Διηγείται η : Αλεξία Λεβέντη
Τόπος: Νίκαια
Μου λέει κάποιος στο “out of the blue” που λένε και στο χωριό μου, γράψε ρε παιδί μου μια ιστορία, ό,τι θες εσύ! Και μπαίνω τώρα εγώ, σε ένα τριπάκι να ψαχουλεύω στο εργασιακό μου παρελθόν, να βρω μια ιστορία -αστεία, εκνευριστική, περίεργη, με σεξουαλικό περιεχόμενο ή χωρίς, -δεν έχει σημασία- για να γράψω.
Γιατί; Γιατί έτσι. Γιατί βαριέμαι να καταχωρήσω τις παραγγελίες! Μέγα λάθος αυτό. Κάτσε εκεί κουκλίτσα μου και κοίτα τη δουλειά σου, τι πας και σκαλίζεις; Αυτό-μουτζώνομαι με μεγάλη ευκολία καθώς αντιλαμβάνομαι ότι μετά από 18 χρόνια – με ένσημα παρακαλώ πολύ- από τα οποία, 14 χρόνια στον ίδιο εργοδότη, βρίσκομαι στο ίδιο ακριβώς σημείο. Να καταχωρώ τα ίδια τιμολόγια, ακούραστα, αβίαστα και όλα όσα ξεκινούν με «α-», με πολύ μικρότερη αμοιβή από εκείνη που ξεκίνησα.
Αλλά δεν το βάζω κάτω. «Είσαι τυχερή», μου λένε οι μεγαλύτεροι, «που έχεις τη δουλειά σου». Θα τους πιστέψω γιατί, δυστυχώς, η μαμά μου με έμαθε να ακούω με ευλάβεια τους μεγαλύτερους ανθρώπους και να ακολουθώ τις συμβουλές τους, σοφότεροι γαρ. Επόμενο μέγα λάθος. Μα είναι δυνατόν να παίρνεις αποφάσεις για τη ζωή σου βασισμένες σε εμπειρίες άλλων, ειδικά ανθρώπων άλλης εποχής;
Κι όμως, μέσα στα άγραφα ήθη και έθιμα που περνάνε από γενιά σε γενιά, είναι και το να κάνεις αυτό που σου λένε οι μεγαλύτεροι. Γιατί αυτοί «ξέρουν». Σκατούλες μπλέ! Ναι. σεβάσμιοι μεγαλύτεροι, μπορείτε να μας πείτε τη γνώμη σας, αλλά μη μας κρίνετε αρνητικά αν δεν την ακολουθήσουμε!
«Είμαι τυχερή που έχω τη δουλειά μου». Το λέω στον εαυτό μου 3 φορές τη μέρα, σαν αντιβίωση ένα πράγμα. Για να καλύψει τα τερτίπια του εγκεφάλου, σαν ριχτάρι πάνω σε καναπέ και να σκεπάσει κάθε βρώμικη σκέψη ότι αξίζω κάτι καλύτερο. Τρίτο μέγα λάθος στη σειρά.
Όχι, ρε γαμώτο, δεν είμαι εγώ η τυχερή που έχω τη δουλειά μου, αυτοί είναι οι τυχεροί που με έχουν στη δουλειά τους! Ουπς, αυτό μάλλον δεν έπρεπε να το πω. Αμαρτία και μόνο που το σκέφτηκα! Θα καώ στην κόλαση, στο πυρ το εξώτερον! Πραγματικά, πώς μπόρεσα να σκεφτώ κάτι τέτοιο;
Θυμήθηκα τώρα ένα αστείο, που κάναμε με μια συνάδελφο, σε μια από τις εταιρείες που δούλευα -ονόματα δε λέμε, οικογένειες δε θίγουμε. Είχαμε λοιπόν μια γυάλινη πόρτα που χώριζε τα γραφεία από την αποθήκη. Την κλείναμε και μετρούσαμε πόσοι άνθρωποι θα πέσουν επάνω της και πόσοι θα το καταλάβουν και θα την ανοίξουν. Ώσπου μια μέρα ένας παππούλης μύωψ με μεγάλη αστάθεια, έπεσε με φόρα -λέμε τώρα- και βρέθηκε να κείτεται στο πάτωμα με κόκκινη μύτη.
Γιατί το θυμήθηκα τώρα αυτό; Ίσως γιατί αυτό είναι και το παιχνίδι που παίζει η ζωή σε μας. Όποιος έχει τα μάτια του ανοιχτά, ανοίγει την πόρτα-ευκαιρία, όποιος κοιμάται πέφτει επάνω της ξανά και ξανά, κι όποιος μόνο ακούει τον μύωψ υπερήλικα, «κλαφ’ τα Χαράλαμπε », καλό Παράδεισο που λένε. Τα ποσοστά, τόσο στη γυάλινη πόρτα της εταιρείας όσο και στη γυάλινη πόρτα της ζωής, δυστυχώς είναι συντριπτικά. Ασυναίσθητα, ρωτάω τον εαυτό μου: εγώ σε ποια κατηγορία να ανήκω άραγε; Κι εδώ είναι το τέταρτο και το μεγαλύτερο λάθος!
Σημασία δεν έχει πού ανήκεις, αλλά που θέλεις να ανήκεις! Κι αν δεν κυνηγάς αυτό που θες, καλύτερα να συνηθίσεις να κουτουλάς σε γυάλινες πόρτες!
Ο φόβος που μας εμφυτεύουν είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα των “μεγάλων” για να κρατούν το κεφάλι μας κάτω
Αυτό ακριβώς, όπως ειπώθηκε παλιότερα “Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο Στόχος
το νου σου ε; “