fbpx

Όσα μάθαμε ψάχνοντας για εργασία

Φασόν: Δύο χρόνοι στην τιμή του ενός

στo Χαρτοφύλακας

Θέλω να λαμβάνω τα νέα άρθρα του IforINTERVIEW με e-mail.

Στείλε μας την ιστορία σου

Μέρος ΙΙ

Διαβάστε επίσης το 1ο μέρος εδώ

 

 

Αν υπάρχει μια μορφή εργασίας που καταστρέφει σχεδόν απόλυτα τον “προσωπικό χρόνο”, αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από το φασόν.

Καθόλου συμπτωματικά στο φασόν, κατά κύριο λόγο στη δουλειά με το κομμάτι στο σπίτι, απασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες. Η οικοτεχνία, φαινόμενο ιστορικό και ανεξάρτητο από το επίπεδο της οικονομίας ή το είδος του πολιτικοκοινωνικού μοντέλου, επιστρέφει τα τελευταία χρόνια δριμύτερη. Μπορεί πλέον να περιβάλλεται με το μανδύα της σύγχρονης τεχνολογίας ή να εμφανίζεται ως “ελαστική” -άρα “ελεύθερη- απασχόληση”, αλλά σύμφωνα με όλες τις μελέτες απλώς στέλνει όλο και περισσότερες γυναίκες στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού τους, στην υπερεκμετάλλευση και την απώλεια του ιδιωτικού τους χρόνου. Τις οδηγεί στη σύγχυση του χρόνου που καταναλώνουν για το αφεντικό (δηλαδή για το μεροκάματό τους) με το χρόνο που αφιερώνουν για την οικογένεια.

Οπως αναφέρεται στην εργασία των Ντίνας Βαίου, Μαρίας Στρατηγάκη και Ζώγιας Χρονάκη (“Σύγχρονα Θέματα”, τ. 45. 1991), προϋπόθεση για την αποδοχή τέτοιων άθλιων συνθηκών εργασίας είναι να υπάρχει διαθέσιμο εργατικό δυναμικό. Αυτό το δυναμικό δεν κατασκευάζεται μόνο μέσα ή κατά κύριο λόγο από το πλέγμα των σχέσεων που γεννά η αντίθεση κεφαλαίου εργασίας. Η ιδεολογία της οικογένειας και οι σχέσεις εξουσίας διαμορφώνουν ιδανικές συνθήκες για να αντληθεί ένα απομονωμένο, φτηνό και υποτακτικό γυναικείο εργατικό δυναμικό. Ο εργάσιμος χρόνος γίνεται προέκταση της οικιακής εργασίας με τρομακτικές επιπτώσεις για την προσωπικότητα των γυναικών αλλά και για την ψυχολογική και συναισθηματική τους ισορροπία.

Ο μύθος λέει ότι οι γυναίκες επιλέγουν ελεύθερα τη δουλειά στο σπίτι επειδή, μεταξύ άλλων, αποφεύγουν τις απώλειες του χρόνου τους ή αποζητούν κάποια ευκαιριακή απασχόληση. “Η γυναίκα καταφεύγει στη λύση του φασόν κάτω από το βάρος των οικογενειακών της υποχρεώσεων, ιδιαίτερα όταν έχει μικρά παιδιά, ή κάποιον άρρωστο ή ηλικιωμένο στο σπίτι ή ακόμα όταν δεν ξέρει καμιά άλλη δουλειά ή δεν βρίσκει καλύτερη”, απαντά η Ιρις Αυδή-Καλκάνη (“Φεμινισμός και εργασία στην Ελλάδα σήμερα”, Νέοι Καιροί 1989). Με σαφήνεια εξηγεί την “ελευθερία” της επιλογής των γυναικών η πρόεδρος των γουνεργατών Καστοριάς Κική Μιχαηλίδου: “Η ανυπαρξία παιδικών σταθμών στην Καστοριά οδηγεί τις γυναίκες να δουλεύουν σπίτι, μαζί με τα παιδιά στη βρωμιά και στους κινδύνους που υπάρχουν” (“Η Εποχή”, 31.1.1993). Αλλά και η μικρή Ματίνα, κόρη φασονίστριας του ιματισμού που δουλεύει στην Αθήνα μας εξηγεί τα “πλεονεκτήματα” στην απελευθέρωση στην αγορά εργασίας: “Δεν μου αρέσει που η μαμά μου δουλεύει τόσες πολλές ώρες και δεν έχει καθόλου χρόνο για μένα. Με ενοχλεί ακόμα, που το σπίτι μας είναι συνέχεια ακατάστατο και βρώμικο. Θα προτιμούσα η μαμά μου να δούλευε σε ένα γραφείο και να γύριζε πιο νωρίς πίσω”. (“Νέα”, 8.3.1993). Η χαμηλή αμοιβή υποχρεώνει τις γυναίκες να δουλεύουν πολύ περισσότερο από τα ωράρια των συλλογικών συμβάσεων. Η έρευνα της ΔΗΜΕΛ για τη ΓΣΕΕ του 1990 είναι αποκαλυπτική: Το 54% των φασονιστριών εργάζονται πάνω από τα κεκτημένα ωράρια, ενώ το 15% ξεπερνά τις 70 ώρες την εβδομάδα για να τα φέρει βόλτα. Βεβαίως δεν υπάρχουν αργίες και 5ήμερα. Η Ντίνα Παπαρούνη εξηγεί: “Οπως είναι φυσικό ο χώρος της οικογένειας περιορίζεται πολύ. Η γυναίκα που κάνει φασόν δεν έχει ωράριο. Οποια ώρα έχει ελεύθερη, ακόμα και τα ξημερώματα, τη χρησιμοποιεί για να δουλέψει”. ( “Νέα”, 8.3.93). Ετσι “οι απαιτήσεις και η ένταση της δουλειάς, τα ακανόνιστα και μακριά ωράρια, η σωματική και ψυχική κόπωση, μάλλον απορρυθμίζουν την οικογένεια και τη ρουτίνα της νοικοκυράς παρά “συνδυάζονται” μ’ αυτήν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ερώτηση ‘με τι ασχολείσθε στον ελεύθερο χρόνο σας’, οι φασονίστριες απαντούν ‘με την οικογένεια’.” (Στ. Κατσούρας, “Το φασόν”, Δελτίο Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ, τ. 23, Ιανουάριος 1993). Ακριβώς επειδή η δουλειά με το κομμάτι στο σπίτι περιλαμβάνεται παγκοσμίως στην αθέατη πλευρά της οικονομίας δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία. Στην Ελλάδα ο αριθμός κυμαίνεται ανάμεσα στις 225.000 που εκτιμούσε το υπουργείο Εργασίας το 1986 και τις 300.000 που μετρούν τα συνδικάτα.

Η καταγγελία του φασόν φέρνει ουσιαστικά στην επιφάνεια το αίτημα της ισότιμης ανακατανομής της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας (της οικιακής) ανάμεσα σ’ όλα τα άτομα της οικογένειας που είναι ικανά για εργασία. Μια τέτοια εξέλιξη σημαίνει, όπως γράφει η Ζώγια Χρονάκη, “μια διαφορετική, θετική, αντιμετώπιση των οικιακών εργασιών, αφού θα αναλάβει μέρος τους και ο άνδρας. Μα το πιο βασικό ίσως είναι ότι έχει σαν άμεση συνέπεια τη μείωση του ωραρίου εργασίας της γυναίκας και του άνδρα μέσα και έξω από το σπίτι, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο ελεύθερος χρόνος και των δύο”. (“Γυναίκα, Οικογένεια και Εργασία”, “Η Εποχή”, 7.6.1992).

Το ρολόι της κυρίας

Εδώ και λίγες δεκαετίες το ρολόι στο γυναικείο χέρι ήταν περίπου ισοδύναμο με το κόσμημα. Η χρήση του περιορισμένη σε χρόνο και διακοσμητική. Προτού γενικευτεί η γυναικεία εργασία εκτός του νοικοκυριού, δεν υπήρχε λόγος για απόλυτη ακρίβεια. Οι δουλειές στο σπίτι απαιτούσαν, άλλωστε, ελεύθερα χέρια, και η μπουγάδα ή το μαγείρεμα απειλούσαν με φθορά το ακριβό μεταλλικό αντικείμενο. Ενα μεγάλο ρολόι στον τοίχο ή την εταζέρα αρκούσε για την οργάνωση της καθημερινής ρουτίνας.

Είναι αλήθεια ότι το φορητό ρολόι υπήρξε από τη στιγμή που πρωτοκατασκευάστηκε -στα τέλη του 16ου αιώνα- ένα πολύτιμο είδος, το οποίο δεν ήταν δυνατόν να κατέχουν οι απλοί θνητοί. Μόνο γυναίκες της βασιλικής αυλής μπορούσαν να εκτιμήσουν την αισθητική αξία των βαρύτιμων ρολογιών. Η βασίλισσα Ελισάβετ της Αγγλίας είχε ολόκληρη συλλογή που συμπεριλήφθηκε στο θησαυρό του στέμματος. Ηταν ακόμα η εποχή που το ρολόι συγκινούσε μόνο τους κοσμηματοπώλες και τους αστρονόμους.

Στα μέσα του 18ου αιώνα η γενίκευση του οικογενειακού ρολογιού επέβαλε συγκεκριμένους ρυθμούς στην οικογενειακή ζωή, όπως περιγράφονται στο αγγλικό κείμενο του 1760 “Διαμαρτυρία του Ρολογά κατά του Συγγραφέα”: “Οι παραγγελίες που είχα πάρει για πολλά ρολόγια απ’ ολόκληρη τη χώρα ακυρώθηκαν, γιατί καμιά καθωσπρέπει κυρία δεν τολμάει πια να κάνει την παραμικρή νύξη για κούρντισμα του εκκρεμούς, χωρίς να εκτεθεί αμέσως στα πονηρά υπονοούμενα και στους χυδαίους υπαινιγμούς της οικογένειάς της. Οι πόρνες έφτασαν να χρησιμοποιούν για να ψαρέψουν πελάτες τη φράση, `Κύριε, θέλετε να κουρντίσω το ρολόι σας;'” Το αποτέλεσμα κατά τον συγγραφέα ήταν ότι οι ηθικές κυρίες απέσυραν τα ρολόγια στο πατάρι, εφόσον τα θεωρούσαν `πρόκληση για σαρκικές απολαύσεις’.

Γνωρίζουμε σήμερα ότι τα ρολόγια ποτέ δεν αποσύρθηκαν. Την ίδια εποχή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, άρχισε να γίνεται απαραίτητο το ρολόι χεριού ακόμα και στον τεχνίτη και τον εργάτη. Ο ρόλος της γυναίκας, σύμφωνα με τον Βενιαμίν Φραγκλίνο ήταν πλέον να ελέγχει το ωράριο του εργαζόμενου συζύγου: “Θυμάμαι μια αξιόλογη γυναίκα που είχε πλήρη συναίσθηση της έμφυτης αξίας του χρόνου. Ο άντρας της ήταν υφαντής, εξαιρετικός τεχνίτης, αλλά δεν καταλάβαινε ποτέ πώς κυλούσαν τα λεπτά. Μάταια εκείνη προσπαθούσε να του μάθει ότι ο χρόνος είναι χρήμα. Εκείνος δεν είχε μυαλό να την καταλάβει, κι αυτό ήταν η καταστροφή του. Οταν ήταν στην ταβέρνα και η γυναίκα του έστελνε τον παραγιό να του πει ότι ήταν 12 το μεσημέρι, έλεγε `Πες της να μην ανησυχεί, δεν είναι αργά ακόμη’, κι όταν ήταν 1, έλεγε `Πες της ότι τώρα πια δεν μπορεί να γίνει τίποτα, δεν έχουμε καιρό’.”

Μια ελεύθερη μέρα

Aπό το ημερολόγιο της Μάριον Χάτσον, εργαζόμενης με σύζυγο (Χένρι) και 2 παιδιά, 3 χρόνων (Τρέισι) και δύο (Μονίκ).

 

08:30. Ξύπνημα – πλύσιμο – ντύσιμο. Φτιάχνω τα κρεβάτια των παιδιών.

09:30. Βάζω κοπριά στα φυτά. Φυτεύω ένα αειθαλές. Βοηθάω το Χένρι να σπρώξει το αυτοκίνητο μέχρι το δρόμο. Μου φωνάζει να μη σπρώχνω γρήγορα.

10:05. Μπαίνω μέσα και σκουπίζω τη μύτη της Μονίκ. Μαλώνω τον Τρέισι γιατί τον βρήκα στο ψυγείο. Του λέω ότι η μπλούζα του είναι στο επάνω δωμάτιο. Ξαναβγαίνω στον κήπο για να ασχοληθώ με τα λουλούδια.

10:15. Ξαναμπαίνω. Καθαρίζω την κουζίνα που ο Χένρι άφησε άνω-κάτω. Μαζεύω απ’ το τραπέζι τα βιβλία του, τα υπολείμματα του τοστ, τα ποτήρια, το μπολ με τα μισοφαγωμένα κορν- φλέικ και την εφημερίδα. Ρίχνω τα σκουπίδια στο καλάθι. Βάζω το ψωμί στην ψωμιέρα. Καθαρίζω το νεροχύτη, όπου ο Χένρι είχε αφήσει το μπολ του. Κλείνω το συρτάρι που είχε αφήσει ανοιχτό ψάχνοντας για κατσαβίδι. Μου ζητά να προσθέσω μπαταρίες στη λίστα με τα ψώνια. Με ρωτά πού είναι το κατσαβίδι.

10:30.Αρχίζω το πλύσιμο των πιάτων. Βάζω τις καρέκλες στη θέση τους. Ο Χένρι λέει στη Μονίκ να μη βγεί γιατί είναι κρυωμένη. Μου λέει να της βγάλω το παλτό. Η Μονίκ πηγαίνει κατευθείαν στην εργαλειοθήκη που ο Χένρι άφησε στη μέση της κουζίνας. Της λέω να αφήσει κάτω τα εργαλεία. Να πάρει το κουτί και να το πάει στον πατέρα της, που δουλεύει στο Φολκσβάνγκεν. Η Μονίκ αρχίζει να κλαίει.

10:41. Ο Χένρι έρχεται και ψάχνει κάτι στο ντουλάπι της κουζίνας. Φεύγει αφήνοντας λάδια στο ντουλάπι. Ο Τρέισι μπαίνει και ζητά ένα ψωμάκι. Του δίνω. Η Μονίκ θέλει κρέας. Της δίνω ένα κομμάτι κρύο κοτόπουλο.

10:44. Πίσω στα πιάτα. Λέω στη Μονίκ να πάψει να χτυπά την πόρτα. Πλένω πιάτα, καθαρίζω τη λαδιά στην πόρτα και τα μάτια της κουζίνας.

10:45. Σκουπίζω την κουζίνα. Ο Χένρι έρχεται και ψάχνει κάτι στο ντουλάπι της κουζίνας. Θέλει να μάθει τι θα κάνω με το κουτί που βρίσκεται στο μπάνιο. Τον ρωτάω αν το θέλει και απαντά θετικά. Πηγαίνει στην εργαλειοθήκη και την αφήνει ξανά ανοιχτή. Η Μονίκ επιστρέφει στα εργαλεία. Κλείνω την εργαλειοθήκη. Η Μονίκ ξαναρχίζει να κλαίει.

11:01. Ετοιμάζω το πρωινό μου.

11:15. Μια φίλη περνά να με δεί.

11:16. Ο Τρέϊσι θέλει κι άλλο ψωμάκι και χυμό. Βγαίνει έξω.

11:28. Τελειώνω το πρωινό μου και καθαρίζω το τραπέζι.

11:36. Τελειώνω τα πιάτα. Ο Τρέισι θέλει πορτοκάλι. Του δίνω. Βγάζω τα ρούχα που είναι για πλύσιμο. Ο Χένρι ζητά να τον βοηθήσω. Βάζω τα ρούχα για πλύσιμο. Σφουγγαρίζω το δωμάτιο. Καθαρίζω με την ηλεκτρική σκούπα το δωμάτιο του Τρέϊσι. Βγάζω τα σκουπίδια.

13:36. Τις βρέχω στον Τρέισι, γιατί έπαιζε μ’ ένα μαχαίρι.

13:40. Η φίλη φεύγει.

13:44. Αρχίζω να καθαρίζω την κρεβατοκάμαρα. Μετακινώ τα έπιπλα. Βάζω τα ρούχα να στεγνώσουν. Βάζω την τρίτη δόση ρούχων στο πλυντήριο. Στέλνω τη Μονίκ να ξαπλώσει και τον Τρέισι στον κήπο. Τελειώνω την κρεβατοκάμαρα. Ο Χένρι αποφασίζει να βγει έξω για λίγο. Του λέω να πάρει μαζί του τον Τρέισι. Αρνείται. Καθαρίζω τη ντουλάπα και τα ράφια της βιβλιοθήκης.

15:55. Αρχίζω να ετοιμάζω το δείπνο. Μπαίνει ο Τρέισι. Του βγάζω το παλτό και του δίνω φρούτα. Η Μονίκ ξυπνάει. Αλλάζω τις πάνες της και τα βρεγμένα ρούχα. Θέλει μια φέτα ψωμί. Ζεσταίνω ψωμί στην τοστιέρα. Το θέλει αμέσως και κλαίει.

17:00. Ο Χένρι επιστρέφει για το δείπνο. Αφήνει την εφημερίδα στο τραπέζι. Πάω να διαβάσω και μου λέει ότι αυτός την αγόρασε και γι’ αυτό θα τη διαβάσει πρώτος. Δεν απαντώ.

17:30. Δείπνο. Αλλάζω τις πάνες της Μονίκ. Καθαρίζω το τραπέζι. Ο Χένρι θέλει κέικ.

19:30. Βλέπω τηλεόραση.

20:00. Διαβάζω εφημερίδα.

21:00. Πέφτω πτώμα στο κρεβάτι.

 

(“Diary of Marion Hudson”, στο “America’s Working Women”, εκδ. Vintage, Νέα Υόρκη 1976).

 

Πηγή: iospress.gr

© I for Interview team

Σε περίπτωση που επιλέξατε να αναδημοσιεύσετε κάποιο κείμενό μας στο δικό σας site, σας ευχαριστούμε ιδιαίτερα εκ των προτέρων για την προτίμηση! Ωστόσο,  να σας υπενθυμίσουμε το πόσο ευχάριστο και δίκαιο είναι να ακολουθούνται οι δεοντολογικοί κανόνες που ορίζουν τη σωστή και λειτουργική αναφορά στην αρχική  πηγή ( δλδ. αναγραφή πλήρους ονόματος του site μας και ενεργό link που ανακατευθύνει στο πρωτότυπο άρθρο). Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζετε τον κόπο και τη δουλειά μας και σας ευχαριστούμε διπλά!

Leave a Reply

Your email address will not be published.

*

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Φρέσκα άρθρα στο Χαρτοφύλακας

Στην Κορυφή