Αμερικής, έχουμε τη δυνατότητα να είμαστε μια ισχυρή πολιτική δύναμη.

Η ίδια λογική θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε ολόκληρη τη γενιά μας. Το 2018, θα υπάρξουν περισσότεροι millennials απ’ ότι boomers στον πληθυσμό σε ηλικία ψήφου. Το πρόβλημα, όπως έχετε ακούσει ήδη πολλές φορές, είναι ότι δεν ψηφίζουμε αρκετά. Μόνο το 49 τοις εκατό των Αμερικανών ηλικίας 18 έως 35 ψήφισαν στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, σε σύγκριση με περίπου 70 τοις εκατό των boomers και Greatests. (Το ποσοστό είναι χαμηλότερο στις ενδιάμεσες εκλογές και παντελώς φριχτό στις εκλογές επιλογής υποψηφίων).

Αλλά όπως στα πάντα σχετικά με τους millennials, μόλις σκάψει κανείς βαθύτερα στους αριθμούς, θα βρεί μια πιο περίπλοκη ιστορία. Η προσέλευση των νέων είναι χαμηλή, σίγουρα, αλλά όχι παντού. Το 2012, κυμαινόταν από 68 τοις εκατό στο Μισισιπή (!) έως 24 τοις εκατό στη Δυτική Βιρτζίνια. Και σε όλη τη χώρα, οι νεότεροι Αμερικανοί που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους εμφανίζονται στις κάλπες σχεδόν τόσο συχνά όσο οι γηραιότεροι Αμερικανοί.

Η αλήθεια είναι ότι το να ψηφίσουμε είναι απλά πιο δύσκολο για μας. Σκεφτείτε ότι σχεδόν οι μισοί millennials ανήκουν σε μειονότητες και ότι οι προσπάθειες καταστολής των ψηφοφόρων είναι επικεντρωμένες στους μαύρους και τους Λατίνους. Ή ότι οι πολιτείες με τις απλούστερες διαδικασίες εγγραφής έχουν ποσοστά προσέλευσης των νέων σημαντικά υψηλότερα από τον εθνικό μέσο όρο. (Στο Όρεγκον είναι αυτόματη, στο Αϊντάχο μπορείς να το κάνετε την ίδια ημέρα που ψηφίζεις και στη Βόρεια Ντακότα δεν χρειάζεται να εγγραφείς καθόλου.) Το να κάνουμε σκοπό μας την υιοθέτηση των δικαιωμάτων μας στην ψήφο- για να αναγκάσουμε τους πολιτικούς να μας ακούσουν όπως ακούν τους boomers-είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε για να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε το δικό μας New Deal.

Ή, όπως μου είπε ο Shaun Scott, ο συγγραφέας του Millennials and the Moments That Made Us: “Ή θα ασκήσουμε πολιτική ή θα την υποστούμε.”

Και είναι ακριβώς αυτό. Το, υπέρ των boomers, σύστημα που έχουμε κληρονομήσει δεν ήταν αναπόφευκτο και δεν είναι μη αναστρέψιμο. Υπάρχουν ακόμα επιλογές. Για τις γενιές που ήρθαν πριν από εμας, είναι το εάν πρέπει να πασάρουν κάποιες από τις ευκαιρίες που έχουν απολαύσει στη νεολαία ή να συνεχίσουν να της βάζουν εμπόδια. Από το 1989, ο μέσος πλούτος των οικογενειών με επικεφαλής κάποιον άνω των 62 ετών έχει αυξηθεί κατά 40%. Ο μέσος πλούτος των οικογενειών με επικεφαλής κάποιον κάτω των 40 ετών έχει μειωθεί κατά 28%. Boomers, από σας εξαρτάται: Θέλετε τα παιδιά σας να έχουν αξιοπρεπείς δουλειές και μέρη για να ζήσουν και γεράματα που δεν θα μοιάζουν με μυθιστόρημα του Ντίκενς; Ή θέλετε χαμηλότερους φόρους και περισσότερους χώρους στάθμευσης;

Τότε να η ευθύνη μας. Είμαστε συνηθισμένοι να αισθανόμαστε αβοήθητοι επειδή για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας έχουμε να αντιμετωπίσουμε τεράστιες δυνάμεις πέρα από τον έλεγχό μας. Αλλά πολύ σύντομα, θα κρατάμε τα ηνία. Και το ερώτημα, καθώς θα γερνάμε στην εξουσία, είναι αν τα παιδιά μας θα γράψουν αργότερα τα ίδιο άρθρο για εμάς. Μπορούμε να αφήσουμε την οικονομική μας υποδομή να συνεχίσει να αποσυντίθεται και να περιμένουμε να δούμε αν η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα μας προλάβει πριν πεθάνει το κοινωνικό μας συμβόλαιο. Ή μπορούμε να οικοδομήσουμε ένα δίκαιο μέλλον που να αντικατοπτρίζει τις αξίες και τα δημογραφικά στοιχεία μας και όλες τις ευκαιρίες που θα θέλαμε να είχαμε. Ίσως αυτό να ακούγεται αφελές, και ίσως είναι. Νομίζω όμως ότι είναι δικαίωμά μας.

Πηγή: http://g400.gr

© I for Interview team

Σε περίπτωση που επιλέξατε να αναδημοσιεύσετε κάποιο κείμενό μας στο δικό σας site, σας ευχαριστούμε ιδιαίτερα εκ των προτέρων για την προτίμηση! Ωστόσο,  να σας υπενθυμίσουμε το πόσο ευχάριστο και δίκαιο είναι να ακολουθούνται οι δεοντολογικοί κανόνες που ορίζουν τη σωστή και λειτουργική αναφορά στην αρχική  πηγή ( δλδ. αναγραφή πλήρους ονόματος του site μας και ενεργό link που ανακατευθύνει στο πρωτότυπο άρθρο). Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζετε τον κόπο και τη δουλειά μας και σας ευχαριστούμε διπλά!

Leave a Reply

Your email address will not be published.

*

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Φρέσκα άρθρα στο Mind Opener

Στην Κορυφή