Του Χρήστου Διαμάντη
Άσε την πόλη στο ρυθμό της κι εσύ στο δικό σου αδερφέ μου
Πάλι ήμουν ταπί και ψύχραιμος κι όμως ένιωθα καλά. Επειδή ο ήλιος ήταν ψηλά! Αλλά αυτή τη φορά μου συνέβη να βρίσκομαι στην πιο ζόρικη συνοικία της Πατησίων. Κι ο Τ., στέλεχος της τάδε διαφημιστικής εταιρείας, με οδήγησε σ’ ένα απ΄όλα αυτά τα ασπρογκρί “βρόμικα” κτίρια, με τα πρώτα, παλιά πλέον, αλουμινένια παράθυρα και τα σχεδόν κατακόρυφα σκαλοπάτια στο εσωτερικό τους.
Ήταν προχθές, Δευτέρα πρωί. Περίμενα λεφτά από κάτι φωτογραφίες, κάτι υπόλοιπα, δηλαδή, επειδή είχα πάρει προκαταβολή για κάτι “πρόστυχα γυμνά” που είχα φωτογραφίσει. Εν τω μεταξύ ο πελάτης, ο boss, μου είχε στείλει ένα μέιλ γεμάτο μπούρδες και πόσο ευχαριστημένος έμεινε. Το στέλεχος, αντί να με εξοφλήσει, άρχισε να μου λέει για τον boss, πόσο γυναικάς είναι και ότι έχουν προβλήματα οικονομικά στην εταιρεία, μεταξύ τους και με τους συνεργάτες, κυρίως όμως με τις γυναίκες, γιατί ο boss τραβάει χρήματα από την επιχείρηση για να πίνει και να γαμάει. Να κάνω υπομονή και θα πληρωθώ. Και μόλις πετάξουν αυτόν το μαλάκα έξω, τότε… κάποιος χτύπησε το κουδούνι.
Ο κύριος που μπήκε μόλις άνοιξε η πόρτα ζύγιζε περίπου εκατόν τριάντα κιλά και τα μάτια του ήταν πολύ μικρά. “Να σας γνωρίσω, είναι ο δικηγόρος μας”, μου απευθύνθηκε κλείνοντάς μου το μάτι. Και τότε κατάλαβα πώς δεν θα΄παιρνα μία και θα΄πρεπε να φύγω. Κι έφυγα. Απλήρωτος. Κι είχα ένα ευρώ και τριανταπέντε λεπτά, παρά δεκαπέντε λεπτά θα έπαιρνα καφέ, αλλά ο ήλιος ήταν ψηλά. Στην 3ης Σεπτεμβρίου θα με οδηγούσε ο δρόμος κι αμέσως θα βρισκόμουν έξω από ένα ανοιχτό παράθυρο. Κοίταξα μέσα. Η γειτονιά είχε αλλάξει κι έπειτα, όπως κάνουν οι γειτονιές και οι καρδιές, ξαναγέμισαν πάλι με καινούριους ανθρώπους, μελαμψά πρόσωπα τα πιο πολλά, που μιλάνε γλώσσες διαφορετικές κι ακατανόητες. Μα σου χαμογελάνε. Αναρωτήθηκα αν η παιδική ηλικία είναι πατρίδα. Για μένα σίγουρα, όμως. Η γειτονιά είναι κάτι που ασυνείδητα κουβαλάω μαζί μου. Ταξίδια στο χώρο-χρόνο και στα όνειρα.
Συνεχίζοντας, 3ης Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου γωνία είχε διαδηλωτές, που ξαπόσταιναν καπνίζοντας, άλλος πίνοντας καφέ κι άλλος με το βλέμμα στραμμένο στο κινητό του. Τα πλακάτ και τα πανό βρίσκονταν δίπλα τους, ακουμπισμένα πρόχειρα. Τραγική εικόνα, σκέφτηκα και προσπέρασα. Χαμένος ακόμα ήμουν και σταμάτησα σ΄ ένα απ΄αυτά τα coffee go, που πουλάνε τον καφέ ένα ευρώ και πήρα έναν. Απ΄έξω μια γυναίκα καθιστή στο πεζοδρόμιο, με την πλάτη στον τοίχο, έπλεκε με τις βελόνες πουλόβερ για τα παιδιά της. Και τα δυο – κάτω των δέκα χρόνων – παιδιά , αμολημένα γύρω της, έπαιζαν κι εκείνη έπλεκε ώρες. Μπροστά της είχε τοποθετήσει ένα φθηνό διάφανο στρογγυλό μπολάκι κι ένα χαρτί που έγραφε “ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΕ” και που είχε γράψει πάνω μόνη της με ένα bic στυλό, που βρισκόταν κι αυτός μέσα στο μπολ. Περνούσε το νήμα και κάθε τόσο φώναζε τα παιδιά της,μετρούσε πάνω τους το μέγεθος, πού να κόψει τον ώμο, το μανίκι, το λαιμό. Και σιωπή. Άμοιρη αλλά θαυμαστή Μάνα. Το “σύνηθες” θα ήταν να γινόταν δραματική και με τη μέθοδο της παπαγαλίας στον καθένα περαστικό να προσδοκά, κι έπειτα να κατηγορεί και να βρίζει άλλους για την τύχη της. Δηλαδή το συνηθισμένο. Κατευθύνθηκα προς τη στάση ΗΣΑΠ Βικτώρια και κατέβηκα τις σκάλες, οι οποίες με κύλησαν κάτω από την πόλη. Κάτω μια τεράστια ουρά σχηματιζόταν και μεγάλωνε με ανθρώπους σχεδόν υπνωτισμένους. Ανθρώπους που περίμεναν να βγάλουν κάρτα και τα κρυφά μεγάφωνα ηχούσαν από μια άγνωστη φωνή – πηγή, που τους έδινε οδηγίες για τα δικαιολογητικά των καρτών. Προβατοποίηση.
“Η ζημιά είναι ότι στηνόμαστε στην ουρά για το εισιτήριο και δεν μαζευόμαστε πέντε μέτρα πιο ΄κει να διαδηλώσουμε για τον παραλογισμό”, έγραψε μια φίλη μου στο διαδίκτυο, κι αυτό που έγραψε είναι σωστό κι ότι “Η αλληλεγγύη είναι έμφυτη στον άνθρωπο, αλλά με την κατάλληλη εκπαίδευση ξεχνιέται”. Συνυπογράφω. Και τα τρένα τα ίδια κι αυτά νοιώθουν τον παραλογισμό των μισοτρελαμένων επιζώντων πολιτών, που μεταφέρουν πάνω και κάτω απ΄την πόλη. Στάση Ομόνοια και γρήγορα ανέβηκα πάνω στον ήλιο. “Επεισόδια στο Πολυτεχνείο”, είπε κάποιος δυνατά σε κάποιον άλλο και ακούγοντας το φρέσκο νέο αποφασίζω ενστικτωδώς να πάω προς τα εκεί. ‘Αλλωστε δεν μ΄εβγαζε από το δρόμο μου αυτό, στα Εξάρχεια μπορούσα να φτάσω κι από΄κει. Λίγο πιο μακριά φαίνονταν καπνοί και υπήρχε κινητικότητα . Όχι, κοντά στο Μουσείο. Μπροστά μου ένα τσούρμο από μηχανάκια με άντρες κάποιας γνωστής ομάδας καταστολής στρίβουν χωρίς φλας δεξιά προς τα Εξάρχεια κι έχω μείνει ν΄αναρωτιέμαι.Θα είναι διακριτικοί (για το φλας που δεν άναψαν) ή απτάληδες, που μπαίνουν στα Εξάρχεια; (απτάλης είναι ο ηλίθιος στην υπερβολή του κι ετυμολογείται απ΄το τούρκικο Aptal. Ενδιαφέρον είναι, ότι όταν η λέξη αυτή με τον καιρό άλλαξε, μετασχηματίστηκε σε budala, απ΄όπου ο δικός μας “μπουνταλάς”, στην περίπτωσή μας).
Έφτασα σχετικά γρήγορα στο σημείο του game. Μάχη ανάμεσα στη λυσσασμένη χακί ομάδα με τα άσπρα κράνη από τη μια και από την άλλη τα οργισμένα νιάτα, με πέτρες στα χέρια, να μάχονται για δικαίωση. Βροχή έπεφταν οι πέτρες και τα χημικά εκατέρωθεν κι όλα αυτά στο πιο χοτ σημείο. Είναι το σημείο εκείνο που “τυχαία” βρίσκονται και τις παίζουν μέρα παρά μέρα. Η Πατησίων στο ύψος του Μουσείου είναι σα να λέμε η κοινή έδρα. “Πιάσανε δυο απ΄αυτά τα κωλόπαιδα”, θα πει κάποιος παραδίπλα μου κι απέναντι από την αστική αρένα και που είχα κάτσει για να βλέπω καλά κι εγώ. Και ήταν καλά μ΄αυτό που είπε και γούσταρε τα απτάλια. Μα, φυσικά, βίτσια είναι αυτά. Το να γελάς με κάποιον εκ του ασφαλούς κι από θέση ισχύος, άγνωστε, δεν σε κάνει πιο έξυπνο, αλλά απλά ηλίθιο. Μετά από λίγο η κατάσταση είχε χαλαρώσει κι ο κόσμος είχε δυσαρεστηθεί απ΄αυτό κι είχε αρχίσει να φεύγει. Κι έφυγα κι εγώ. Προχώρησα, έστριψα στη Στουρνάρη και χώθηκα στα στενά των Εξαρχείων. Μέσα στο στενό είναι το κουρείο και δίπλα στο κουρείο είναι μια συλλογικότητα. Κάποτε τα κάγκελα από τις σιδερένιες πόρτες ήταν γκρι πριν τα βάψουν κόκκινα. Και μέσα υπήρχαν οκτώ με δέκα νεαρά άτομα της συλλογικότητας που συζητούσαν χαμηλόφωνα. Ακόμη μ΄αρέσει να τους παρατηρώ. Βεβαίως κι έχω περάσει κι εγώ από συλλογικότητα στην ηλικία τους. Είχα φτάσει στην πόρτα του κουρείου, ήταν η ώρα τους και καθώς είχαν απαρτία, τα λέγανε. Η χαρακτηριστική φωνή του Α. ακούστηκε:
“Έλα, έχω ανέκδοτο, άκου κι εσύ που ήρθες τώρα. Ήταν λέει ένας πάμπλουτος άντρας κι είχε ένα γιο. Ο γιος, όμως, “δεν του βγήκε” κι ήταν ¨αργός” στο μυαλό και αυτό ήταν μεγάλο πρόβλημα για τον πάμπλουτο πατέρα. Ήταν γνωστό στους φίλους του το πρόβλημα και είχε δοκιμάσει τα πάντα κι όλους τους τρόπος μπας και βοηθηθεί ο γιος του και πάρει μπρος, αλλά τίποτα. Μια μέρα κάποιος του είπε πώς υπάρχει τράπεζα εγκεφάλων που κάνουν μεταμοσχεύσεις και γίνεσαι “άλλος.” Κι έτσι αποφάσισε να πάει να δει, να ενημερωθεί και να διαλέξει εγκέφαλο για το γιο του. Ο υπεύθυνος εκεί άρχισε να του δείχνει τους εγκεφάλους που ήταν τοποθετημένοι μέσα σε γυάλες με ταμπελάκια κι ονόματα όπως Πλάτωνας. Ρώτησε ο άντρας τότε τον υπεύθυνο τι σημαίνει “εγκέφαλος Πλάτωνα;¨” κι ο υπεύθυνος, με την πιο σίγουρη φωνή, του απευθύνθηκε λέγοντάς του είναι μοντέλο Πλάτωνα, με τη λογική του, και έχουν τέτοιο εγκέφαλο ο τάδε διάσημος στρατηγός κι ο δείνα πάμπλουτος τιτάνας των τραπεζών. Ο άντρας σκέφτηκε λίγο και είπε: “Θέλω τον καλύτερο, τον πιο ακριβό εγκέφαλο για τον γιο μου, τι ακριβό έχετε;” Και τότε ο υπεύθυνος έκανε στον άντρα νεύμα να τον ακολουθήσει και τον οδήγησε σε ένα άλλο δωμάτιο όπου φυλασσόταν ο ακριβότερος εγκέφαλος που είχαν. Άνοιξε και τα υπόλοιπα φώτα του χώρου και στο κέντρο, πάνω σε ένα τραπέζι, βρισκόταν ένας εγκέφαλος ενός άγνωστου στον άντρα. Το ταμπελάκι του έγραφε επάνω Άκης Τσοχατζόπουλος. “Και γιατί αυτός ο εγκέφαλος είναι ο πιο πιο ακριβός;”, ρώτησε ο πάμπλουτος άντρας. “Γιατί είναι αχρησιμοποίητος!” Γελάει ο κόσμος με τα καμώματά σας!
Η ώρα ήταν τρεις και ο ήλιος ήταν ακριβώς από πάνω κι ήταν η πιο κατάλληλη ώρα για να πιω έναν ελληνικό διπλό σκέτο με ανυπάκουους φίλους παρέα. Εκεί στο κουρείο. Δεν είχαν πάρει χαμπάρι για τα επεισόδια και “ποιά επεισόδια”; θα με ρωτούσαν. Κι άντε να εξηγούσα, τι έζησα και είδα σε ένα μικρό κομματάκι μόνο αυτής της πόλης.
Είναι παράλογο κι όμως συνεχίζουμε ν΄αγαπάμε αυτή την πόλη κι ας έχει χαθεί κάθε ίχνος από την ανθρωπιά και την ηθική της. Άσε την πόλη στο ρυθμό της κι εσύ στο δικό σου αδερφέ μου. Και τελικά, πληρώθηκα από αλλού, γιατί φυσικά κι όλα είναι τύχη.
Πηγή: www.nostimonimar.gr