Κουρείο. Πέντε καθίσματα, αλλά δουλεύονται μόνο τα δύο. Τρία άτομα περιμένουν τη σειρά τους. Ανάμεσα σ’ αυτά και ο Ιβάν Αντόνωφ, που φορά ένα τριχωτό σακάκι και διαβάζει ένα περιοδικό. Απελευθερώνεται ένα κάθισμα. ΚΟΥΡΕΑΣ. Παρακαλώ, ποιός έχει σειρά; Ορίστε. (Ο Ιβάν κάθεται.) Με τί θα εξυπηρετήσουμε τον κύριο; ΙΒΑΝ ΑΝΤΟΝΩΦ. Κούρεμα. ΚΟΥΡΕΑΣ. Ένα ωραίο κούρεμα στον κύριο! Αμέσως! (Τινάζει την πετσέτα όλο φροντίδα, με επαγγελματικές κινήσεις.) ΙΒΑΝ ΑΝΤΟΝΩΦ. Κοντά. Και να μη μείνει τρίχα. ΚΟΥΡΕΑΣ. Αφήστε το σε μένα, τριχίτσα δε θα μείνει. (Σταματά με την πετσέτα στο χέρι.) Μα… βλέπω πως είστε φρεσκοκουρεμένος! ΙΒΑΝ ΑΝΤΟΝΩΦ. Μα δεν πρόκειται για μένα… Θέλω να μου κουρέψετε το σακάκι μου αυτό. ΚΟΥΡΕΑΣ. Τί να κάνω; ΙΒΑΝ ΑΝΤΟΝΩΦ. Να μου κουρέψετε το σακάκι. Και πολύ κοντά. ΚΟΥΡΕΑΣ. Να κουρέψω το σακάκι;! Κοντά;! ΙΒΑΝ ΑΝΤΟΝΩΦ. Πολύ κοντά. Να μη του μείνει ούτε τριχούλα. ΚΟΥΡΕΑΣ (Αρχίζει να βράζει). Έτσι; Να του κάνουμε και φριξιόν; ΙΒΑΝ ΑΝΤΟΝΩΦ. Όχι, ευχαριστώ, δε νομίζω πως χρειάζεται. ΚΟΥΡΕΑΣ (Σε ψηλότερο τόνο φωνής). Μήπως προτιμάτε να το κατσαρώσουμε; Να το βρέξουμε κιόλας για να κρατήσει; ΙΒΑΝ ΑΝΤΟΝΩΦ. Όχι, όχι! Μόνο κούρεμα. Κοντά. ΚΟΥΡΕΑΣ. Μόνο κούρεμα, έ; Γιατί να μη του κάνουμε κι ένα λούσιμο με λάδι για να δυναμώσουν οι ρίζες; 4 ΙΒΑΝ ΑΝΤΟΝΩΦ. Ίσα-ίσα, αυτό δεν θέλω. ΚΟΥΡΕΑΣ (Σχεδόν φωνάζοντας). Και τί θέλεις; Μόνο κούρεμα, έ; Έτσι είστε σεις οι τέτοιοι, οι γραμματιζούμενοι! Μια και κρατάτε στο χέρι ένα χαρτοφύλακα, μπορείτε να κάνετε όποια λόξα σας κατεβεί στο κεφάλι! Εμείς, εδώ, είμαστε άνθρωποι ασήμαντοι, δωσ’ του όλη μέρα με το ξουράφι. Εσείς, όμως, σπουδαίοι, αυθεντικοί! Ας πάμε, λέτε, να διασκεδάσουμε, να σπάσουμε πλάκα. Ας τον κάνουμε αυτόν να μου κουρέψει το σακάκι για να γελάσει σε βάρος του όλη η Σόφια, όλη η πρωτεύουσα! ΙΒΑΝ ΑΝΤΟΝΩΦ (Στεναχωρημένος). Μα, ούτε που το σκέφτηκα αυτό. ΚΟΥΡΕΑΣ. Κοροϊδεύουμε τους ανθρώπους, δεν είναι έτσι; Γιατί εμείς είμαστε έξυπνοι, διαβάζουμε τόσα και τόσα βιβλία, ενώ αυτοί, εδώ, δε βλέπουν τίποτα άλλο πέρα απ’ το ξυράφι τους! ΙΒΑΝ ΑΝΤΟΝΩΦ. Δεν καταλαβαίνω γιατί νευριάζετε; Σάς ζήτησα μόνο να μου κουρέψετε το σακάκι, τίποτα άλλο! Δε σας πρόσβαλα με τίποτα. Αν μπορούσα να το κουρέψω μόνος μου δε θα ερχόμουν εδώ, μα δε μπορώ, δε νοιώθω! Είναι το πρώτο μου σακάκι με τρίχωμα…
[….]
Μεγάλα σιδερένια χρηματοκιβώτια πράσινα, με λεονταρίσια κεφάλια καί πέλματα για χερούλια. Ησυχία. Ο Υπάλληλος γράφει κάτι σ’ ένα κατάστιχα. Μπροστά, σε στάση ευλαβική, περιμένει σιωπηλός ένας χωρικός. Κάτι κρατά παραμάσχαλα. Οι τρεις φίλοι παίρνουν θέση στη σειρά, πίσω από τον χωρικό. Κοιτάζουν σιωπηλοί τον Υπάλληλο. Ο Υπάλληλος, σ’ αυτό το έργο, θα ερμηνεύεται από τον ίδιο πάντα ηθοποιό. Θα παρουσιαστεί σε περισσότερες σκηνές. Άσχετα που εργάζεται και με τί ασχολείται κάθε στιγμή, άσχετα πως είναι ντυμένος, ποιός είναι ο χαρακτήρας, η ιδιοσυγκρασία και ο ρόλος του, η μορφή του θα παραμένει πάντα η ίδια. Οι άνθρωποι είναι πολλοί, η ουσία όμως, η μορφή της γραφειοκρατίας μιά και μοναδική: αδιαφορία μπροστά στον άνθρωπο, μπροστά στη μοίρα του. Και παντού, όπου είναι γραμμένη η λέξη «Υπάλληλος», θα βλέπουμε τον ίδιο ηθοποιό. Από δω κι εμπρός, ο Ιβάν Αντόνωφ θα συγκρούεται συνέχεια με αυτόν, σαν μπροστά στην ίδια πάντα εμφάνιση της γραφειοκρατίας.
Διαβάστε ολόκληρο το έργο στη βιβλιοθήκη του #Ifi, εδώ!