Μυρίζει άσχημα και πάλι ο αέρας.
Κάτι μεταξύ άπλυτου κάδου σκουπιδιών και καμένων εγκεφαλικών κυττάρων. Χθες μύριζε τόσο που πίστεψα ότι πλημμύρισαν οι υπόνομοι και γέμισε η πόλη λύματα και πεταμένα εσώρουχα στις αποχετεύσεις. Αλλά ποτέ δεν πτοούμαι.
Κλείνω το μαγαζί, βγάζω τα σκουπίδια, ταΐζω τους αρουραίους που σουλατσάρουν στα βρομόνερα και ελίσσομαι ανάμεσα από πανσέτες και θρήνο ελαφρολαϊκό, κουτιά από καλλυντικά και τρικάκια αρχαϊκά. Ένας παράδεισος τρωκτικός μα όχι πρωκτικός –προς θεού- ο οποίος μας χωράει όλους.
Πάω γι’άλλα και μαρσάρω περνώντας με ταχύτητα, κάνοντας μούσκεμα κάθε πεζό που θα βρω στο δρόμο μου. Είναι απίθανο το πόσο εύκολα ένας χριστιανός προδίδει την πίστη του.
Φτάνω, πετάω την ψυχή μου στο πλυντήριο, ξαπλώνω στο τραπέζι της κουζίνας και προσεύχομαι στην Αγία Σύνταξη να μας έχει σχεδόν όλους καλά. «Χαίρετε καί ἀγαλλιάσθε, ὅτι ὁ μισθός ὑμῶν πολύς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γάρ ἐδίωξαν τούς προφήτας τούς πρό ὑμῶν».
Αμήν.