fbpx

Όσα μάθαμε ψάχνοντας για εργασία

Εργαζόμενοι: το χρώμα που έχουν μέσα τους είναι γκρίζο

στo Χαρτοφύλακας

Θέλω να λαμβάνω τα νέα άρθρα του IforINTERVIEW με e-mail.

Στείλε μας την ιστορία σου

Εκατοντάδες εκατομμύρια κατάδικοι προχωρούν καθημερινά.  Στοιβάζονται σε αυτοκίνητα, τρένα, αεροπλάνα, γραφεία, καταστήματα, σχολεία και εργοστάσια.  Το χρώμα που τους περιβάλλει, γκρίζο.  Το χρώμα που έχουν μέσα τους, γκρίζο.  Ευτυχισμένοι μόνο όσοι έχουν έγχρωμη τηλεόραση…

Αυτούσιο απόσπασμα της  ομιλίας του Μίκη Θεοδωράκη που εκφωνήθηκε στο Διεθνές Συνέδριο «Ελεύθερων καλλιτεχνών», στη Δυτική Γερμανία, το 1987 και δημοσιεύθηκε ολόκληρη στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine. Η ομιλία κυκλοφόρησε το 1989 (εκδ. «Γνώσεις») με τίτλο:

 «Αντιμανιφέστο», υπότιτλος «Για τις ανθρωπομονάδες»

Μέρος ΙΙ (final part)

(Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ)

«Ο φυσικός ρυθμός και η φυσική αρμονία, από τα οποία έχει ανάγκη ο άνθρωπος, διαταράσσονται σφοδρά και από άλλους δύο κοινωνικούς καταναγκασμούς :  Tη βία και την πειθαρχία.  Πίσω από την επιβαλλόμενη εξωτερικά πειθαρχία, βρίσκεται πάντα η βία :  είτε άμεσα είτε σαν απειλή.  Και όταν λέμε βία, θα πρέπει να λέμε και φόβος.  Από κει και πέρα αρχίζει μια αλυσίδα καταπιεσμένων συναισθημάτων και ψυχικών τραυματισμών, που μας οδηγούν στην ανασφάλεια κι από κει στη μοναξιά.  Και είναι φοβερό πράγμα να νιώθει κανείς μόνος και ανασφαλής, μέσα σ’ έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο τερατώδης.  Το φοβισμένο και μοναχικό άτομο, είναι περιττό να πούμε πως έχει αδειάσει από ανθρωπομονάδες.  Η ανθρώπινη ενέργεια που διαθέτει είναι μηδέν.

Η πειθαρχία ξεκινάει με το πρωινό ξυπνητήρι, που σηματοδοτεί μια ατέλειωτη σειρά από πράξεις που πρέπει να γίνουν μέσα στη μέρα, μόνο και μόνο γιατί «έτσι πρέπει».  «Έτσι πρέπει», όμως, από ποιόν και για ποιόν;  Η βία και η πειθαρχία ξεκινούν μέσα από την ίδια την οικογένεια.  Από την υποταγή της γυναίκας στον άντρα.  Και των παιδιών στους γονείς.  Το μωρό μεγαλώνει με μια ατέλειωτη γκάμα από «μη» – από αρνήσεις, στερήσεις, απαγορεύσεις – που το προετοιμάζουν «για τη ζωή».  Όμως, ποιά ζωή;

grey education

Πρώτα απ’ όλα, για το Σχολείο.  Ας δούμε τι λέει ο Άλβιν Τόφλερ, σχετικά με την εκπαίδευση.

Η «κρυφή εκπαίδευση»

Καθώς η εργασία εγκατέλειπε τα χωράφια και τα σπίτια, τα παιδιά έπρεπε να προετοιμάζονται για τη ζωή στο εργοστάσιο.  Οι πρώτοι ιδιοκτήτες ορυχείων και εργοστασίων της εκβιομηχανιζόμενης Αγγλίας διαπίστωσαν – όπως έγραψε ο Άντριου Ουρ το 1835 – ότι ήταν «σχεδόν αδύνατο να μεταβάλουν άτομα που είχαν περάσει την ηλικία της εφηβείας, είτε προέρχονταν από αγροτικά ή χειρωνακτικά επαγγέλματα, σε χρήσιμα βιομηχανικά χέρια».  Αν ήταν δυνατό να προετοιμαστούν οι νέοι για το βιομηχανικό σύστημα, αυτό θα έλυνε σε μεγάλο βαθμό στη συνέχεια τα προβλήματα της βιομηχανικής πειθαρχίας.  Το αποτέλεσμα ήταν μια ακόμη βασική δομή των κοινωνιών του Δευτέρου Κύματος :  η μαζική εκπαίδευση.

Βασισμένη στο εργοστασιακό πρότυπο, η μαζική εκπαίδευση δίδασκε βασικά ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, λίγη ιστορία και άλλα θέματα.  Αυτή ήταν η «ανοικτή εκπαίδευση».  Αλλά κάτω απ’ αυτή υπήρχε μια αθέατη ή «κρυφή εκπαίδευση» που ήταν περισσότερο βασική.  Την αποτελούσαν – κι ακόμη την αποτελούν στα περισσότερα βιομηχανικά κράτη – τρία στάδια :  ένα για την ακρίβεια, ένα για την πειθαρχία κι ένα για τη συνεχή εργασία.  Η βιομηχανική εργασία χρειαζόταν εργάτες που θα εμφανίζονταν στην ώρα τους.  Χρειαζόταν εργάτες που θα έπαιρναν εντολές από μια διευθυντική ιεραρχία χωρίς πολλές ερωτήσεις.  Και χρειαζόταν άντρες και γυναίκες προετοιμασμένες να δουλέψουν στις μηχανές ή στα γραφεία, εκτελώντας κτηνωδώς δουλειές.  Έτσι από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, καθώς το Δεύτερο Κύμα κατάκλυζε τη μια χώρα μετά την άλλη, διαπίστωνε κανείς μια αδιάκοπη εκπαιδευτική πρόοδο :  τα παιδιά άρχιζαν το σχολείο σε όλο και μικρότερη ηλικία, το σχολικό έτος γινόταν όλο και μεγαλύτερο (στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκε κατά 35% από το 1878 μέχρι το 1956) και ο αριθμός των ετών της υποχρεωτικής εκπαίδευσης συνεχώς αυξανόταν.

Πώς είναι δυνατόν αυτό το ον (το ανθρώπινο) να το κλείσεις, και μάλιστα εθελοντικά, μέσα σ’ ένα γραφείο, να το βάλεις να κάθεται μπροστά σε μια γραφομηχανή, όπου με τα δυο του χέρια να γράφει κείμενα που δεν το αφορούν;

Η μαζική δημόσια εκπαίδευση ήταν καθαρά ένα ανθρωπιστικό βήμα προς τα μπρος.  Όπως διακήρυξε μια ομάδα μηχανικών και εργατών στην πόλη της Νέας Υόρκης το 1829 «μετά από τη ζωή και την ελευθερία, θεωρούμε την εκπαίδευση σαν τη μεγαλύτερη ευλογία που γνώρισε ποτέ το ανθρώπινο γένος».  Ωστόσο, τα σχολεία του Δευτέρου Κύματος μετέτρεψαν τη μια μετά την άλλη τις γενιές των νέων σε πειθαρχημένη εργατική δύναμη του τύπου που χρειαζόταν η ηλεκτρομηχανική τεχνολογία.

Συνδυαζόμενα, η πυρηνική οικογένεια και το σχολείο εργοστασιακού τύπου αποτελούσαν μέρος ενός ολοκληρωμένου συστήματος για την προετοιμασία των νέων ώστε ν’ αναλάβουν τους ρόλους τους στη βιομηχανική κοινωνία.  Και απ’ αυτήν την άποψη, οι κοινωνίες του Δευτέρου Κύματος, καπιταλιστικές ή κομμουνιστικές, βόρειες ή νότιες, ήταν όλες όμοιες».

Εγώ θα προσέθετα, ότι η σύγχρονη εκπαίδευση, εκτός από όσα μας λέει ο Τόφλερ, δηλαδή την αγωγή και την ακρίβεια, την πειθαρχία, τη συνεχή εργασία, την υποταγή στις εντολές που έρχονται από τη διευθυντική ιεραρχία και την προετοιμασία για τις «κτηνώδεις» δουλειές, προετοιμάζει τους μέλλοντες «στρατιώτες της παραγωγής» και για το άχρηστο.  Τους διδάσκουν να κάνουν εργασίες εντελώς αδιάφορες και άχρηστες, με την έννοια ότι δεν έχουν καμιά σχέση με τη φύση και τις ανάγκες (κυρίως πνευματικές και ψυχικές) και τις δυνατότητες της ανθρώπινης προσωπικότητας.

Ένα ανθρώπινο ον αποτελεί αυτό καθεαυτό ένα θαύμα της δημιουργίας.  Είναι προικισμένο με φοβερά δώρα :  σώμα, χέρια, πόδια, όραση, ακοή, όσφρηση και, κυρίως, σκέψη και κρίση.  Έχει συναισθήματα.  Φαντασία.  Και νιώθει βαθιά μέσα του την ανάγκη της δημιουργίας.  Αυτό το ον – το τόσο προικισμένο – είναι έτοιμο να τρέξει μέσα στη ζωή, να χαρεί, να δει, να γνωρίσει, ν’ αγαπήσει.

Πώς είναι δυνατόν αυτό το ον να το κλείσεις, και μάλιστα εθελοντικά, μέσα σ’ ένα γραφείο, να το βάλεις να κάθεται μπροστά σε μια γραφομηχανή, όπου με τα δυο του χέρια – που για να γίνουν και να λειτουργήσουν όπως λειτουργούν χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια βιολογικής εξέλιξης – να γράφει κείμενα που δεν το αφορούν;  Αυτό το θαύμα το πραγματοποιεί η πειθαρχία στο σπίτι και στο Σχολείο.  Το κατορθώνει η «μαζική εκπαίδευση».

Όσο γράφω αυτές τις γραμμές, νιώθω ν’ ακούγεται όλο και πιο πολύ το ερώτημα :  «Μα, τέλος πάντων, πώς θα ζήσει η κοινωνία αν λείψει η πειθαρχία και αν λείψουν όλες αυτές οι αδιάφορες έως κτηνώδεις εργασίες;».

Να ένα κολοσσιαίο πεδίο για έρευνα.  Δηλαδή, γιατί χρειάστηκαν έως σήμερα όλες αυτές οι θυσίες, και αν και πόσο μας ωφέλησαν.  Ας θυμηθούμε μόνο τα παιδιά των 10-12 χρόνων που τα κατέβαζαν στα ορυχεία της Αγγλίας και τα δένανε με σχοινιά, για να τραβούν τα καρότσια που ήταν φορτωμένα με κάρβουνο, επί 14 ώρες την ημέρα.  Όσα επιχειρήματα κι αν ακουστούν για τη λογική της «ανθρώπινης προόδου», εμένα προσωπικά δεν θα με πείσουν ποτέ πως για να πάει η ανθρωπότητα, δήθεν, μπροστά, θα πρέπει να βασανίζουμε τα παιδιά.

(…)

Destitute children 1984

 Όμως το συμπέρασμα έχει ήδη βγει :

ο άνθρωπος όχι μόνο δεν γίνεται αυτό που λέμε «άνθρωπος», αλλά η καθημερινότητα τον καταδικάζει να γίνεται όλο και περισσότερο «φυτό».  Όχι με την έννοια του δέντρου, που στο κάτω κάτω χαίρεται αυτό που είναι – φτάνει να μην το αγγίζουν οι άνθρωποι -, αλλά ενός όντος ανώτερου που το υποχρεώνουν να μη χρησιμοποιεί τα θεία δώρα της δημιουργίας :  Το υπέροχο σώμα, τον μοναδικό νου και τον ψυχικό κόσμο, που δεν θα τον βρούμε σε κανένα άλλο γήινο πλάσμα, παρά μόνο στον άνθρωπο.

Ώστε η λεγόμενη εξέλιξη, οι λεγόμενες προηγμένες χώρες, δημιουργούν σήμερα θλιβερά όντα.  Ουσιαστικά εθελοντές στρατιώτες εφ’ όρου ζωής, κατάδικους διά βίου, δεμένους στο μαγγανοπήγαδο της παραγωγής.  Πειθαρχημένους και καταφοβισμένους γονείς, παιδιά, καθηγητές και μαθητές, αξιωματικούς και στρατιώτες, ιδιοκτήτες και εργαζόμενους.

Εκατοντάδες εκατομμύρια κατάδικοι προχωρούν καθημερινά.  Στοιβάζονται σε αυτοκίνητα, τρένα, αεροπλάνα, γραφεία, καταστήματα, σχολεία και εργοστάσια.  Το χρώμα που τους περιβάλλει, γκρίζο.  Το χρώμα που έχουν μέσα τους, γκρίζο.  Ευτυχισμένοι μόνο όσοι έχουν έγχρωμη τηλεόραση…

Μερικοί πιστεύουν πως μέσα στις συνθήκες μιας σύγχρονης – προηγμένης τεχνολογικά – κοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του φόρτου και των καταναγκασμών που δέχεται καθημερινά ο εργαζόμενος, ο ανώτατος χρόνος κοινωνικής εργασίας δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες.  Πολλά τεστ έχουν αποδείξει ότι μετά τις τέσσερις ώρες συνεχούς εργασίας μειώνεται η δύναμη του εργαζόμενου.  Στις υπόλοιπες τρεις ή τέσσερις ώρες, η προσφορά του ισοδυναμεί με λιγότερο από μισή ώρα πραγματικής απασχόλησης.

Έχουμε λοιπόν μερικές δεκάδες εκατομμύρια, στην Ευρώπη, που εργάζονται εντατικά το πρώτο τετράωρο, ενώ στον υπόλοιπο χρόνο δεν αποδίδουν ή αποδίδουν λίγα πράγματα, παραμένοντας εν τούτοις υποχρεωτικά καθηλωμένοι στους χώρους δουλειάς.  Από την άλλη πλευρά έχουμε 12-17 εκατομμύρια ανέργους που μένουν στο σπίτι τους, χωρίς να εργάζονται.  Η Δυτική Γερμανία τους δίνει 60 δισ. μάρκα αποζημίωση, για να μη δουλεύουν.  Ποιός τα δίνει;  Οι κεφαλαιούχοι, αφού τελικά αυτούς εξυπηρετεί η στρατιά των ανέργων;  Σαν εφεδρεία και σαν απειλή επάνω στους εργαζόμενους να μη ζητούν πολλά;  Όχι!  Η αποζημίωση επιβαρύνει ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο!  Δηλαδή οι ίδιοι οι εργαζόμενοι πληρώνουν τους ανέργους, για να είναι φρόνιμοι και λογικοί απέναντι στο Κεφάλαιο…

Ερώτησα στο Τύμπιγκεν, κατά τις εργασίες του Α΄ Συνεδρίου «Κουλτούρα της Ειρήνης», έναν υπεύθυνο των γερμανικών συνδικάτων, σε δημόσια συζήτηση :
«Γιατί μ’ αυτά τα 60 δισ. μάρκα δεν ζητάτε να συμμετέχουν οι σημερινοί άνεργοι στην παραγωγή;  Ας δουλεύουν λιγότερο, αφού η αποζημίωση δεν καλύπτει ένα πλήρες μεροκάματο.  Ας εργασθούν λ.χ. δύο ώρες. Με τον όρο όμως αυτές οι δύο ώρες να αφαιρεθούν από τους υπόλοιπους.  Όχι φυσικά σε όφελος των ιδιοκτητών.  Αλλά των ίδιων των εργαζομένων.

Με άλλα λόγια, αν οι σημερινοί άνεργοι με την αποζημίωση των 60 δισ. οφείλουν να εργασθούν δύο ώρες την ημέρα, οι υπόλοιποι εργαζόμενοι να δουλέψουν 4, 5, 6 ώρες, ανάλογα με το πόσο δουλεύουν σήμερα.  Εφόσον είναι το κοινωνικό σύνολο που επιβαρύνεται, ας είναι λοιπόν το κοινωνικό σύνολο που θα ωφελείται, από τη μερική συμμετοχή των σημερινών ανέργων στην παραγωγή».

«Όχι», μου απάντησε.  «Δεν δεχόμεθα να υπάρχουν εργάτες που να δουλεύουν λιγότερο και να πληρώνονται λιγότερο…».

(…)

Επομένως,  για να πάμε στη ρίζα του κακού χρειάζεται να μελετήσουμε και να εκπονήσουμε δύο μοντέλα :  ένα μοντέλο μιας εντελώς νέας παιδείας, ανθρωποκεντρικής.  Και ένα μοντέλο μιας νέας κουλτούρας, που να σπάει τα φτιαχτά σύνορα που τη χωρίζουν σε ελιτίστικη και λαϊκή, δηλαδή μιας σύγχρονης ενιαίας κουλτούρας, που από τη μια μεριά να συμφιλιώσει τον σύγχρονο πολίτη με την παγκόσμια πνευματική – καλλιτεχνική κληρονομιά κι από την άλλη να του δώσει τη δυνατότητα να ταυτιστεί με μια σύγχρονη πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία – τελετουργία, που να τον εκφράζει απολύτως.

(…)

Όταν λέω «παιδεία ανθρωποκεντρική» εννοώ φυσικά να μεταθέσουμε τον κύριο άξονα και, από παιδεία που πρέπει να κατασκευάζει πειθαρχημένους, καταπτοημένους και ανασφαλείς στρατιώτες της παραγωγής, να γίνει παιδεία που να προσπαθεί να δημιουργεί όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένους, άφοβους, αυτοπειθαρχημένους και δημιουργικούς πολίτες.  Είναι περίεργο που στα σχολεία μας δεν διδάσκεται η κοινωνική συμπεριφορά.  Το παιδί δεν προετοιμάζεται ούτε για την κοινωνική ζωή, τις σεξουαλικές σχέσεις, τη θέση του μέσα στον κόσμο που θα ζήσει.  Όπως δεν διδάσκεται η αληθινή δύναμη του ανθρώπου που είναι η πνευματική του δημιουργία.

Ενώ η ανθρώπινη ιστορία σέρνεται από τέσσερις ατμομηχανές :  τη Φιλοσοφία, την Επιστήμη, την Τέχνη και την Πολιτική, στα σχολεία μας τα παιδιά μαθαίνουν πως η ιστορία του ανθρώπινου γένους είναι μόνο ιστορία πολέμων, επαναστάσεων, και καταστροφών που προκαλούν οι άνθρωποι στους ανθρώπους.  Είναι η ιστορία της ανθρώπινης εξουσίας στις χίλιες δυο μεταμορφώσεις της, στις χίλιες δυο συγκρούσεις της μιας Εξουσίας με την άλλη.  Έτσι σχηματίζεται σιγά σιγά μέσα στα παιδιά μας η ανάγκη της βίας σανμια δεύτερη φύση.  Αφού όλα είναι πόλεμος, αφού όλα είναι βία, πρέπει να φοβάμαι τη βία, σκέφτεται το παιδί ή πρέπει να μάθω να χρησιμοποιώ τη βία.  Πράγματι, η ιστορία των ανθρώπων, όπως διδάσκεται, καταλήγει στην εικόνα μιας ζούγκλας μέσα στην οποία έζησαν κατά τύχη μερικοί μεγάλοι φιλόσοφοι, ποιητές, επιστήμονες.

(…)

Ναι, το Σχολείο πρέπει να μας προετοιμάζει ώστε να είμεθα ωφέλιμοι στην παραγωγική προσπάθεια της κοινωνίας.  Όχι όμως δούλοι της παραγωγής.  Όχι πειθαρχημένους κάτω από τη σκιά της Εξουσίας, της βίας και της ανασφάλειας, στρατιώτες, μυρμήγκια μέσα στους χώρους της παραγωγής, αλλά αυτοπειθαρχημένους, ελεύθερους, ξεκούραστους και ψυχικά – πνευματικά και σωματικά ακέραιους και ολοκληρωμένους ανθρώπους, που συνειδητά μοιράζονται τον συνολικό κοινωνικό μόχθο, γιατί έτσι πρέπει να γίνει.

Γιατί υπάρχουν εργασίες, κοπιαστικές, βρόμικες, κτηνώδεις, μονότονες, που όμως πρέπει να γίνουν.  Η πόλη δεν μπορεί να ζήσει με τα σκουπίδια.  Οι δρόμοι πρέπει να ξεπλυθούν απ’ τις λάσπες.  Τα κτίρια και τα σπίτια να καθαρίσουν.  Στα εργοστάσια κάποιοι θα πρέπει να σερβίρουν, κάποιοι να μαγειρεύουν και κάποιοι να πλύνουν τα πιάτα και να σκουπίσουν.  Άλλοι θα σκάψουν για να μπουν καλώδια και αποχετευτικοί σωλήνες.  Πολλοί   θα   πρέπει  να  χτυπούν  στις  γραφομηχανές αδιάφορα  γι΄ αυτούς κείμενα.

Πρέπει να υπάρχουν εργαζόμενοι που θα μας μεταφέρουν.  Ταξιτζήδες, αεροπόροι, αεροσυνοδοί, οδηγοί αυτοκινήτων και τρένων.  Άλλοι θα μεταφέρουν εμπορεύματα.  Ναι, θα υπάρχουν βαριές και μονότονες δουλειές.  Ιδιαίτερα στα εργοστάσια, στους αγρούς, μέσα στη γη, στα εργαστήρια.

Το πρόβλημα είναι ότι μια κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της δεν μπορεί να καταδικάσει έναν πολίτη σε ισόβια καταναγκαστικά έργα, όπως είναι, λ.χ., επάγγελμα σκουπιδιάρης, λαντζέρης, σερβιτόρος, δακτυλογράφος, καθαρίστρια, ταξιτζής, διανομέας, ανθρακωρύχος δηλαδή σ’ αυτές τις απασχολήσεις που ονομάσαμε πιο πολύ κτηνώδεις.
Καταρχήν δεν πρόκειται για επαγγέλματα για τα οποία χρειάζονται μακροχρόνιες σπουδές και γνώσεις.  Είναι στην ουσία αυτά που λέμε στο στρατό και στις φυλακές, αγγαρείες.   Και τι κάναμε εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι;  Μοιραζόμασταν όλοι ανεξαιρέτως όλες τις εργασίες – αγγαρείες από τις οποίες εξαρτιόταν η καθαριότητα, η τροφοδοσία και γενικά οι βασικές ανάγκες των κρατουμένων.  Δεν σκεφτήκαμε ποτέ πως ορισμένοι από μας δεν θα ’καναν τίποτε άλλο όλη τη μέρα από το να καθαρίζει ένας τους θαλάμους, ο άλλος να πλένει τις τουαλέτες κι ο τρίτος να φροντίζει για τις τροφές.

«Ελεύθερος χρόνος;  Τι είναι αυτό;»…  Γιατί σε όλα τα χρόνια των σπουδών του κανείς δεν του μίλησε για ελεύθερο χρόνο.  Του είπαν πως η μοναδική κοινωνική αξία είναι η εργασία και ότι όλα λειτουργούν γύρω απ’ αυτήν. Του έμαθαν ότι ο άνθρωπος δεν εργάζεται για να ζήσει, αλλά ζει για να εργάζεται.

Η κοινωνία που δέχεται την ύπαρξη αυτών των δήθεν επαγγελμάτων, αδιάφορα πως ονομάζεται, παραμένει κοινωνία βαρβάρων.  Γιατί, αντί να επιβάλλει τη μόρφωση και την πραγματική επαγγελματική κατάρτιση σε όλα τα μέλη της, αφήνει επίτηδες έναν αριθμό από πολίτες, ακόμα κι αν παραδεχτούμε πως υπάρχουν πολίτες με ελαττωμένη νοημοσύνη, να παραμένουν αναλφάβητοι, αμόρφωτοι και επαγγελματικά ανίκανοι, ώστε να τους καταδικάζει, χωρίς δικαστήριο και μάλιστα με τη δική τους θέληση, σε εργασίες δια βίου που μόνον υποζύγια θα ήσαν ενδεδειγμένα να πραγματοποιήσουν, αν διέθεταν την ανατομία του ανθρώπου.

Αν δηλαδή δεν είναι δυνατόν να έχουμε ένα μουλάρι – σκουπιδιάρη είναι γιατί το μουλάρι δεν μπορεί να πιάσει τον σκουπιδοντενεκέ, δεν έχει χέρια για να σκουπίσει, δεν έχει την ανθρώπινη αντίληψη για να ξέρει από πού και πώς θα πάρει τα σκουπίδια για να τα πάει πού και με ποιό μέσον.  Μ΄ άλλα λόγια, ο άτυχος σκουπιδιάρης καταδικάζεται σ’ αυτήν την ισόβια ποινή γιατί η φύση του δώρισε ορισμένα όργανα επιπλέον απ’ το μουλάρι.  Και ποιά όργανα είναι αυτά;  Ο νους, το σώμα, τα χέρια, η αντίληψη και η κρίση.  Με άλλα λόγια, πολύτιμα δώρα, μοναδικά, κατακτήσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα όντα, που όμως η κοινωνία χρησιμοποιεί τόσο όσο να τον αναγκάσει να κάνει ελάχιστα περισσότερα απ’ όσα θα έκανε ένα ζώο.

Τι θα γίνει λοιπόν μ’ αυτές τις απασχολήσεις – αγγαρείες;  Είτε θα πρέπει να τις μοιράζονται όλα τα μέλη της κοινωνίας είτε, αν θα πρέπει να απασχολούνται μόνο ορισμένοι μ’ αυτές, θα πρέπει η απασχόλησή τους να έχει την ελαχιστότερη δυνατόν διάρκεια, να έχουν μια δεύτερη κύρια απασχόληση, πραγματικά επαγγελματική.  Επίσης, γι’ αυτήν την «κτηνώδη» εργασία να υπάρχει ένα ειδικό πριμ και να είναι εθελοντική, από την άποψη ότι δεν θα πρέπει να είναι κανείς αναγκασμένος – καταδικασμένος να την κάνει.  Και κυρίως θα πρέπει να διαγραφούν όλες αυτές οι αγγαρείες από τη λίστα των επαγγελμάτων.  Γιατί επάγγελμα υπηρέτηςβρόμικων, επικίνδυνων, ανθυγιεινών και αποκτηνωτικών αγγαρειών είναι σαν να λέγαμε επάγγελμα δούλος.  Αυτή είναι η ουσία και η αλήθεια.

Ζούμε σε μια κοινωνία που ξανάφερε τη δουλεία από την πίσω πόρτα.  Το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι σύγχρονοι δούλοι διαπληκτίζονται συχνά για να μπούνε στα δεσμά (διαφορετικά θα πέθαιναν από την πείνα), θα πρέπει νομίζω να μας κάνει να ντρεπόμαστε αντί να ρίχνουμε στάχτες πάνω στην ένοχή μας συνείδηση, όπως γίνεται σήμερα.  Όμως, αυτή η «ένοχη συνείδηση», δεν λειτουργεί μαζικά.  Έχει φροντίσει γι’ αυτό η δημόσια παιδεία που, όπως είδαμε, έχει σαν κεντρική αποστολή τη δημιουργία του αυριανού στρατού της παραγωγής.

Όταν όμως λέμε στρατό, αμέσως αμέσως σκεφτόμαστε τη στρατιωτική ιεραρχία.  Η ιεραρχία, λοιπόν, είναι το πρώτο πράγμα που μαθαίνει καλά ο μαθητής.  Του λένε :  Η κοινωνία μέσα στην οποία θα ενταχθείς για να εργαστείς, είναι μια αδιάκοπη πάλη για μια καλύτερη θέση.  Πρόσεξε!  Υπάρχουν πολλοί στρατιώτες.  Όμως, εσύ, φρόντισε ν’ ανέβεις.  Να γίνεις υπαξιωματικός, αξιωματικός, μέλος του επιτελείου, στρατηγός, αρχιστράτηγος.  Για το λόγο αυτό πρέπει να έχεις υπόψη σου συνεχώς ότι θα πρέπει να εργάζεσαι καλά, να μορφώνεσαι επαγγελματικά, για να είσαι πάντα ανταγωνιστικός, και για να βγαίνεις νικητής μέσα απ’ την πάλη.  Όμως δεν φτάνει αυτό.  Πρέπει συνεχώς να κοιτάζεις ψηλά και μπροστά.  Να πατάς επάνω σε ό,τι βρεις και φυσικά επάνω στους άλλους για να ανέβεις.  Μην ξεχνάς ότι πάντα ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Επομένως, είναι το πιο φυσικό των πραγμάτων, αν για να πετύχεις το δικό σου στόχο αναγκάστηκες να παραμερίσεις, να τσαλαπατήσεις και να μειώσεις πολλούς άλλους.  Άλλωστε, όλοι είναι ανταγωνιστές σου.  Ζεις μέσα σε μιαν ανταγωνιστική, «ελεύθερη» κοινωνία, στην οποία θριαμβεύει παντού και πάντα ο νόμος του ισχυροτέρου.

(…)

Πιστεύω πως όλες αυτές οι καλά κουρδισμένες μηχανές, που προορίζονται τελικά να εξυπηρετήσουν την παραγωγική διαδικασία, έχουν αδειάσει πριν καλά καλά ξεκινήσουν για τη ζωή από το μέγιστο μέροςανθρωπομονάδων.  Από το σύνολο των αξιών που συνθέτουν τον άνθρωπο, μόνο το τμήμα εκείνο που τους βοηθά ώστε να προσαρμοστούν και να επικρατήσουν μπαίνει σε λειτουργία, ενώ το υπόλοιπο μένει σε αδράνεια.
Έτσι, αν για μια στιγμή έλεγε κάποιος σ’ αυτόν τον μαχητή – δρομέα της παραγωγής :  «Σταμάτησε να πάρεις μιαν ανάσα!  Δεν χρειάζεται πια να δαπανάς τόσες δυνάμεις καθημερινά στη δουλειά σου.  Έχεις ελεύθερο χρόνο!».  Αυτός θα τον κοιτάξει με ορθάνοιχτα μάτια λες και βλέπει κάποιον Αρειανό ρωτώντας με απορία :  «Ελεύθερος χρόνος;  Τι είναι αυτό;».  Kαι με το δίκιο του.  Γιατί σε όλα τα χρόνια των σπουδών του κανείς δεν του μίλησε για ελεύθερο χρόνο.  Του είπαν πως η μοναδική κοινωνική αξία είναι η εργασία και ότι όλα λειτουργούν γύρω απ’ αυτήν.  Του έμαθαν ότι ο άνθρωπος δεν εργάζεται για να ζήσει, αλλά ζει για να εργάζεται.

(…)

Όπως είναι γνωστό, τα μερμήγκια δεν τραγουδούν.  Το ίδιο κι αυτή η γκρίζα στρατιά των εργαζομένων στις σύγχρονες κοινωνίες λίγες σχέσεις έχει με την πνευματική διάσταση της ανθρώπινης φύσης.  Δουλεύουν μυϊκά και λογικά, ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες της παραγωγής που παίρνει όλο και περισσότερο τεχνολογική μορφή.

(…)

Μπορεί να προχωρήσουμε ακόμα παραπέρα λέγοντας ότι πραγματικά δημοκρατικό καθεστώς και πραγματική κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη υπάρχει όταν ο κάθε εργαζόμενος βοηθιέται από το κοινωνικό σύνολο για να δημιουργεί και να διατηρεί μέσα του το αναγκαίο ελάχιστο σε ανθρωπομονάδες, ώστε να μπορεί να απολαμβάνει τα αγαθά της ζωής, της φύσης και του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ας δούμε τώρα μια σειρά σχέσεων – στην ουσία, σχέσεων βίας – που συντείνουν στο σπάσιμο της αρμονίας και του φυσικού ρυθμού και επομένως μειώνουν ή και καταστρέφουν τελείως μέσα μας τις ανθρωπομονάδες.  Αδειάζουν από ανθρωπομονάδες :

  • Tόσο ο εξουσιαστής όσο και ο εξουσιαζόμενος.
  • Τόσο ο αποφασίζων όσο και ο εκτελών.
  • Τόσο ο νομοθετών όσο και ο νομοθετούμενος.
  • Τόσο ο διατάσσων όσο και ο διατασσόμενος.
  • Τόσο ο δοξάζων όσο και ο δοξαζόμενος.
  • Τόσο ο φοβίζων όσο και ο φοβούμενος.
  • Τόσο ο αδικών όσο και ο αδικούμενος.
  • Τόσο ο υποτάσσων όσο και ο υποτασσόμενος.
  • Τόσο ο υβρίζων όσο και ο υβριζόμενος.
  • Τόσο ο εκμεταλλευτής όσο και ο εκμεταλλευόμενος.
  • Τόσο ο υπηρετών όσο και ο υπηρετούμενος
  • Τόσο ο «εγκεφαλοπλένων» όσο και ο «εγκεφαλοπλυνόμενος».
  • Τόσο ο κατατάσσων όσο και ο κατατασσόμενος.
  • Τόσο ο επιτιθέμενος όσο και ο προσβαλλόμενος.
  • Τόσο ο βασανίζων όσο και ο βασανιζόμενος.

Νομίζω ότι μέσα σ’ αυτές τις σχέσεις βλέπουμε τον καθρέφτη της σύγχρονης κοινωνίας.  Σχέσεις υποταγής.  Σχέσεις βίας.  Σχέσεις πειθαρχίας.  Για να εξυπηρετηθούν οι εξουσιαστές και ο βασικός νόμος των βιομηχανικών χωρών, μέσα στις οποίες η παραγωγή για την παραγωγή έχει αντικαταστήσει τα ξόανα και τα ταμπού των θρησκευτικών δοξασιών στις πρωτόγονες φυλές του ανθρώπινου γένους.

Συγχρόνως, αυτές οι σχέσεις, είτε είναι εκ των άνω προς τα κάτω είτε εκ των κάτω προς τα άνω, εξαφανίζουν μέσα από τους πολίτες τις αναγκαίες ανθρωπομονάδες για να απολαύσουν τη ζωή τους.  Για να επικοινωνήσουν δημιουργικά με τους άλλους, με τη φύση, με τη ζωή, με την πνευματική δημιουργία και έτσι να ολοκληρωθούν σαν άνθρωποι και να ευτυχήσουν.  Είδαμε ότι αυτή η πυραμιδική σχέση διδάσκεται στα παιδιά μας παντού :  μέσα στην οικογένεια, μέσα στο σχολείο, στο γραφείο, στο εργοστάσιο, στο μαγαζί, στο εργαστήριο…  Παντού!

Έτσι, η βιομηχανική κοινωνία δημιουργεί άδειους ανθρώπους.  Οπότε οδηγούμαστε προς το θάνατο του πολιτισμού όπως τον γνωρίσαμε έως σήμερα.  Ίσως γι αυτό το λόγο υπάρχουν μερικοί φιλόσοφοι που ισχυρίζονται ότι η Τέχνη θα πάψει να είναι απαραίτητη στον άνθρωπο.  Δεν ξέρω αν θα είναι η Τέχνη απαραίτητη στον άνθρωπο.  Πάντως αν δεν γίνουν ριζικές αναθεωρήσεις, αλλαγές στην οργάνωση της ζωής μας, είναι βέβαιο ότι η Τέχνη δεν θα έχει κανένα λόγο ύπαρξης.  Γιατί η Τέχνη προϋποθέτει διάλογο.  Ο διάλογος εκπορεύεται από την ανάγκη του δημιουργού να εκφραστεί με αισθητικά μέσα καθώς και την ανάγκη του λαού να αποδεχθεί αυτές τις αισθητικές προτάσεις σαν τροφή του ψυχικού και πνευματικού του κόσμου.  Όταν όμως αυτός ο κόσμος πάψει να υπάρχει, θα σταματήσει παράλληλα και η αναγκαιότητα μιας τέτοιας επικοινωνίας.

Ήδη σήμερα, η καταστροφή των ανθρωπομονάδων μέσα στο σύνολο σχεδόν των εργαζομένων έχει απωθήσει την Τέχνη στην τελευταία σειρά των αναγκαιοτήτων του σύγχρονου πολίτη.  Έτσι φτάνουμε στην ανάγκη για ένα νέο μοντέλο κουλτούρας, που θα προσπαθήσει να γεμίσει το χάσμα που γεννά μέσα μας η σημερινή κατάσταση πραγμάτων. »

www.mikistheodorakis.gr

© I for Interview team

Σε περίπτωση που επιλέξατε να αναδημοσιεύσετε κάποιο κείμενό μας στο δικό σας site, σας ευχαριστούμε ιδιαίτερα εκ των προτέρων για την προτίμηση! Ωστόσο,  να σας υπενθυμίσουμε το πόσο ευχάριστο και δίκαιο είναι να ακολουθούνται οι δεοντολογικοί κανόνες που ορίζουν τη σωστή και λειτουργική αναφορά στην αρχική  πηγή ( δλδ. αναγραφή πλήρους ονόματος του site μας και ενεργό link που ανακατευθύνει στο πρωτότυπο άρθρο). Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζετε τον κόπο και τη δουλειά μας και σας ευχαριστούμε διπλά!

Leave a Reply

Your email address will not be published.

*

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Φρέσκα άρθρα στο Χαρτοφύλακας

Στην Κορυφή