Από το FB timeline της Katerina Dima (Fullmoon)
/ 25 Ιουνίου 2017
Προσοχή ακολουθεί σκληρό υλικό οπτικοποίησης για ευαίσθητες μύτες και στομάχια:
Μέσα στα σκουπίδια που μας κυκλώνουν παντού γύρω είναι και η χρησιμοποιημένη κάλτσα που πατσαβούριασες χτες τη νύχτα όταν παρίστανες ότι έβλεπες Σεφερλή πλάι στη γυναίκα σου που ροχάλιζε, ενώ τον έπαιζες στα πνιχτά βλέποντας πορνό με κορίτσια μικρότερα απ’ τις κόρες σου.
Αυτή η σερβιέτα στα σκουπίδια, ανακατεύτηκε με την πάνα του πατέρα σου, που η γυναίκα σου ούρλιαζε χτες πως δεν είναι δούλα για να μαζεύει πέντε μήνες τώρα που πέθανε η μάνα σου, και στο κάτω κάτω γιατί δεν τον φορτώνεται η αδερφή σου, που σαν κόρη εκείνη πρέπει να τον γηροκομήσει, άσε που της έγραψε τελικά και το τεσσάρι στην Ηρακλέους, ενώ έλεγε πως θα το άφηνε σ’ όλα του τα εγγόνια εξ αδιαιρέτου.
Δίπλα στην πάνα του πατέρα σου, ήταν το χαρτί απ’ τον εμετό που σκούπιζε απ’ το στόμα της η άλλη σου κόρη εκείνη που δεν αντέχει άλλο πια να την ανεβοκατεβάζετε «χοντροβάρελο» κι άρχισε τους εμετούς, και που έχει αποφασίσει πως αν δεν πιάσει κι αυτό θα ψάξει τρόπους ν’ αυτοκτονήσει ενώ εσύ ψάχνεις τρόπο να την παντρέψεις με εκείνο το λίγο χαζό γιο του γείτονα που δίνουν μια ψιλοπροίκα σε όποια τον πάρει.
Δίπλα στο χαρτί με τους εμετούς, ήταν το μαντήλι με τα αίματα απ’ το δόντι που έφτυσε ο γιος σου, εκείνος που λέει πως βγαίνει να βρει μεροκάματο, αλλά πάει και την πέφτει μαζί με τα άλλα φουσκωτά κολλητάρια του στους μετανάστες που μας έχουν πάρει τις δουλειές, αλλά αυτό το λαθροσκουπίδι που του την πέσανε χτες πρόλαβε και του’χωσε μία γερή στο δόντι πριν τον ξαπλώσουν κάτω.
Δίπλα στα αίματα του γιου σου ήταν το χαρτί με τις μύξες της πρωτοξαδέλφης σου της γεροντοκόρης, αυτηνής που ο πατέρας της φίλησε κατουρημένες ποδιές να τη βάλει στο Δημόσιο γιατί ήταν η μόνη που είχε απολυτήριο Γυμνασίου, κι ευτυχώς δηλαδή που δεν παντρεύτηκε γιατί τώρα τσοντάρει κανα φράγκο για τα παιδιά σου απ’ τη σύνταξή της, γι’ αυτό -τι να κάνεις;- τρως στη μάπα τις κλάψες της που ήταν τόσο άτυχη και δεν έφτιαξε τη ζωή της κι είναι τώρα σαν την καλαμιά στον κάμπο.
Δίπλα στο χαρτί με τις μύξες της πρωτοξαδέρφης ήταν τα λιωμένα χαρτιά απ’ τα σουβλάκια που άφησες στο μπαλκόνι και ξεράθηκαν και μετά τα κουτσούλησαν και τα περιστέρια, την ώρα που εσύ πούλαγες εκδούλευση στο αφεντικό -που σε παίρνει ό,τι ώρα γουστάρει και βέβαια καλά κάνει- εξηγώντας του πώς θα διώξετε αυτή την καργιόλα που όλο φωνάζει για τα εργασιακά, χωρίς να της δώσετε μία.
Σιχάθηκες ή όχι ακόμα; Τον εαυτό σου. Γιατί το μεγαλύτερο σκουπίδι, από όλα γύρω είσαι εσύ, που απλώς θες όλα αυτά απλά να εξαφανίζονται, και στα αρχίδια σου το πώς.
Και μαζί μ’ αυτά να εξαφανίζεται καθημερινά κι η μιζέρια σου, το εθελοδουλίκι σου, η γλίτσα σου αλλά όχι και το δικαίωμά σου να βρίζεις και να υποτιμάς αυτόν που καθημερινά μαζεύει όλη την υπαρξιακή σου χλέπα, και το κάνει γα ένα μεροκάματο του τρόμου -αυτό που τώρα αγωνίζεται να κρατήσει- ενώ εσύ ο κωλογλείφτης των φιλελέδεων, που νομίζεις ότι η εξαθλίωση των πολλών από τις ιδιωτικοποιήσεις των λίγων αφορούν τους άλλους κι όχι εσένα, του φέρεσαι σαν να είναι πιο αναλώσιμος και απ’ τα σκουπίδια σου. Σκουπίδι.