Μην απορείς
πώς άλλωστε ;
Εχω μια φάτσα τσιμέντο
βλέπεις όλη τη πόλη πάνω μου
πως ταiριάζουν νεκροί και σκουπίδια
στην ίδια πρόταση
με την ίδια σειρά
όπως η δικαιοσύνη παραπονιέται για την αφόρητη ζέστη
σε στημένες δίκες
η ζωή καίει δεν ειναι για κάγκελα
παίρνεις θέση
κι ας έχουν χιονόπτυση τα πνευμόνια σου
κι ας έχει κάτσει το κρύο
κάτω απο τα νύχια
γιατί δεν κοιμούνται πια άνθρωποι
μόνο ερείπια
όπως δεν είπαμε ποτέ
“Κοιτα ψηλώνω πατέρα ”
ή όταν επρεπε να μάθουμε κολύμπι
κι απλώς σε πετούσαν μέσα
Η πρώτη φορά που κατανοείς
το ρήμα “ξέρω”
είναι εκείνη που σ έχουν αρπάξει απο το λαιμό
αλλά κάνεις τη πολυτέλεια στον εαυτό σου
να σκεφτείς ένα κορίτσι με μπούκλες
σ ασπρόμαυρο φόντο
να ψάχνεις σταθμούς στο νεκρόφωνο
και
να μη ξέρεις αν φτάνει η φωνή σου
εκει
θα μου πεις μικρό το κακό
όπως όταν γυρίζεις πλευρό
κι ελπίζεις ν ακουμπήσεις καπου
γιατί κάποιες φορές
ξεμένεις στις πτώσεις με μια κτητική που λείπει
μια γάτα που ζητιανεύει απέναντι
-γιατί η πείνα δεν έχει υπερηφάνεια –
κι εκείνο το “γντουπ” που δεν βρίσκεις τελικά
ειναι ο “Μπαμπούλας” στο δέρμα
έκτοτε βάζω συντεταγμένες
00´ 33″
για να συμπίπτει η ασυνέπεια μου
με όσα λέμε στην αρχή της κάθε εβδομάδας
ή όταν αργώ να περάσω τη διάβαση
στα μισά έχει ανάψει φανάρι
κι όλα χωράνε σε μια πανοραμική
όπως όταν λες ένα κορίτσι “υπέροχη”
αλλά λείπει το κίνημα απ’ το ντεκόρ
και τα φεστιβάλ θέλουν μπάντες με όνομα
γι αυτο και τό ρίξε στα σκυλάδικα
εγω στις φάρσες
κι έμεινα με
το κτίριο 15 της Καλών Τεχνών
να κοιτάζει με ειρωνεία .