Από τον τοίχο της Gianna Kouka
#IFI
Σκέφτομαι εκείνη τη γυναίκα.
Και τη νύχτα της.
Πώς να κοιμήθηκε; Πώς πέρασε το βράδυ της; Κατάφερε να κλείσει μάτι ή ξενύχτησε;
Σκέφτομαι εκείνη τη γυναίκα.
Και το πρωινό της.
Πώς ήταν που δεν ακολούθησε τη ρουτίνα της;
Που δεν σηκώθηκε το πρωί, δεν έβαλε τη ρόμπα της, τα γάντια της, τα σφουγγαρόπανά της δεν πήρε, τον κουβά και την σκούπα και δεν άρχισε τη φασίνα της.
Σκέφτομαι εκείνη τη γυναίκα.
Που δεν καθάρισε τα τραπεζάκια του παιδικού σταθμού ούτε τα παιχνίδια ξεσκόνισε, δεν έβαλε σε τάξη τα λούτρινα και τα γράμματα απ’ τον μικρό πίνακα δεν έσβησε.
Σκέφτομαι εκείνη τη γυναίκα.
Όταν έκλεισαν τα φώτα κι όλα σκοτείνιασαν. Όλα σκοτείνιασαν επειδή ένα Ε’ έγινε Στ΄. Ένα γράμμα έγινε δυο. Μια τάξη. Μια δημοτικού τάξη. Για μια ελπίδα, δουλειά κι αξιοπρέπεια. Ένα μεροκάματο. Και μια φροντίδα. Μια απελπισιά και μια αγωνία. Μια οικογένεια που έπρεπε να φροντίσει κι ένα μέλος της με κείνο το ποσοστό αναπηρίας.
Σκέφτομαι εκείνους που την δίκασαν.
Απ’ όλες τις «τιμωρίες» της κείνη ήταν η κατάλληλη για εκείνη τη γυναίκα; Κείνη που θα τη συμμόρφωνε για τούτο το «αδίκημα»; Η πιο σκληρή; Η φυλακή, ο εγκλεισμός της;
Κοιμηθείτε ήσυχοι.
Η καθαρίστρια δεν είναι πια ελεύθερη.
Η καθαρίστρια είναι φυλακή.