Η εργασία ανέκαθεν σηματοδοτούσε την ενηλικίωση. Τις αμέτρητες ευθύνες και τα βάρη του ζυγού, τα οποία ο καθένας δύναται να κουβαλά μονάχος. Η εργασία εμφανίζεται λεξιλογικά και ως ‘’δουλειά’’, ως παραφθορά της λέξης δουλεία, σκλαβιά. Στην κατάταξη του ατόμου σε μια από αυτές τις δύο έννοιες, χρέη αρωγού επιτελεί η ορθή επιλογή επαγγέλματος. Ως είπε ο Κομφούκιος, «Αν κάνεις τη δουλειά που αγαπάς, δε θα χρειαστεί να εργαστείς ούτε μια μέρα στη ζωή σου».
Με αυτή τη φράση ο μεγάλος κινέζος διανοούμενος θα ήθελε να επισημάνει ότι, όταν η εργασία φέρεται ως επιλογή ζωής, δε λογαριάζεται σαν κάτι καταναγκαστικό και χρονοβόρο, αλλά αποτελεί κάτι ουσιώδες. Στα καθ’ ημάς, ο φιλόσοφος Πλάτων είχε θίξει ότι, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να κινούνται αποκλειστικά από την προσωπική τους ευχαρίστηση με το μισθό τους ως ελάχιστο δυνατό κίνητρο για να περατώσουν το εκάστοτε λειτούργημά τους.
Όσον αφορά τον όρο δουλειά, φαντάζει αρκετά προσφιλής στην εποχή μας. Ορίζεται ως κάτι κοπιώδες που στερεί απ’ τον καθένα τη σπιρτάδα του, την πνευματικότητά του. Η ανάγκη επιβίωσης υπερφαλαγγίζει την επιθυμία του ανθρώπου για την αποτύπωση της συναισθηματικής του αβύσσου. Στρατιές υπάλληλων στοιβάζονται σε εταιρείες κάθε λογής, τηρώντας πνιγηρά ωράρια.
Αντίκτυπο αυτού, η εξάντληση και η ανημπόρια τους ν’ αντιδράσουν σε οιαδήποτε μορφή καταπίεσης.
Την ώρα που τα κακώς κείμενα της κοινωνίας διακηρύττουν ότι η δουλειά είναι θεμέλιος λίθος της ευτυχίας, ας λάβουμε υπ’ όψιν το ναζιστικό «Arbeit Mach Frei» (=Η δουλειά απελευθερώνει), το οποίο χυδαία προέβαλλε πάνω από το κατώφλι του Άουσβιτς. Το κατά ποσόν απελευθέρωνε και απελευθερώνει η δουλειά, ας το αφήσουμε να πλανάται σαν αχνός πάνω από τις υψικαμίνους του Νταχάου, του Μπέλζεν και άλλων ιδρυμάτων ‘’εργασιακής απελευθέρωσης.‘’ Ας αναζητήσουμε την απάντηση στους φυτεμένους σταυρούς και τα ραμμένα άστρα σε κατάχαμα παρατημένες ασπρόμαυρες στολές.
Η εργασία έχει χαραχθεί στο νου μας ως κάτι πονηρό (πόνος> αρχ. κόπος) με την αρχαΐζουσα, αλλά και με τη νεοελληνική της σημασία. Ως μέσον εκμετάλλευσης του κατωτέρου από τον ιεραρχικά ανώτερο. Μια ακόμη εφαρμογή του φυσικού δικαίου. Φυσικά, αυτή η κατάσταση έχει αποτελέσει εφαλτήριο βατήρα πολλών πολιτικοκοινωνικών επιβητόρων για να αναμοχλεύσουν ολίγον το χυλό της απανθρωπιάς και της εκμετάλλευσης. Πομπώδεις καταγγελίες και μακροσκελή εκφωνηθέντα λογύδρια κάνουν το ντεμπούτο τους, όταν την ιδία στιγμή στην πράξη, η απομύζηση συνεχίζεται νυν και αεί. Παρά τους τόσους αγώνες που εδραίωσαν μια κάποια εργατική αλληλεγγύη και τα οκτάωρά της.
Τώρα στο βωμό μιας δήθεν δημοκρατίας και των κατά συνθήκη ψευδών της, όλα καταστρατηγούνται βιαίως. Σαν να μη διεκδικηθήκαν ποτέ, σαν να μην υπήρξαν. Και ως προς εμάς, που δε μας έμεινε τίποτα περά από ένα ξεροκόμματο, μας αξίζει το «Ora et labora» (=Να προσεύχεσαι και να εργάζεσαι) των Βενεδικτίνων μοναχών, μιας και «Η δουλειά είναι το καταφύγιο ημών που δεν αξιωθήκαμε να καταπιαστούμε με κάτι άλλο» (παραφρασμένος αφορισμός του Όσκαρ Ουάιλντ).
Γράφει η Πηνελόπη Ευαγγέλου.