‘Ετος: 2015
Εργοδότης: “ζαχαροπλαστείο – καφέ – φούρνο”
Περιοχή: Λαρισα
Γράφει ο/η: Ροζ τανκ
Είχα φανταστεί αρκετές φορές να του φέρνω το σκαμπό στο κεφάλι και να τον βάζω να το καταπιεί
Ήταν περίπου αρχές Μαρτίου όταν μόλις είχα χωρίσει και ήμουν μεταξύ της αδράνειας και της γκρίνιας και δεν είχα τι να κάνω.
Απ’ το να κάθομαι όλη μέρα και να σκούζω, ο πατέρας μου τηλεφώνησε σε έναν φίλο του που είχε ζαχαροπλαστείο – καφέ – φούρνο και του πρότεινε να με προσλάβει στη δουλειά του, και εκείνος φυσικά δέχτηκε μιας και αργά η γρήγορα, θα έφευγε η άλλη υπάλληλος του και θα χρειαζότανε μια καινούρια υπάλληλο.
Πήγα εκεί και έπιασα δουλειά αμέσως. Χωρίς ένσημα. Χωρίς ασφάλεια. Και 8ώρο.
Αυτό που έκανα κυρίως ήταν να κουβαλάω τσουβάλια με ψωμιά απ το ένα μαγαζί στο άλλο, να κουβαλάω μπουκάλια, να καθαρίζω όλο το μαγαζί, να ελέγχω το ψυγείο, να εξυπηρετώ τους πελάτες, να καθαρίζω πάλι, να τυλίγω τα γλυκά, να καθαρίζω πάλι, να κουβαλάω πράγματα και να προσπαθώ να ακροβατώ για να περάσω στα σταντ με τα γλυκά, μιας και το νεότερο αφεντικό μου, μου έκλεινε το διάδρομο με το σκαμπό, και καθότανε μπροστά στο εργαστήριο με το σκαμπό παίζοντας παιχνίδια στο τάμπλετ και μου έκλεινε το διάδρομο. Είχα φανταστεί αρκετές φορές να του φέρνω το σκαμπό στο κεφάλι και να τον βάζω να το καταπιεί. Μια μέρα καθώς έκανα παράπονα στην υπεύθυνη πως με ενοχλεί στην μετακίνηση μου, ήρθε και μου είπε “το σκαμπό ήταν εδώ, και εδώ ήταν η θέση μου πριν έρθεις εσύ και καλά θα κάνεις να το συνηθίσεις”
Καθώς προσπαθούσα να προσαρμοστώ στην δουλειά που είχα αρχίσει να την μισώ τόσο πολύ, το μαγαζί άρχιζε να παίζει ράδιο με ελληνάδικο ρεπερτόριο και μιας και φρεσκο-χωρισμένη , και εχθρός της ελληνικής μουσικής, ήθελα να χώσω το κεφάλι μου στο μπεν μαρί και να πνιγώ. Καθώς έκλεινα τον πρώτο μήνα εργασίας σε αυτό το μαγαζί, και μιας και με εκμεταλλευόντουσαν ανοιχτά, θεώρησα πως και εγώ θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ το ωράριο τους – εφόσον δεν ήμουν πουθενά επίσημα δηλωμένη – και έφευγα αφού έκλεινα 6ώρο περίπου στις 8 το απόγευμα.
Μεγάλη Τετάρτη λοιπόν, ήρθε το αφεντικό μου και με έπιασε και με έβγαλε έξω. Μου είπε πως στο μαγαζί με έφερε για να κάνω παρέα την γυναίκα του ως το κλείσιμο, και με ρώτησε αν νομίζω πως έχει ανάγκη από υπάλληλο διότι δουλειά είναι αυτό που κάνει αυτός, και όχι η φασίνα που κάνω εγώ και το να κουβαλάω λαμαρίνες και νερά. Συνέχισε να μου μιλάει με επιθετικό τόνο και να με προσβάλλει και μόλις είδε πως έβαλα τα κλάματα μου πέταξε την τσάντα και μου είπε να τα μαζέψω όλα και να σηκωθώ να φύγω απ το μαγαζί του.