Διηγείται ο/η: Κ.γ.Π.
Θα έπρεπε να ντρέπεσαι(;)
Πόσο περίεργο συναίσθημα η ντροπή. Τη νιώθεις ακόμα κι όταν δεν έχεις κανένα λόγο. Αρκεί να σου τη χώσει κάποιος.
Ντρέπεσαι που δε δουλεύεις. Ντρέπεσαι όταν σε ρωτάνε “Ψαχνεις όμως;”. Όταν σε ρωτάνε “Και πως τη βγάζεις;” ή “ Και τι κάνεις όλη μέρα;”. Όταν σου λένε επιτακτικά “Πήγαινε δούλεψε!” Όταν προσπαθείς να εξηγήσεις γιατί το να δουλέψεις για 400€ είναι ουτοπικό. Γιατί πρέπει να νοικιάσεις σπίτι, να πληρώσεις λογαριασμούς. Γιατί αν τα κάνεις αυτά γύρω στις 15 του μήνα, μοιραία θα πέσεις κάτω από την πείνα. Και τώρα πεινάς αλλά δε σε βλέπουν.Σου λένε “Ο Τάδε πως δουλεύει;” Μα ο Τάδε, μένει με τους γονείς του και ό,τι βγάζει το δίνει για μπάφους. Αλλά αυτό δε μπορείς να το πεις για να μην τον καρφώσεις. Και ο Δείνα; Ο Δείνα είναι 23 χρόνων και μαζεύει λεφτά για να πάρει παπάκι.
-Ρε αν θέλεις να δουλέψεις θα βρεις. Δουλειές υπάρχουν.
-Δηλαδή μου λες ότι ένα εκατομμύριο άνεργοι δε θέλουν να δουλέψουν;
-Ναι.
-Άη ρεστ μάη κέης.
Ντρέπεσαι όταν το παιδί στο τυροπιτάδικο σου δίνει τον καφέ σου. Αυτός γιατί καταδέχεται να δουλέψει; Εγώ γιατί όχι; Θα πάω και εγώ. Και τα βάζεις κάτω και πάλι δε βγαίνεις. 200€ ενοίκιο, 100€ λογαριασμοί. Εισιτήρια; Ρούχα που έχεις να αγοράσεις 3 χρόνια; Και κλείνεσαι πάλι στο άδειο σπίτι στο χωριό, τουλάχιστον εκεί έχεις ησυχία. Αλλά στέλνεις και βιογραφικά. Και ούτε που σε καλούν.
Και κάπου εκεί έρχεται και ο Σαμαρείτης. “Έλα να με βοηθήσεις στην δουλειά.” Βοήθεια, όχι εργασία. “Δεν έρχεσαι; Εμ καλά τα λέω ότι είσαι τεμπέλης. Αφού κάθεσαι που κάθεσαι γιατί δεν έρχεσαι να με βοηθάς (αμισθί)”;
Και ανανεώνεις την κάρτα του ΟΑΕΔ και ντρέπεσαι όταν βλέπεις τον αριθμό με τους μήνες ανεργίας. Ούτε για τζόκερ δε μπορείς να τον παίξεις. Αλλά να λες, βγαίνει μια προκήρυξη, που θα πάει με τόσους μήνες ανεργίας θα σε πάρουν! Και, ως εκ θαύματος, σε παίρνουν. Και λες γίναμε! Συνειδητοποιείς ότι φτιάχνεις καφέ το πρωί και κουνιέσαι ρυθμικά στο τραγούδι που έχεις βάλει να παίζει. Πόσος καιρός πέρασε χωρίς να χαρείς. Και βγαίνουν και οι λεπτομέρειες. 200 χιλιόμετρα μακρυά από το σπίτι σου για πέντε μήνες, που θα τους πληρωθείς όταν αποφασίσει το κράτος. Μα θα πρέπει να νοικιάσεις ένα σπίτι, και ο ιδιοκτήτης του θέλει να πληρωθεί, όχι μετά από 6 μήνες. Τώρα. Και θέλει και ένα μήνα μπροστά. Και θα έχεις και εκεί λογαριασμούς. Που θα τα βρω;
“Ρε πες ότι δε θες να δουλέψεις!”
Τι; Πήγες δικαστικά τα αφεντικά σου; Και τι νομίζεις ότι θα πετύχεις; Και βλέπεις τους πρώην συναδέλφους σου που αγανακτούσατε μαζί για την εκμετάλλευση, που λέγανε “Ναι ρε να ενωθούμε, να τους σκίσουμε” και έχουν λουφάξει, σε έχουν αφήσει μόνο σου. “Καλά τους κάνεις ρε συ, αλλά εγώ δεν θα ακολουθήσω, τους χρωστάω χάρη που με πήραν στη δουλειά. Ναι ρε συ, το ξέρω ότι βγάζουν 50 χιλιάρικα το χρόνο στην πλάτη μας, αλλά παντού έτσι είναι.”
Και σου έρχεται να καρφώσεις το κεφάλι σου στην οθόνη όταν τους βλέπεις στο FB να κάνουν επανάσταση ενάντια στους προδότες πολιτικούς και να στηρίζουν άλλους που δεν είναι, ακόμα, προδότες πολιτικοί και θες να τους γράψεις από κάτω
“Ρε χαλβά σήκωσε πρώτα κεφάλι στο αφεντικό σου και μη γαμάς τόσο πολύ πολιτικούς.”
Και ντρέπεσαι ξανά, και λες αυτοί γιατί υπομένουν και εσύ όχι; Εσύ τι είσαι δηλαδή;
Και τα πράγματα κάποια στιγμή σου πάνε καλά, και σιγά-σιγά επανέρχεσαι. Αλλά ακόμα ντρέπεσαι για όλα αυτά τα χρόνια. Τα καλύτερά σου χρόνια. Που οι συνομήλικοί σου έχουν οικογένεια, δε στριμώχνονται στα λεωφορεία γιατί έχουν ένα αυτοκινητάκι. Που κάτι τους περισσεύει να πιουν μια μπίρα, όχι από το σούπερ μάρκετ.
Τελικά ξέρεις κάτι; Δε ντρέπομαι. Θα ντρεπόμουν αν έκλεβα, αν εκμεταλλευόμουν, αν κορόιδευα, αν έσκυβα το κεφάλι. Όχι, δε ντρέπομαι.